Έβλεπα χτες μια ταινία για την Γκρέις Κέλλυ. Ήταν ηθοποιός και μετά πριγκίπισσα. Δεν την ήξερα την ιστορία της. Εγώ τη χαστουκίζω την κόρη μου όταν μου ζητάει παιχνίδια με πριγκίπισσες και στολίδια πριγκίπισσας. Δεν είναι πριγκίπισσα, είναι η κόρη της Τάνιας της νυχούς. Να το καταλάβει τώρα, να μην υποφέρει μετά. Δεν είμαστε πρίγκηπες. Μια φορά ο αδερφός μου, μεγάλη ψωνάρα αυτός γενικώς, αλλά στη δική του οικογένειά του ας κάνει ό,τι θέλει ο καθένας, της έφερε μια πινακίδα για την πόρτα του δωματίου της: Princess. Όχι "μια φορά", πέρσι που έκλεινε τα πέντε. Για την πόρτα του δωματίου της. Που δεν έχει μπαλκόνι. Που το μοναδικό παράθυρο κοιτάει στον ακάλυπτο, φάτσα στο διαμέρισμα της άρρωστης γιαγιάς που καμμιά φορά με φωνάζει με φωνή σαν άρρωστου γλάρου να βγω στο μπαλκόνι της κουζίνας να μου μιλήσει γιατί την τρελαίνει η μοναξιά της τηλεόρασης. Αλλά δεν ασχολούνται με αυτά οι ταινίες, είναι ηθογραφία. Έτσι λέει ο μαλάκας ο αδερφός μου: ηθογραφία. Που πήγε το ζώον και πήρε ταμπέλα Princess για την καπλαμαδένια πόρτα του δωματίου της μικρής, που δεν κλείνει, κι ας έχει λιμάρει το μέσα της κλειδαριάς ο Τάσος δυο φορές: δεν κλείνει. Πήρα κι εγώ και πέταξα στην ανακύκλωση το Princess, πριν το δει η δικιά μου και κολλήσει. Βρακί δεν έχουμε, που λέει ο λόγος, τα πριγκιπικά αξεσουάρ μάς μάραναν.
Έβλεπα λοιπόν την Γκρέις Κέλλυ, που την έπαιζε η Κίντμαν. Δράματα ο γάμος της. Πολύ θλιμμένη αυτή. Αλλά δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τον άντρα της γιατί και καλά η Γαλλία θα έπαιρνε το Μονακό. Για σκέψου, μεγάλη ευθύνη. Ναι, ειρωνεύομαι. Πάντως, εντάξει, δύσκολος γάμος. Μωρέ εγώ τα ξέρω αυτά: να θες να χωρίσεις και να μην μπορείς, να σε γεμίζει μόνο θυμό ο άλλος, να πηγαίνεις να τσακωθείς και να εμφανίζεται ξαφνικά η μικρή. Και εντάξει, στο Μονακό, άμα ήθελε να βριστεί ο πρίγκηπας με την πριγκίπισσα, όλο και κάποιο δωμάτιο θα βρισκόταν: η βιβλιοθήκη, το καπνιστήριο, η αίθουσα μπιλιάρδου -- κάτι. Στη Σπετσών στα 75 τετραγωνικά, πού να τσακωθείς, στο μπαλκόνι; Εκεί κι αν γίνεσαι θέατρο. Έβλεπα λοιπόν την ταινία, η μικρή μόλις είχε κοιμηθεί, ήθελε δύο παραμύθια κι εγώ πείναγα και σερνόμουν από την κούραση ("εύκολα τη βγάζετε εσείς οι νυχούδες", λέει ο Δημήτρης, "κάθεστε"· καλά, εντάξει). Σκεφτόμουν, εμάς τις απλές γυναίκες που περνάμε δράματα, θα μας κάνουνε ταινία; Σιγά. Κάθεσαι να δεις μια ταινία έτσι πιο δραματική, χωρίς σκοτωμούς και ζόμπι, και οι πρωταγωνιστές είναι μουσικοί, επιχειρηματίες, αρχιτέκτονες, ο Παπακαλιάτης που πάει στη Νέα Υόρκη να του φύγει ο νταλκάς -- τέτοια. Εγώ άμα θέλω να μου φύγει ο νταλκάς βγαίνω στο μπροστινό μπαλκόνι (γιατί στο πίσω, της κουζίνας, θα μου πιάσει κουβέντα η γριά) και κάνω μισό τσιγάρο. Ή κλαίω κόβοντας κρεμμύδια. Αλλά αυτά δεν ενδιαφέρουνε κανένα, αυτά είναι ηθογραφία, που λέει κι ο αδερφούλης μου, αυτά είναι λαϊκές συνοικίες και Μητροπάνος και "πώς πάει κι αυτός ο μήνας", που λέει κι η Πρωτοψάλτη. Δεν έχουμε δράματα εμείς, είμαστε νυχούδες και νοικοκυρές, την κόψαμε και την Νταλίνα, την κοπέλα τη χρυσή (που την έλεγε αλλοδαπούτα ο Χάρης) που ερχόταν δυο φορές τη βδομάδα, γιατί δεν βγαίναμε. Κι εν πάση περιπτώσει, όταν χωρίσαμε με τον Χάρη, δεν πήρε η Γαλλία το Μονακό. Δεν μας πήρε καν η τράπεζα το σπίτι, γιατί πουλήσαμε τα χωράφια και το ξοφλήσαμε. Μια ανακαίνιση τού μένει τώρα, δώδεκα χρόνια που είμαστε μέσα. Δύο μπήκαμε, δύο μένουμε. Ο τρίτος, ο Χάρης, πήγε να ζήσει τ' όνειρο. Κοινή συναινέσει και λεβέντικα. Καλά έκανε, σούρνονται και καρκίνοι. Να ζήσει.
Έβλεπα την Γκρέις Κέλλυ. Πήρε τη μάνα της υπεραστικό από Μονακό στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής για να κλαφτεί. Μαλάκαμου, εγώ θυμάμαι που παίρναμε τη θεία στην Αμερική όταν ήμουνα πιτσιρίκα και λέγαμε "υπεραστικό" και παθαίναμε. Κόστιζε και μισό μηνιάτικο εκείνο το εικοσάλεπτο. Ή μπορεί έτσι να το έλεγε ο πατέρας μου στη μαμά, για να μην πιάνει κουβέντα με την αδερφή της στο Μιλγουόκι. Μιλγουόκι. Στου διαόλου τον σβέρκο. Πήρε λοιπόν η Γκρέις τη μάνα της και η μάνα της της έλεγε σαν γνήσια ελληνίδα μαμά να κοιτάξει τον γάμο της και τα παιδιά της πάνω απ' όλα και τη ρώταγε αν υπάρχει άλλος (ποιος άλλος στο Μονακό, τρεις κι ο κούκος είναι όλοι κι όλοι εκεί). Και η Γκρέις τής το κλείνει το τηλέφωνο και τσακ σκάει το μικρό της και ρωτάει "μαμά, γιατί κλαις;". Θα ήτανε μελό αυτή η σκηνή αν δεν ήτανε βγαλμένη από τη ζωή. Σοβαρά μιλάω. "Γιατί κλαις;" Τι να πεις; Γιατί χωρίζουμε με τον μπαμπά και νιώθω χάλια και σκέφτομαι και λίγο πώς θα βγαίνουμε τώρα κι ας μην έμπαιναν πάνω από 350 ευρώ τον μήνα στο σπίτι από τον μπαμπά σου; "Τα κρεμμύδια", λες. Ενώ η Κέλλυ είπε "συγκινήθηκα που μίλαγα με τη μαμά μου", υπεραστικό.
Είχα έναν γκόμενο. Δεν λέω πότε, πριν ή μετά τον χωρισμό: οι άντρες έχουν ορμές, οι γυναίκες είμαστε πουτάνες -- έτσι μας πάνε τις γυναίκες, όπως η τράτα τα ψάρια, κι ας λεν οι φιλάνθρωποι ό,τι θέλουν. Μου έλεγε ο γκόμενος ότι όλες οι γυναίκες που γουστάρει γουστάρουν και γυναίκες. Ψηνότανε για τρίο μάλλον. Παντρεμένος. Οι παντρεμένοι όλο μαλακίες λένε, πλάθουν αβέρτα παραμύθια και σου τα πουλάνε. Παραμύθια. Παραμύθια μαλλί της γριάς: γλυκά αλλά εξαφανίζονται μόλις αγγίξουν τη γλώσσα σου, άσε που αν πας να τα αγγίξεις κολλάνε τα χέρια σου. Εντάξει, οι παντρεμένοι να ξεφύγουνε θέλουν, όχι απλώς να γαμήσουν. Δηλαδή, καλά, όλοι οι άντρες θέλουν να γαμήσουν, απλώς όχι εσένα ντε και καλά. Το λέει κι ο Δημήτρης ο κομμωτής. Που ναι, είναι γκέι το παιδί. Γιατί άμα είσαι γκέι και με απολυτήριο Λυκείου πού θα πας να δουλέψεις; Κι αν πας, θα σε κρατήσουν; Άσε τι λένε: οι αδερφές στα γκέτο, σαν εμάς. Εκτός κι αν είναι πρίγκηπες, σαν τον γιο της Γκρέις Κέλλυ.
Οι παντρεμένοι λοιπόν αναζητάνε το διαφορετικό τους: αν είναι επιχειρηματίες, ψάχνουνε ποιήτριες, αν είναι εργάτες, ψάχνουνε κουλτουριάρες, αν είναι πανεπιστημιακοί, ψάχνουνε κομμώτριες, το Μπουρνάζι ψάχνει Κεφαλάρι και ο Γλυφαδιώτης Ακαδημία Πλάτωνος. Εμένα την νυχού με ζύγωσε φιδέμπορας. Όχι, σοβαρά, φίδια πούλαγε ο άνθρωπος. Υπάρχει αγορά για φίδια στην Ευρώπη, έλεγε. Τα έκανε εισαγωγή. Νόμιμα. Πολύ πλούσιος όμως. Πούλαγε και χαμαιλέοντες και ιγκουάνες. Αυτές είχανε γίνει και μόδα τότε με το παλιό το σίριαλ με εκείνον τον γκόμενο, το πανκιό, τον Σερβετάλη. Αλλά πρίγκηπας στους τρόπους. Κύριος. Ούτε ξενοδοχεία, ούτε μαλακίες σαν κάτι φτωχομπινέδες πιτσιρικάδες (σαν κι αυτούς που έχω μπλέξει τώρα): σπίτι του. Μέχρι που με βαρέθηκε κι άρχισε να μου λέει για τη γυναίκα του. Πρίγκηπας αλλά μαλάκας, σαν τον Ραινιέ. Φιδέμπορα δεν θα τον έλεγα πάντως. Κι ας ήτανε κατ' επάγγελμα.
Εν πάση περιπτώσει, οι παντρεμένοι δεν ψάχνουνε μόνο να είναι διαφορετικές οι γκόμενες, ψάχνουνε να τις έχουνε και υπό: θέλουνε να το παίζουνε μέντορες και να τις δασκαλεύουν για τη ζωή τους. Τη βλέπουνε καθοδηγητές. Όλο νουθεσίες. Ίσως γιατί τους κυβερνάει το στεφάνι τους ή (χειρότερα) το Πεθερικό. Ίσως έτσι να γίνονται και καλά τρυφεροί χωρίς να πατάνε πολύ το στεφάνι τους. Αυτό το έζησα με τον άλλο μου τον παντρεμένο γκόμενο, τον καθηγητή. Δίδασκε σε Λύκειο. Κάργα παντρεμένος αυτός, τον έβλεπα στη χάση και στη φέξη. Και την είχε δει δάσκαλος. Αυθεντία. Να μιλάω αργά, μου έλεγε. Να ντύνομαι κομψά (αυτός πάλι κυκλοφορούσε σαν παρωδία του Χάρη Ρώμα). Να μην αμολάω κοτσάνες. Να μη γίνομαι μελό. Να μην διακόπτω. Μετά κάτι άλλα: να καταλάβω τη θέση του και τη δική μου θέση στη ζωή του, ότι αυτός είναι φτασμένος κι εγώ μια ανώριμη που παριστάνω τη μαμά του. Σιγά μην παρίστανα τη μαμά του, πενήντα χρονών γάιδαρος. Αλλά εντάξει, τα είχε κι αυτός τα θεματάκια του, παρ' όλα αυτά εγώ δεν είμαι καμμιά καριόλα να τα βγάλω στη φόρα. Α, ναι: "στα φόρα" είναι το σωστό, με διόρθωνε. Βέβαια. Και "κατ' αρχήν", όχι "κατ' αρχάς". Ή το λέω ανάποδα; Να κι εγώ, δηλαδή.
Καμμιά φορά σκέφτομαι ότι έτσι ένιωθε κι ο Χάρης, ο δικός μου. Ότι διαβάζω τις σκέψεις του, ότι δεν έχει μισή γωνιά μυαλό δική του. Είναι λίγο βάρβαρος ο γάμος αν δεν είσαι πρίγκηπας, να έχεις τα ιδιαίτερα διαμερίσματά σου, λίγο χώρο. Κι έχουνε γίνει κι οι γάμοι μας αμερικάνικοι: να τα λέμε όλα ο ένας στον άλλο, να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς. Κι αυτή είναι η ρίζα του κακού. Όταν με εκνεύριζε που κυκλοφορούσε άπλυτος (είμαι πολύ της καθαριότητας, νυχού είμαι, αν ήμουνα βρωμιάρα έστω και λίγο...) του το έλεγα στα ίσα. Ιδίως άμα πλάκωνε τους παστουρμάδες. Ειλικρίνεια λοιπόν. Αμεσότητα. Ε, προσβαλλόταν ο άνθρωπος. Στράβωνε. Το έβλεπα. Δεν έλεγε τίποτε αλλά πέταγε λίγο το μάτι του. Ενώ θα μπορούσα να του πω "μια πελάτισσα μαλάκω", "ο ΟΑΕΕ", "κάτι δικά μου". Αυτή η αμερικανιά μάς έφαγε: όλα να τα μοιράζεται το ζευγάρι. Να πάτε σε σύμβουλο γάμου. Να τα κουβεντιάζετε ανοιχτά. Έτσι ήμασταν. Έτσι ήτανε και ο Χάρης. "Βαρέθηκα, θέλω να χωρίσουμε", είπε μια μέρα. Το εννοούσε. Κι όχι δεν υπήρχε άλλη. Βαρέθηκε ο άνθρωπος. Και μου το είπε στα ίσια. Κι εγώ είχα βαρεθεί. Αλλά όταν μου το είπε, έτσι, έπινα μεταξύ των ραντεβού μου. Και οι πελάτισσες άρχισαν τα "Τάνια μου κομμένη σε βλέπω". Αμεσότητα.
Η γιαγιά μου όταν είχαμε παντρευτεί είχε άλλη γνώμη. Ήρθε μετά στο γλέντι και με πήρε παράμερα, με φίλησε. Με σταύρωσε. Έβγαλε στο επιτόπου και μου έδωσε ένα δαχτυλίδι της, αυτό εδώ που φοράω τώρα. Αυτό. Και μου λέει μετά: "Ο άντρας σου να σε γνωρίζει από τη μέση και κάτω μόνο". Εγώ είχα μεθύσει και τη ρώτησα "Μα να μη δείξω στον Χάρη τα βυζιά μου;". Με κοίταξε λίγο όπως κοιτάω εγώ κάτι πελάτισσες που μου πουλάνε μυαλό ενώ δεν τους φτάνει ούτε για ζήτω. Σοβαρά πάντως, τη συμβουλή της δεν την κράτησα, δεν την τίμησα: δυο φορές χωρισμένη η γιαγιά. Σιγά. Που θα δώσει και συμβουλές. Αλλά είμαι σίγουρη ότι και ο Ραινιέ ελάχιστα γνώριζε την Γκρέις Κέλλυ.
Από την άλλη, είπαμε, αυτές δεν είναι πραγματικές σχέσεις. Πραγματικές σχέσεις είναι ο Χάρης που έβγαζε λιγότερα από την γυναίκα του την Τάνια τη νυχού, που βαρέθηκε, που την άφησε μετά από δέκα χρόνια γάμου με ένα τετράχρονο. Που ήμασταν μέσα σε ένα σπίτι παλεύοντας με τους εαυτούς μας και ο ένας με τον άλλο και μαζί εναντίον της ειλικρίνειας και της αμεσότητας και του να τα λέμε όλα. Που δεν μας φτάνουνε για πολύ πολύ αλκοόλ ή χάπια και καθόλου για καμμιά κόκα. Κι αυτές τις ιστορίες κανείς δεν τις γράφει. Ούτε εγώ μπορώ γιατί, όπως έλεγε και ο καθηγητής Λυκείου, είμαι λειτουργικά αναλφάβητη. Το πολύ πολύ να βγει κανα τραγούδι για τη Μαίρη Παναγιωταρά ή για το σίδερο με ατμό, τέτοια.
πολύ ωραίο άρθρο. πόσοι γράφετε σε αυτό το ιστολόγιο?
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπάμπης
Ευχαριστώ. Ένας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑντίστιξη στη δερματοστιξία
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο πετσί
θα χτυπήσει tattoo
Μα το θέμα του είναι αλλού
Και καθόλου δεν έμεινε φλου
Στο πετσί
θε να μπει μιας νυχού (ς)
Καταθλιψάρα αλλά άξιζε. Γράφεις πάντα υπέροχα.
ΑπάντησηΔιαγραφή