Η Μεγαλόνησος (για την οποία ετοιμάζω ακόμα ένα συγκλονιστικό φωτορεπορτάζ) παρέχει χαρές και συγκινήσεις με το σταγονόμετρο. Άχαρος τόπος, στεγνός, σκονισμένος, δέσμιος γερόντων γλοιωδών ή ήδη μουμιοποιημένων.
Έχει όμως να προσφέρει κάτι απρόσμενα πλούσιο: θέατρο. Στο νησί ανεβαίνουν πολλά θεατρικά έργα κάθε σαιζόν, ντόπιες παραγωγές επί το πλείστον. Μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις της ζωής μου τις έχω δει από τις τρεις σκηνές του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου: Μήδεια της Κρίστα Βολφ, Επιτρέποντες του Μενάνδρου, Ορλάντο της Γουλφ (πειραγμένο από τη Λέα Μαλένη), Σχοινοβάτη του Ζενέ, On/Off των Μαλένη-Ροδοσθένους. Επίσης, το θέατρο Ένα (ιδιωτικό, επιδοτούμενο) ανέβασε πρόσφατα ένα πολύ δυνατό Equus και -- φέτος -- το Καμπαρέ με έναν θεαματικό Διομήδη Κουφτερό ως τον MC. Παράλληλα, αναδύονται νέα ταλέντα, όπως διαπιστώσαμε από τα δύο πειραματικά δραματικά χάπενινγκ της Κατερίνας Λούρα. Τέλος, έρχονται κατά καιρούς πολλές 'μικρές' παραστάσεις από την Ελλάδα. Από θέατρο πάμε καλά.
Φυσικά, μέσα σε μια σαιζόν μπορεί κάθε θίασος (κι είναι πολλοί) να ανεβάσει τρία με τέσσερα έργα: το κοινό είναι πεπερασμένο σε ένα υπόλειμμα κράτους με πληθυσμό 700.000. Ωστόσο τα θέατρα είναι πάντα γεμάτα, ανεξαρτήτως αν το έργο είναι 'εύκολο' ή 'δύσκολο'. Π.χ. στάθηκε αδύνατο να βρω εισιτήρια για τους Έρωτες της κυρίας Μαγκουάιαρ...
Κατά καιρούς ο ΘΟΚ καλεί σκηνοθέτες από την Ελλάδα για να ανεβάσουν παραστάσεις. Μερικές φορές, το αποτέλεσμα είναι παραστάσεις χωρίς ισορροπία, ενότητα ή και ειρμό. Αυτό μπορεί εν μέρει να οφείλεται στον (αποικιοκρατικά) φετιχιστικό-μουσειακό ιδεασμό του μέσου Έλληνα διανοούμενου απέναντι στην Κύπρο.
Ωστόσο, αυτές τις μέρες παίζεται ο Καυτός Πάγος (Frozen) της Bryony Lavery στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ. Σκηνοθέτης, ακόμα ένας φιλοξενούμενος από την Ελλάδα, ο Τάκης Τζαμαργιάς. Το έργο παρακολουθεί τις ζωές ενός παιδεραστή φονιά, της μάνας ενός θύματός του και μιας ψυχιάτρου-νευρολόγου που μελετάει την περίπτωση του ψυχοπαθούς φονιά. Το κείμενο δραματικά δεν είναι κανένα αριστούργημα, ούτε ιδιαίτερα ζυγισμένο. Ευτυχώς, παρότι εντάσσεται στην παράδοση Sarah Kane και Caryl Churchill, δε διαθέτει επί σκηνής φρου-φρού που ταράζουν και χαράζονται στη μνήμη ακριβώς επειδή, λ.χ., δεν έχεις ξαναδεί βιασμό εφήβου επί σκηνής. Αντίθετα, η βία του έργου είναι υπόκωφη, ύπουλη, καθημερινή αλλά και εύκολη. Οι χαρακτήρες τρίβονται πάνω στο πέρασμα του χρόνου όπως τα παιδικά γόνατα πάνω στο χαλίκι. Ο τρόμος και το σοκ δε βρίσκονται ούτε σε αναπαραστάσεις ούτε σε περιγραφές βίας, παρά σε άλλα: στην όλο στοργή φωνή του παιδεραστή δολοφόνου που επιθεωρεί τη συλλογή του με παιδοφιλικές πορνοταινίες ή στην κατάψυχρη επαγγελματική επιμονή του όταν πιάνει την κουβέντα στο κορίτσι της μάνας (και θύμα του).
Ο πρώτος άθλος του Τζαμαργιά βρίσκεται στην καθοδήγηση των ηθοποιών: ο Τσουρής (δολοφόνος) και η Καμμένου-Σιαφκάλλη (μάνα) με ρούφηξαν μέσα στον ψυχισμό των αντίστοιχων χαρακτήρων, όπως περίπου στο Being John Malkovich μπαίνουμε στο καύκαλο του φαλακρού ηθοποιού, αλλά πιο αβυσσαλέα και τρομακτικά. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.
Ο δεύτερος άθλος: το χτίσιμο ενός βασανιστικού αλλά όχι καταιγιστικού ρυθμού (όπως ο ρυθμός της ίδιας της ζωής, δηλαδή), ενός ρυθμού που αναδεικνύει χαρακτήρες και ψυχισμούς και τρόμους αρχέγονους οι οποίοι αποζητούν να καθαρθούν και όχι τα ίδια συμβάντα -- συμβάντα κάποτε μπανάλ ή σπαρακτικά και επιδεκτικά μελό αποδόσεων. Η τρυφερότητα αναβρύζει σε ελάχιστα σημεία στην περάσταση, αλλά σαν παρήγορη πηγούλα κι όχι σαν γλυκερή μαυροδάφνη που ζαλίζει.
Ο τρίτος άθλος του σκηνοθέτη βρίσκεται στο ότι εξισορροπεί ένα κείμενο που ακροβατεί μεταξύ δύο στόχων: από τη μια της δοκιμιακής πραγμάτευσης της ψυχοπάθειας (μέσα από μια επιστημονική ανακοίνωση της ψυχιάτρου-νευρολόγου) με τρόπο που θυμίζει λίγο το Copenhagen του Frayn, και από την άλλη της δραματικής διαπραγμάτευσης με τον πόνο, τη φρίκη και την απώλεια. Με τη σκηνοθεσία του ο Τζαμαργιάς καλύπτει τα στριφώματα που συνέχουν το μπρεχτικό-δοκιμιακό και το αριστοτελικό-καθαρτικό κομμάτι του έργου, δίνοντας στο κοινό την αίσθηση ότι μπροστά στο μάτια του ρέει ένα συνεχές δράμα, χαμένα χρόνια βίων παράλληλων, με τη συγχώρεση (αλλά και τη λύση του Ισκαριώτη) να υπερνικούν την "αντικειμενική" ματιά του επιστήμονα για να παράσχουν στο τέλος αυτό που οι αμερικάνοι αρέσκονται να αποκαλούν 'closure'.
Εφήμερη τέχνη το θέατρο, άμα βρεθείτε ή βρίσκεστε στην Κύπρο, μη χάσετε αυτόν τον θρίαμβο του θεάτρου επί του γραπτού κειμένου που υπογράφει ο Τζαμαργιάς.
χμμ Sarah Kane, δεν θα έλεγα καθόλου. βλέπεις ομοιότητες που; πως;
ΑπάντησηΔιαγραφήπαίζεται δεύτερη χρονιά στο θέατρο εξαρχείων, σε μία καταπληκτικά λιτή και εύστοχη σκηνοθεσία και με δύο υποδειγματικά ακριβείς συναισθηματικά ερμηνείες από τη Δεκαβάλλα και τον Βουτέρη. συγκινητικό!
έχω δει τη παράσταση στο Θέατρο Εξαρχείων και μπορώ να πω ότι ήταν ένα πραγματικά συναισθηματικό roller coaster...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑμ εγώ που έχω δουλέψει με τον Τζαμαργιά, τι να πω; [Καλά, μια βδομάδα ήταν όλο κι όλο... :-)]
ΑπάντησηΔιαγραφή@gasireu: οι ομοιότητες με τη Sarah Kane ενδεχομένως περιορίζονται στον εξπρεσιονισμό-νατουραλισμό της θεματολογίας και στην ανάπτυξη των θεμάτων της αποξένωσης και της τρέλας.
ΑπάντησηΔιαγραφή@insidetheroom: εμένα πάλι μου άρεσε στην παράσταση του Τζαμαργιά ότι δεν έχεις συναισθηματικά ανεβοκατεβάσματα και σκωτσέζικα ντους: επιβάλλεται η διάρκεια του 'μνησιπήμονος' πόνου και ένα κλίμα (βουβό) που βγάζει κάτι από τη 'Συγχώρεση' της Τριανταφύλλου (το βιβλίο -- την παράσταση δεν την είδα).
thas, μεγάλε θεατράνθρωπε, άβε.
έτσι ναι, συμφωνώ απόλυτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήνα πω ότι και μένα η γνώμη μου είναι ότι το έργο, σαν κείμενο κατ΄αρχήν, ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη!