Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008
Το κενό κι ο φράχτης
Όταν ήμουν μικρός χάζευα τους σχολικούς χάρτες. Οι γεωφυσικοί με μπερδεύανε γιατί δεν μπορούσα να διακρίνω τα σύνορα. Σα γνήσιο ελληνόπουλο ήθελα να έχω μια ξεκάθαρη εικόνα για το πού τελειώνει η πατρίδα μου. Οι πολιτικοί όμως χάρτες με παραμύθιαζαν: τοπωνύμια αλλόκοτα (τότε δεν ήξερα ότι τα περισσότερα ήταν πρόσφατα επινοημένα από εντεταλμένες επιτροπές), τα περίεργα σχήματα των νομών και τα χρώματά τους, η Κύπρος ένθετη κάτω δεξιά με τις πέντε επαρχίες της. Πιο πολύ από όλα με εντυπωσίαζε το μπεζ κενό που περιέβαλλε την Ελλάδα. Η θάλασσα ήτανε γαλάζια κι ομοιόμορφη, αυτό το καταλάβαινα, κι εμένα έτσι μού φαινόταν άλλωστε (ποτέ δεν την αγάπησα). Οι άλλες χώρες όμως γύρω από την Ελλάδα ήταν όλες μπεζ και απελπιστικά άδειες, με μια χούφτα πόλεις και κάποια ποτάμια (όπως ο Εργίνης στην 'Ευρωπαϊκή Τουρκία'). Μια έρημος.
Θα μπορούσε αυτή η εικόνα των σχολικών χαρτών να είναι μια μεταφορά για την αίσθηση του να είσαι Έλληνας, τουλάχιστον της γενιάς μου: εγκάτοικος μιας όασης πολυχρωμίας, ζωής, σημασίας, χαρακτηριστικών και χαρακτήρων μεταξύ της στείρας (κατά τον Όμηρο) θάλασσας και του πιο στείρου 'εξωτερικού'.
Το 'εξωτερικό'. Όταν ήμουν πιτσιρικάς δεν ταξίδευε πολύς κόσμος. Ήμουνα περίεργος πώς να είναι το αχανές εξωτερικό, η μπεζ έρημος των χαρτών. Όλες οι ιστορίες όσων έρχονταν από το εξωτερικό (ο γκασταρμπάιτερ, ο παππούς μετά τη Βουλγαρία και την Πόλη, ο πολιτικός πρόσφυγας από την Τασκένδη με το φθαρμένο γκρι κουστούμι, η Σκωτσέζα δασκάλα αγγλικών, η ξαδέρφη από τη Βοστώνη, η ιρλανδή σύζυγος του κυρίου Μπάμπη) σκιαγραφούσαν ή υπαινισσόντουσαν έναν τόπο κρύο, άνοστο, αφιλόξενο, στενόχωρο, βίαιο, χαοτικό και -- σίγουρα -- άσχημο: την μπεζ ομοιομορφία. Την ξενιτειά, με άλλα λόγια. Μια φορά, από το τρένο, είδα ένα τοπίο αλλόκοτο, βιομηχανικό. Ρώτησα ερεθισμένος τη μάνα μου αν αυτό που βλέπω εκεί μακριά είναι το εξωτερικό. "Όχι, μόλις περάσαμε τη Μαλακάσα." Κάποια χρόνια μετά, ήμουνα δέκα, πήγαμε στη Σάμο. Από το Ποσειδώνιο (Μουλλά-Μπραήμ) βλέπαμε την Τουρκία απέναντι. Μου έκανε εντύπωση: ήταν ακριβώς σαν τη Σάμο. Αλλά, βεβαίως, αυτά ήταν κάποτε δικά μας: του σογιού της μάνας μου, πιο συγκεκριμένα...
Η αίσθηση αυτή του να είσαι Έλληνας συντροφεύει ακόμα πολλούς. Είμαστε μια εύκρατη όαση στην άκρη της βαλκανικής των βαρβάρων και του κομμουνισμού (τότε). Ξέρουμε να ζούμε, ενώ στη Δύση πίνουν, αυτοκτονούν και πηδιούνται αδιακρίτως όλοι με όλες και όλους, για πλάκα, σαν τα ζώα. Και τα λοιπά, και τα λοιπά. Γι' αυτό και ο φράχτης που μάς περιβάλλει, τα σύνορα της χώρας, ήταν πάντα μια παχειά γραμμή στους χάρτες, ακόμα και στους γεωφυσικούς. Και στο μυαλό μας.
Τι εννοώ: ένας Αλβανός του νότου, γνωστός, μού έλεγε ότι επί Χότζα τούς έδειχναν τα δασωμένα βουνά πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας και τους έλεγαν για τους καημένους τους Έλληνες που πεινάνε, αφού τόση πολύτιμη γη την αφήνουνε χέρσα κι ακαλλιέργητη οι μοναρχοφασίστες που τους τυραννούν.
Έτσι είμαστε κι εμείς: ψυχολογικά μαντρωμένοι μέσα στην φράχτη, βλέπουμε μόνο το κομμάτι του έξω κόσμου που μπορούμε. Αλλά κι εκείνο το κομμάτι που βλέπουμε το παρερμηνεύουμε. Επιπλέον, ακόμα κι όταν ξεμυτάμε πέρα από τον φράχτη (ταξιδεύουμε πολύ περισσότερο πια), βλέπουμε το κενό, τη βρώμα, το έγκλημα, τον παλιόκαιρο...
Αυτά τα σκεφτόμουνα με αφορμή τις ειδήσεις από την Ελλάδα (της αξενίας, της διαφθοράς, της σκληρότητας, της φτώχειας, του στόμφου -- κουτουλού, κουτουλού, κουτουλού), που παρακολουθώ εδώ και τρία χρόνια.
Η τρίτη πρόταση της τέταρτης παραγράφου σου αποτελεί και την αιτία της κατάστασης που γράφεις στην παρένθεση της έβδομης παραγράφου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά αυτό είναι μάλλον ένα άλλο κεφάλαιο...
applause again, σε σημείο που να φαίνεται σικέ ε...
ΑπάντησηΔιαγραφήalso remember Lamerica...:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΧωρίς να έχω κάνει τις ίδιες σκέψεις, όλα αυτά έχουν μια συγκεκριμένη γνώριμη γεύση. Ξυπνάνε αισθήσεις ξεχασμένες από χρόνια και καταλαβαίνεις πως δεν κοιμήθηκαν ποτέ, ήταν πάντα στο φόντο της ζωής (σαν τον χαμηλό βόμβο που το αυτί συνηθίζει και νομίζεις πως δεν τον ακούς πια). Είναι η γεύση του να είσαι Έλληνας της γενιάς μας, μάλλον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚχμ,κχμ (η Κύπρος έσιει 6 επαρχίες)..
ΑπάντησηΔιαγραφή:-)
ariana
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν δεν προλαβες ανωνυμε απο υπερβολικο ζηλο να διαβασεις και την εκτη παραγραφο, τοτε ...δεν κατανοησες ουτε την τεταρτη δυστυχως.
Βλέπω όμως ότι η κλικαδόρικη κλίκα του Blogger καλά κρατεί!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ίδιος, δεν μπορεί να απαντήσει, ή απαξιοί;
Σράοσα, γιατί έτσι; Βαρέθηκες να απαντάς;
Για δεν μας αρέσει η αντίθετη γνώμη;
Ανώνυμε των 20:51 (για Γιούμα),
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ διάλογος έχει κάποιες απλές προϋποθέσεις. Ας δούμε δύο από αυτές:
Φανταστείτε ότι σταματάω κάποιον στη λαϊκή και τον ρωτάω "Κροπότκιν ή Μπακούνιν, ε; ε; εεε;". Ο άνθρωπος θα με κοιτάξει, θα κουνήσει το κεφάλι και θα συνεχίσει να ψωνίζει σέσκουλα, σπανάκι, άνιθο και κρεμμυδάκια. Άρα, πρώτη προϋπόθεση: να έχει κάτι να πει επί του θέματος αυτός που (θέλουμε να) συμμετέχει στον διάλογο. Πάρα πολλές φορές δεν απαντάω σε σχόλια γιατί απλούστατα δεν έχω τι να πω.
Δεύτερη προϋπόθεση: άμα με πάρει κάποιος τηλέφωνο και με ρωτήσει τη γνώμη μου για τον Καβάφη ή τα Κόκκινα Φανάρια, έχω γνώμη και ευχαρίστως να συζητήσω τα θέματα αυτά. Όμως, ποιος είναι αυτός που ρωτάει; Με άλλα λόγια: υποψιάζομαι ότι οι ανώνυμοι ανώνυμοι που τώρα τελευταία μου αφήνουν σχόλια είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, αλλά πώς μπορώ να ξέρω; Πώς ξέρω ότι εσείς κι ο πρώτος ανώνυμος δεν είστε διαφορετικά άτομα;
Τώρα, για το σχόλιο με τις παραπομπές: μέχρι να τις βρω, μπερδεύτηκα λίγο. Κι όταν τις βρήκα, δεν κατάλαβα τι εννοούσατε.
Για δεν μας αρέσει η αντίθετη γνώμη;
Αφού ρωτάτε σε πρώτο πληθυντικό, μάλλον πρέπει να απαντήσετε εσείς για πάρτη σας και για πάρτη όσων εκπροσωπείτε.
(Τους υπόλοιπους και τα σχόλιά σας τα κλάνω,
κλίκα μου είστε, ό,τι θέλω σας κάνω.)
Να χαρώ εγώ επίπεδο μπλογκά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρε, βρε...