Όταν πρωτοδιάβασα old boy, δε μου άρεσε. Πρώτα-πρώτα, έφταιγε λιγάκι η γενική χοντροκεφαλοσύνη μου, υποθέτω: είμαι από τους ανθρώπους που ανακάλυψαν ότι η Μπλε ταινία του Κισλόφσκι αφηγείται κάτι και δεν είναι αλληλουχία μπλε εικόνων πριν περίπου εφτά χρόνια. Δε μου άρεσε το μπλογκ του old boy και με τσάντιζε: συνήθως δεν καταλάβαινα πού το πάει, και δεν εννοώ μόνο τα ποδοσφαιρικά ποστ του (που εξακουλουθούν για μένα να μοιάζουν με αντιρρητικά κείμενα που ανταλλάσσουν, ξέρω γω, σιίτες και σουνίτες θεολόγοι μεταξύ τους). Επίσης με ανησυχούσε η φρενήρης παραγωγικότητά του: "χαλάρωσε λιγάκι, ρε φίλε", έλεγα, "θα κάψεις φλάντζα και θα το κλείσεις το μαγαζί στα 11μηνο". Δεν έκαψε. Δεν το έκλεισε. Έτσι έπαψε και να με τσαντίζει.
Καταλαβαίνω ότι ο λόγος που δε μου άρεσε ο old boy τότε ήταν διότι, περισσότερο κι από τη helion και τον thas, εξέφραζε πιστά το νέο κειμενικό είδος που ακόμα διαμορφώνεται: το ελληνόφωνο 'καθαρό' μπλογκ. 'Καθαρό' με την έννοια των 'καθαρών' μαθηματικών: ο old boy δεν κάνει λογοτεχνία, δεν κρατάει ημερολόγιο, δεν κάνει ρεπορτάζ, δε χρονικογραφεί, δεν κάνει ακριβώς σχολιασμό της επικαιρότητας. Βεβαίως, δεν άποτελούν ασκήσεις ύφους κενές περιεχομένου τα ποστάκια του: στον βαθμό που λοξά και -- αναπόφευκτα -- επιλεκτικά, σχολιάζει τι γίνεται στον κόσμο, θα τον χαρακτήριζα τον Πιτσιρίκο του σκεπτόμενου ανθρώπου. Όταν πάλι καταπιάνεται με το σινεμά, νιώθουμε ξαφνικά ότι βρισκόμαστε στη συμβολή του Ebert ή του Alexander Walker με έναν βιωματικό μπλογκά που κρατάει ημερολόγιο ονλάιν: ένα ημερολόγιο όπου, φυσικά, ο τέταρτος τοίχος λείπει.
Ακριβώς το καινούργιο αυτό genre μού πήρε καιρό να το συνηθίσω. Στην πρωτοτυπία του και στο ξάφνιασμα που προκαλούσε, και προκαλεί ακόμα, συγκρίνεται μόνο με τον παλιότερο οπτικοακουστικό λακωνισμό του Κουκουζέλη, με την αγκούγκλιστη hardcore ψευδοκαθαρεύουσα του Le Nonce, με τη φάση 'τερίνα και Μενούχιν' του Αθήναιου καθώς και μ' εκείνη του thas που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως 'dj και λουλουδάκια κειμενικά'. Όπως αυτοί και άλλοι, ο old boy ήτανε το καινούργιο που έφερναν τα μπλογκ: στην περίπτωσή του όχι στο στήσιμο, ούτε στην ανάμειξη των μέσων αλλά στο ύφος και -- κυρίως -- στον τόνο.
Είναι πάντως αξιοσημείωτο πώς ένας τόσο αξιοφθόνητα δημοφιλής μπλογκάς γίνεται αντικείμενο παρεξηγήσεων τόσο εύκολα. Ίσως βέβαια να είναι απλώς θέματα στατιστικής: άμα σε διαβάζει τόσος κόσμος, όλο και κάποιος δε θα καταλάβει κάτι, όλο και κάποιος κακόπιστος θα κάνει κάποιο εμπρηστικό σχόλιο, όλο και κάποιος πικραμένος θα αμολήσει το ad hominem του. Προσωπικά νομίζω ότι έχει να κάνει και με το ότι ο old boy γράφει δύσκολα, τελικά. Μάλιστα, είναι αδύνατο να παρακολουθήσω κείμενό του άμα είμαι μισοξύπνιος (ή μισοκοιμισμένος): Πότε κυριολεκτεί. Πότε ειρωνεύεται. Πότε μετα-ειρωνικά αποστασιοποιείται κι από την ειρωνική ερμηνεία όσων λέει. Πότε όμως; Τρέχα γύρευε: ζόρικα πράγματα. Ευτυχώς αυτός ο ενίοτε ερμητισμός συμπληρώνεται από τρομακτική υπομονή και μεθοδική καρτερία στην απάντηση των σχολίων: εγώ θα είχα γίνει αλκοολικός έχοντας υποστεί πολύ λιγότερο βρισίδι.
Λοιπόν, ευχαριστώ που γράφεις. Σου εύχομαι και δεύτερη τετραετία, ή όσο αντέχεις και γουστάρεις.
Καταλαβαίνω ότι ο λόγος που δε μου άρεσε ο old boy τότε ήταν διότι, περισσότερο κι από τη helion και τον thas, εξέφραζε πιστά το νέο κειμενικό είδος που ακόμα διαμορφώνεται: το ελληνόφωνο 'καθαρό' μπλογκ. 'Καθαρό' με την έννοια των 'καθαρών' μαθηματικών: ο old boy δεν κάνει λογοτεχνία, δεν κρατάει ημερολόγιο, δεν κάνει ρεπορτάζ, δε χρονικογραφεί, δεν κάνει ακριβώς σχολιασμό της επικαιρότητας. Βεβαίως, δεν άποτελούν ασκήσεις ύφους κενές περιεχομένου τα ποστάκια του: στον βαθμό που λοξά και -- αναπόφευκτα -- επιλεκτικά, σχολιάζει τι γίνεται στον κόσμο, θα τον χαρακτήριζα τον Πιτσιρίκο του σκεπτόμενου ανθρώπου. Όταν πάλι καταπιάνεται με το σινεμά, νιώθουμε ξαφνικά ότι βρισκόμαστε στη συμβολή του Ebert ή του Alexander Walker με έναν βιωματικό μπλογκά που κρατάει ημερολόγιο ονλάιν: ένα ημερολόγιο όπου, φυσικά, ο τέταρτος τοίχος λείπει.
Ακριβώς το καινούργιο αυτό genre μού πήρε καιρό να το συνηθίσω. Στην πρωτοτυπία του και στο ξάφνιασμα που προκαλούσε, και προκαλεί ακόμα, συγκρίνεται μόνο με τον παλιότερο οπτικοακουστικό λακωνισμό του Κουκουζέλη, με την αγκούγκλιστη hardcore ψευδοκαθαρεύουσα του Le Nonce, με τη φάση 'τερίνα και Μενούχιν' του Αθήναιου καθώς και μ' εκείνη του thas που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως 'dj και λουλουδάκια κειμενικά'. Όπως αυτοί και άλλοι, ο old boy ήτανε το καινούργιο που έφερναν τα μπλογκ: στην περίπτωσή του όχι στο στήσιμο, ούτε στην ανάμειξη των μέσων αλλά στο ύφος και -- κυρίως -- στον τόνο.
Είναι πάντως αξιοσημείωτο πώς ένας τόσο αξιοφθόνητα δημοφιλής μπλογκάς γίνεται αντικείμενο παρεξηγήσεων τόσο εύκολα. Ίσως βέβαια να είναι απλώς θέματα στατιστικής: άμα σε διαβάζει τόσος κόσμος, όλο και κάποιος δε θα καταλάβει κάτι, όλο και κάποιος κακόπιστος θα κάνει κάποιο εμπρηστικό σχόλιο, όλο και κάποιος πικραμένος θα αμολήσει το ad hominem του. Προσωπικά νομίζω ότι έχει να κάνει και με το ότι ο old boy γράφει δύσκολα, τελικά. Μάλιστα, είναι αδύνατο να παρακολουθήσω κείμενό του άμα είμαι μισοξύπνιος (ή μισοκοιμισμένος): Πότε κυριολεκτεί. Πότε ειρωνεύεται. Πότε μετα-ειρωνικά αποστασιοποιείται κι από την ειρωνική ερμηνεία όσων λέει. Πότε όμως; Τρέχα γύρευε: ζόρικα πράγματα. Ευτυχώς αυτός ο ενίοτε ερμητισμός συμπληρώνεται από τρομακτική υπομονή και μεθοδική καρτερία στην απάντηση των σχολίων: εγώ θα είχα γίνει αλκοολικός έχοντας υποστεί πολύ λιγότερο βρισίδι.
Λοιπόν, ευχαριστώ που γράφεις. Σου εύχομαι και δεύτερη τετραετία, ή όσο αντέχεις και γουστάρεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου