Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Καθώς διαβρώνεται η ψευδωνυμία

και η σχεδόν δημόσια δοκιμή και πλάνη

Η ψευδωνυμία στα σοσιαλμήντια, όπως λέει εδώ, "παρέχει μια ελευθερία έκφρασης πέρα από ταμπού, καθωσπρεπισμούς και στρογγυλεμένες πολιτικές θέσεις. Συγχρόνως όμως, ως ιστογράφος, είσαι έκθετος και η ψευδωνυμία είναι το παλτό σου. Δεν είσαι συγγραφέας να σε προστατεύει η αίγλη ενός αντίτυπου με αντίτιμο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Δεν είσαι φτασμένος διανοούμενος ή καλλιτέχνης να σε προστατεύει η ισχύς της δημόσιας περσόνας σου. Δεν είσαι αρθρογράφος να θεωρείται καθήκον σου η κριτική στα κακώς κείμενα. Είσαι ένας ερασιτέχνης της γραφής, ένας ανώνυμος πολίτης".

Η ψευδωνυμία όμως διαβρώνεται σταδιακά, ιδίως όσο αυξάνεται η έκθεση του ψευδώνυμου γραφιά. Όσο περισσότερο γράφει κανείς, τόσο πιο πολυ διαβρώνεται η ψευδωνυμία του, τόσο πιο εκτενώς γνωστή γίνεται η κατά κόσμον ταυτότητά του. Κάτι η εντροπία, κάτι οι δυναμικές των κοινωνικών δικτύων -- αναμενόμενο είναι. Το παλτό που λέγαμε τρίβεται και λιώνει και σε κάποια σημεία φεγγίζει. Από μια στιγμή και ύστερα, η ψευδωνυμία σε προστατεύει μόνον από τον περιστασιακό αναγνώστη που δε θα μπει στον κόπο να γκουγκλάρει ή να ψάξει αλλιώς το πραγματικό όνομα του Σραόσα, λόγου χάρη.

Αυτή η σταδιακή διάβρωση έχει οδηγήσει πολλούς να εγκαταλείψουν τη γραφή, αφού πλέον τους διαβάζουνε σύζυγοι, γονείς, παιδιά, ξαδέρφια, φίλοι, συνάδερφοι κτλ. και δεν μπορούνε να μιλήσουνε για όσα πραγματικά θέλουν. Άλλους τους οδηγεί στην αυτολογοκρισία και στο να γίνουνε γριφώδεις μέχρι πλήξης. Για κάποιους άλλους η διάβρωση της ψευδωνυμίας αποτελεί ένα καλό πρόσχημα για να εγκαταλείψουν το κοπιώδες και απαιτητικό άθλημα της κατ' επανάληψη έκθεσης σε, ενίοτε κακοπροαίρετους, άγνωστους αναγνώστες.

Ωστόσο η ψευδωνυμία δεν είναι μόνο παλτό, δεν είναι μόνον η στολή του Μπάτμαν που προστατεύει τους αθώους από γνώση που δε χρειάζονται (...) και η μάσκα του που προφυλάσσει τον ίδιο και την όποια προσωπική ζωή του. Είναι και μία περσόνα: κάθε περσόνα μιλάει για διαφορετικά θέματα. Πολύ πριν να ασχοληθώ με τις διαδικτυακές κουβέντες είχα διαβάσει για τον Iain Banks, ο οποίος με αυτό το όνομα υπογράφει τα 'κανονικά' μυθιστορήματά του, ενώ με το Iain M. Banks υπογράφει τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας που γράφει. Η ταύτιση προφανής και αυτόματη, οι περσόνες όμως διακριτές.

Προσωπικά, με το πραγματικό μου όνομα υπογράφω μόνον ό,τι έχει να κάνει με τη δουλειά μου, προς το παρόν. Πάντως έχω αρνηθεί να υπογράψω επωνύμως πολιτικό σχόλιο, ως μάλλον αναρμόδιος ή -- καλύτερα -- ως κάποιος που δε δικαιούταν να χρησιμοποιήσει όνομα κι επάγγελμα για να προσδώσει στο σχόλιό του (επίπλαστη ή, έστω, απλώς ονομαστική) βαρύτητα: στο κάτω κάτω, αν το σχόλιο είναι ουσίας, θα παραμείνει ουσίας ακόμα και αν το υπογράφει ο, ξέρω γω, menoussis_92.

Ως Sraosha όμως, υπογράφω όλα όσα γράφω εδώ, και ενίοτε κι αλλού, με θεματολογία που εκτείνεται επί παντός του επιστητού (όπως μάλλον ανακριβώς με έψεξε Φίλος πρόσφατα), αφοριστικά, με πολυπραγμοσύνη και κομπορρημοσύνη (που εγώ θα έλεγα élan). Γιατί και γι' αυτό τα έχουμε τα ψευδώνυμα, και για να λέμε στον αναγνώστη "κοίτα: μπορεί αυτό που θα διαβάσεις να είναι πολύ προσωπικό, πολύ σπουδαίο, μια σάχλα της στιγμής, ημιτελές, ευτελές ή και άστοχο -- πάντως είναι κάτι που με απασχολεί αρκετά ώστε να καθήσω να γράψω γι' αυτό". Για επαναλαμβανόμενες ασκήσεις δοκιμής και πλάνης πρόκειται, σχεδόν δημοσία και απέναντι σε ένα κοινό που ολοένα συρρικνώνεται (γιατί φούσκα υπήρξαν τα μπλογκ: τα διάβαζαν και αναγνώστες που τελικά ήθελαν να διαβάζουνε τουί, φωτό, o altra cosa).

Από την άλλη, όσο περισσότερο διαβρώνεται η ψευδωνυμία μου, τόσο περισσότερο πεισμώνω και πείθω τον εαυτό μου να γράψει ελεύθερα, πιο ελεύθερα, με πιο ρωμαλέα παρρησία. Από πείσμα. Όμως πάντα, μα πάντα, θυμάμαι πρώτον ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τον εαυτό μας πολύ στα σοβαρά, πολλώ δε μάλλον την περσόνα, και δεύτερον αυτό που κάποτε μου είπε ο Rakasha: "να καταλάβει ο κόσμος ότι γράφουμε ποστ, όχι ποστ ντοκ".

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Στον Παρθενώνα

Πήγα στην παράσταση 'Παρθενώνας' χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα για το τι θα δω. Τελευταία προτιμώ να μην ξέρω τίποτα εκ των προτέρων, να μου έρχονται όλα καινούργια και, εάν γίνεται, σαν έκπληξη.

Το θέαμα ήτανε μια εμπειρία πυκνής ομορφιάς -- και πολύ πικρής ομορφιάς σε κάποια σημεία. Ο Παρθενώνας ως θέαμα και ακρόαμα βρίσκεται σε διαρκή ασταθή ισορροπία, πότε ταλαντώνεται, στιγμιαία ηρεμεί, ξανά φεύγει προς τα εδώ ή προς τα εκεί, προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Έχει πάντα ένα 'παίζω', όπως λέμε για το ούπα που παραμένει λάσκα.

Ναι, αλλά τι είναι; Δεν είναι θεατρικό αναλόγιο αλλά δεν περαίνει ό,τι βραδυφλεγές κι απροσδιόριστο δρώντων. Δεν είναι χορόδραμα αν και ενίοτε μοιάζει με σκοτεινό κι υπόκωφο μιούζικαλ. Δεν είναι χάπενινγκ αλλά θα χρειαστεί μερικές στιγμές να μαζέψεις τα πόδια αν κάθεσαι στην πρώτη σειρά.

Βγαίνοντας στην επιφάνεια της Κυψέλης, ρώτησα ποιος έγραψε το συγκλονιστικό κείμενο της παράστασης: ήλπιζα να το βρω και να το ξαναδιαβάσω. Έμαθα ότι ήταν συρραφή κειμένων. Γι' αυτό και μόνο θα άξιζε να πάει κανείς.

Και, βεβαίως, ο Παρθενώνας είναι μόνο η αφορμή.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Καλικαντζαριώτικα

*
Προσωπικότητες που δεσπόζουνε την ημέρα των Χριστουγέννων: ο πάπας, ο πατριάρχης, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι· βασιλείς· πρόεδροι και πρωθυπουργοί σε ρόλο ευχετών. Τα Χριστούγεννα είναι η μέρα των αυθεντιών και της κάθε λογής εξουσίας: και της οικογένειας, βεβαίως, ως εξουσίας. Γκροτέσκας πολλές φορές και ασυνάρτητης, αλλά εξουσίας.

*
Διάβαζα ένα κείμενο κριτικής κατά της χριστουγεννιάτικης φιλανθρωπίας. Για την άθλια υποκρισία όσων ταΐζουν και ανακουφίζουν εκείνους που έσπρωξαν στη φτώχεια με έργα, με λόγια, με απραξία, με στρατηγική σιωπή.

*
Ποτέ δεν κατάλαβα τα χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν. Ίσως φταίει ότι έχω πάει σε μόλις δύο. Την Πρωτοχρονιά το ρεβεγιόν έχει νόημα: περνάς το συμβολικό σύνορο του ημερολογιακού έτους, με το σκοτάδι και τους ασπασμούς και την Καΐρ των παιδικών μας χρόνων να σκάει μέσα στα πρώτα λεπτά του νέου (χα!) χρόνου. Ακόμα και το Πάσχα υπάρχει μια αφήγηση και η ανακοίνωση της Ανάστασης. Αλλά τα Χριστούγεννα; Τι; Περιμένεις να πάει μεσάνυχτα και ένα της 25ης για να γιορτάσεις τι; Κάποιον μεσονυκτικό τοκετό; Την υποστατική ένωση της Θεότητας με έναν άνθρωπο; Αν είσαι πια τόσο πιστός, από λάθος τραπέζι τρως. Αν δεν είσαι, ποια είναι τέλος πάντων η ακμή, η κόψη, το ορόσημο του χριστουγεννιάτικου ρεβεγιόν, και μάλιστα σε έναν κόσμο μέχρι πρόσφατα ονομαστικά χορτάτο; Η άφιξη στο τραπέζι του μεταμεσονύκτιου χοιρινού ή γαλόπουλου; Να βγαίνει επιτέλους ο δημοφιλής αοιδός με την τελευταία επιτυχία του μετά από 3-4 ουίσκια και 2-3 τσικό τραγουδιάρικα;

*
Στο πρώτο επεισόδιο του Σάουθ Παρκ όπου εμφανίζεται ο Τίμμυ, ο παραπληγικός χαρακτήρας γίνεται τραγουδιστής σε γκρουπ θρας μέταλ (η γενιά μου δε λέει 'μπάντα': 'μπάντα' είναι κάτι που παίζει σε λιτανείες και εθνικές εορτές, όχι οι Accept, οι Saxon, οι Metallica και οι Motorhead). Το γκρουπ λέγεται 'Timmy and the Lords of the Underworld'. Στο ομώνυμο χιτ, ο Τίμμυ τραγουδάει "Timmy... Living a lie". Δε θυμάμαι αν πρόκειται για το ίδιο επεισόδιο με την ανάπηρη γαλοπούλα, κατοικίδιο του Τίμμυ, που γλυτώνει τη χριστουγεννιάτικη σφαγή: τον θυμήθηκα τον Τίμμυ και το 'Living a lie' γιατί μόλις πέρυσι έμαθα ότι τα κόκκινα-άσπρα του Άη Βασίλη τα χρωστάμε στην κόκα κόλα, ενώ παλιότερα ο Άη Βασίλης φόραγε άλλα, πιο αγιωτικά και γήινα χρώματα.

*
Ένα σήριαλ που μου άρεσε πολύ όταν ήμουν στο σχολείο ήταν το Υποβρύχιο (Das Boot). Το Υποβρύχιο μού έμαθε ότι ο πόλεμος και το να βυθίζεις πλοία με μη μάχιμους είναι δουλειά, όπως είναι δουλειά να είσαι ξυλοκόπος, νοσηλεύτρια, αργυραμοιβός, μοδίστρα, παθολόγος κ.ο.κ. Επίσης για μένα λειτουργούσε όπως οι ταινίες τρόμου και φρίκης για πολλούς: η σκέψη να είσαι κλεισμένος σε ένα μικροσκοπικό κονσερβοκούτι (όλοι περπάταγαν σκυφτοί), ένα κονσερβοκούτι που μπάζει και το σείουν βόμβες βυθού, 100 μέτρα κάτω από την επιφάνεια με μαντράχαλους που ζέχνουν... Στο χριστουγεννιάτικο επεισόδιο, ο πλοίαρχος του Boot αράζει να καπνίσει και μονολογεί "Α! Χριστούγεννα! Το πανηγύρι του έρωτα!". Στην αρχή νόμισα ότι ήτανε λάθος του υποτιτλιστή, ότι μετέφρασε 'έρωτα' αντί για 'αγάπης' -- τέτοιο χαϊβανάκι ήμουν κι εγώ, μεγαλωμένο με ρητορικές χριστουγεννιάτικης αγάπης, με εικόνες νοσηλευομένων που θα τη σκαπουλάρουν και γι' αυτό τους επισκέπτονται της γης οι φιλάνθρωποι. Συνεχίζει όμως ο πλοίαρχος: "δεν ξέρεις τι ωραία είναι να κάνεις έρωτα το απόγευμα των Χριστουγέννων". Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι τα Χριστούγεννα θα μπορούσαν να είναι γιορτή τρυφής κάτω από τα σκεπάσματα σε ένα μάλλον κρύο δωμάτιο έξω στο οποίο δε θες να βγεις.

*
Και η σημερινή περικοπή από τον Γιώργο Γιαννόπουλο:
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η υστερόβουλη, υπολογιστική και εργαστηριακά κατασκευασμένη -- προς εκμετάλλευση του zeitgeist -- συνιστώσα του αντιδιαφωτισμού, ο οποίος διαπέρασε μεταπολεμικά πολλά συστήματα σκέψης εν όψει της φρίκης του πολέμου, αλλά και της συνειδητοποίησης της ανεπάρκειας του θετικισμού ακόμα και στα πιο "σκληρά" επιστημονικά πεδία. Απ' όλη την κληρονομιά του διαφωτισμού έχει στόχο την δημοκρατία και σκοπό την παλινορθωση της ετερόνομης-θεοκρατικής αντίληψης για το νόμο, την εξουσία και την τάξη των πραγμάτων.
*
Και τι σημαίνουν όλα αυτά. Ότι θα κάνουμε σθεναρή αντίσταση στα Χριστούγεννα όπως οι άθεοι στο τουίτερ; Δε χρειάζεται. Η κουλτούρα είναι αυτή που είναι και είναι προϊόν της ιστορίας, όπως κι όλοι μας εν μέρει. Οι τραγικοί των οποίων το έργο επέζησε είναι αυτοί που πήρανε τους παλιούς μύθους, που λίγοι σώφρονες Αθηναίοι έπαιρναν τοις μετρητοίς, και τους άλλαξαν τον αδόξαστο, μετατρέποντάς τους σε πανανθρώπινα αφηγήματα, σε σημεία στήριξης, έλκυσης κι αναφοράς. Ο Τιμόθεος (που μέχρι κι ο Σωκράτης κορόιδευε), που είχε βαλθεί να πείσει τους πάντες ότι οι μύθοι είναι παπαριές και ψέματα κι ότι οι συμπολίτες του είναι κάργα μέσα στο 'living a lie'... τι εννοείτε ότι δεν ξέρετε τον ποιητή Τιμόθεο; Και μη μου πείτε ότι τον χαντάκωσε το ιερατείο, εδώ δεν χαντάκωσε τον Δημόκριτο και τους φυσιοκράτες (εντελώς). Γυρνάω στο Das Boot και στην ήσυχη ανατροπή των γερμανικών Χριστουγέννων των αγορών, των χορωδιών, των ελάτων, των καλάντων, του Glühwein και της χιτλερικής καθαριότητος κι ευταξίας για να υπενθυμίσω το Kippur του Άμος Γκιτάι. Την Ημέρα του Ιλασμού, Yom Kippur, την ιερότερη και σεμνότερη μέρα πένθους του ιουδαϊκού ημερολογίου για τις αμαρτίες του περιούσιου λαού, ο ήρωας της ταινίας λαγνουργεί με μια κοπέλα με πόρτες, πατζούρια, παράθυρα κλειστά, καθώς κυλιούνται μέσα σε χρώματα, σύνεργα το δίχως άλλο με τα οποία ο ήρωας παραβιάζει την τέταρτη εντολή.

*
Χτες πρόλαβα στην ΕΤ1 τα τελευταία 20 λεπτά μιας αγαπημένης ταινίας, των 'Γεφυρών πάνω από τον Βόσπορο' του Φατίχ Ακίν. Τι έπαιζαν άλλα κανάλια εκείνη την ώρα, δεν ξέρω, αλλά μετά τις 7, που έπαιζε μόνη της μια τηλεόραση αναμμένη, μέχρι τις 9 παρά (οπότε φρόντισα να σβήσει), είχανε βαλθεί να βυθίσουν τους τηλεθεατές σε κατάθλιψη και άπρακτο ανία βαθύτερες απ' ό,τι συνήθως, μελαγχολικά όργανα της πιο απάνθρωπης προπαγάνδας, που πασχίζει να γδάρει και να ξεφλουδίσει στιγμές που σου επιβάλλουν να είναι ξεχωριστές όχι μέσω της κριτικής και της απορίας, παρά δια του μπουχτίσματος και επιτείνοντας αυτό που η εξουσία έχει ανάγκη: την αίσθηση ανημπόριας όλων μας.

*
Κι αν είναι τα Χριστούγεννα κάποια αφορμή για ευχές και για να βγούμε λίγο από τον εαυτό μας, ευλογημένα να είναι. Και αν τις ευχές δε θα τις εκπληρώσει κανένας αηβασίλης, δεν παύουν να είναι επιθυμίες για λογαριασμό των άλλων, για τη χαρά των άλλων. Από αυτή την άποψη οι ευχές είναι ανθρώπινες και μας κάνουν και λίγο περισσότερο ανθρώπους. Ευχές, λοιπόν.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Ο Γωγ, ο Μαγώγ. Η Κατερίνα Γώγου.

για τον radio_sociale

Τρείς ενότητες για τη συντέλεια:

1. Αρχικά απορούσα κι ενοχλούμουν.
[Α]νοίγεις το Discovery Channel και το Science Channel και βλέπεις αποκλειστικά ταινίες καταστροφής (μασκαρεμένες σε ντοκυμαντέρια). Και να σκεφτείς ότι γελούσαμε που στα τέλη της δεκαετίας του '90 το BBC (ή το ITV; δε θυμάμαι) είχε δείξει κάτι αντίστοιχα στο Horizon και λέγαμε "κοίτα τους μαλάκες τους χιλιαστές, περιμένουν το τέλος του κόσμου".

[...] [Τ]ο να δείχνεις το Ντητρόιτ και να λες "Να, να, να: έτσι θα σας κάνει τις πόλεις ο καπιταλισμός! Σκατάααα!" είναι σαν κάτι ταινιούλες εκπαιδευτικές της δεκαετίας του '50 που σου έδειχναν συφιλιδικά έλκη, φλύκταινες, ουλές, τρελοκομεία και παρκινσονιανούς τρόμους και σου έλεγαν "Να, να, να: έτσι θα σας κάνει το σεξ!".

Όσο για το τέλος του κόσμου, όλοι προσπαθούνε να μας πείσουν ότι έρχεται μεθαύριο και βίαια, cito et velociter: έτσι διευκολύνονται όλοι όσοι θέλουν να μας σωφρονίσουν. Είμαστε τόσο περιχαρακωμένοι μέσα στην απάθεια που μόνον αν μας απειλήσει με χρεωκοπία, πείνα, κατάρρευση, μαζική μετανάστευση, ασφυξία, πλημμύρες, σεισμούς, λιμούς, λοιμούς και καταποντισμούς μπορεί να ελπίζει κανείς ότι θα ξεκουνηθούμε. Πιο ξεκάθαρα: το τέλος του κόσμου το επικαλούνται οι εξουσίες για να μας σωφρονίσουν και οι ακτιβιστές για να μας αφυπνίσουν. Μόνο βόμβες θα μας βγάλουν από τα μωλ· σαν να λέμε: μόνον άμα σκάσει η μπουκάλα του γκαζιού ξυπνάω το πρωί.
2. Ωστόσο, είχε προηγηθεί μια απόπειρα να καταλάβω:
Κοιτούσα τις αφίσες για το 2012. Έχω δει δύο μίνι τρέιλερ. Ανεξάρτητα από την αντιπάθειά μου για τις ταινίες μαζικής καταστροφής και τη γενικότερη αναπηρία μου να τις απολαύσω, η ταινία πρέπει να είναι μαλακία, κάτι σαν ξαναμασημένο Deep Impact αλλά με μπόλικο Day after Tomorrow φαίνεται. Κοιτούσα τις αφίσες τώρα. Θυμήθηκα πως όταν ήμουνα παιδί, στον ηλεκτρικό και στα λεωφορεία και στις γιγαντοαφίσσες έβλεπες διάφορες ημίγυμνες να διαφημίζουν τζην, αρώματα, στερεοφωνικά, τσιγάρα κτλ.

Πώς φτάσαμε να μπανίζουμε δημοσία παλιρροϊκά κύματα και πλημμυρίδες μετεωρικής φωτιάς από εκεί που μπανίζαμε μπούτια και μαλλιά με μπόλικη λακ και ατημέλητα καλυμμένα στήθη; Σίγουρα φταίει η αλλαγή της χιλιετίας με τους χιλιασμούς της. Πιο πριν είχανε προετοιμάσει το έδαφος κάποιοι αμερικανοί χριστιανώμαλοι που έψαχναν το Θηρίο της Αποκάλυψης στην 'Υπερκυβέρνηση' (χάχαχαχαχααααα) της ΕΟΚ και τον Άψινθο στο Τσέρνομπιλ -- παίρνοντας γραμμή από την τριλογία του Αντιχρίστου που εγκαινίασε η ταινία 'η Προφητεία' το 1977: η δυσπιστία της αμερικανικής δεξιάς των Νότιων Βαπτιστών απέναντι στο Δημοκρατικό Κόμμα σε όλο το αποκαλυπτικό της μεγαλείο. Εδώ στην Ελλάδα μπολιάστηκαν αυτά στον κόσμο από γεροντάδες που κυκλοφορούσανε κασέτες με κηρύγματα, μετά την απογοήτευση του μέσου Έλληνα από τη δεύτερη τετραετία του Παπανδρέου του Β' του Δημαγωγού. Μετά ήρθε και το AIDS και μπήκε ο έρως στο ψυγείο κι αρχίσαμε τα περί αλληλοσεβασμού και αλληλοπεριχώρησης και μονογαμίας κτλ.

Στα 2009 οι άντρες φοβούνται τις γυναίκες, οι γυναίκες ψάχνουνε τους άντρες, οι γκέι δυσπιστούν απέναντι στο σεξ και οι λεσβίες κατηγορούν η μία την άλλη για μαγκώματα. Και πάμε στο σινεμά όχι για να δούμε το Νιώθω Μπλε / Νιώθω Κίτρινη ή τα Μυστήρια του Οργα(νι)σμού ή το Σουήτ Μούβι, αλλά τον Τιτανικό, τον Αρμαγεδδώνα, τον Πόλεμο των Κόσμων, το Happening, το 2012, κι άλλα τέτοια. Κοινώς, δώστε μας μαζική καταστροφή κι αφανισμό κι αφήστε τα γαμήσια: λερώνουν τα εσώρουχα. Ενώ η φωτιά και το νερό όλα τα εξαγνίζουν -- το είπε κι ο Δάντης.

Είναι πάντως χαρακτηριστικό το εξής: το genre 'τέλος του κόσμου' της εποχής μας ασχολείται με το γενικό και το αόριστο, όπου ανώνυμοι και πλήθη πνίγονται και αποτεφρώνονται θεαματικά μεν αλλά με τον τρόπο που πετιούνται οι συσκευασίες και τα περιτυλίγματα που ρυπαίνουν τον κόσμο μας. Αντίθετα, η σοφτ-κουλτουρέ τσόντα της δεκαετίας του '70 ασχολούνταν με το συμβάν, το καθέκαστο, το ειδικό (κι ας είναι το ίδιο το σεξ ίσως ό,τι πιο γενικό και γενικευτικό υπάρχει).

Οι ταινίες 'τέλος του κόσμου' ασχολούνται κι αυτές με το καθέκαστο και το ειδικό, αλλά μόνον όσων είναι προνοητικοί, γενναίοι ή τυχεροί να επιβιώσουν. Αυτοί μας ενδιαφέρουν: οι επιζήσαντες και (περισσότερο) οι επιβιωτές. Οι άλλοι να καούνε από τον αστεροειδή, να τους φάει ο γκοτζίλας, να τους ρουφήξει η ρουφήχτρα, να τους πνίξουν τα τσουνάμια, να τους φάνε τα χταπόδια του Άρη. Ενώ πάλι, τη δεκαετία του '70 στις κουλτουροπορνό ταινίες βλέπαμε ότι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου (καθώς και άλλες κοιλότητες κι εσοχές) κι ότι το πιο βαρετό σεξ είναι το σεξ που κάνουν άλλοι -- εκτός κι αν είναι επί της οθόνης. Αυτό το τελευταίο μου φαίνεται διαχρονικό.
3.  Σήμερα στο αμάξι σκεφτόμουν το εξής:

Η νοσηρή εμμονή μας με τη συντέλεια, με τον πόλεμο της συντέλειας, με τη Δευτέρα Παρουσία και με κάθε λογής σενάρια αφανισμού καταστροφής και εκζομπισμού συμβαδίζουνε με την αντίληψη της οικονομικής κρίσης, της παλινόρθωσης του ολοκληρωτισμού στην πολιτική αλλά και του οικολογικού ολοκαυτώματος σαν να είναι φυσικές καταστροφές. Παλιότερα, η συντέλεια ήτανε κάλεσμα να αφήσουμε το γαμήσι (στο Αμέρικα ακόμα είναι: ο τυφώνας Κατρίνα ήταν η σοδομιαία φωτιά που τιμώρησε την 'ανοχή' των αμερικανών στην ομοφυλοφιλία) και να πιάσουμε το κομποσχοίνι (η εικόνα είναι αναπόφευκτα προστυχούτσικη, αν το σκεφτεί κανείς).

Σήμερα η επίκληση του CGI εξωγήινου Γωγ και του σέπια τρομοκράτη Μαγώγ, οι θεαματικές εικονογραφήσεις ολικών καταστροφών βγαλμένων μέσα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, οι σκηνές νεοϋορκέζων να γίνονται ζόμπι, στάχτη ή να τους παίρνουνε τα κύματα, οι ντοκουμενταρίστικες εικόνες αθηναϊκών βιτρίνων να κατεβαίνουν σαν φέτες παγόβουνα ενώ φλεγόμενοι κάδοι τσουλάνε στην ξηλωμένη Πανεπιστημίου -- όλα έχουνε το ίδιο μήνυμα: τα πάντα είναι φυσική καταστροφή, act of god, ανωτέρα βία· συμμορφωθείτε, κλειστείτε στο καβούκι σας, δεν μπορείτε να κάνετε κάτι άλλο, δε φταίει η απληστία των λίγων κι η αφροσύνη τους, παρά όλοι (άρα: κανείς). Έτσι κι αλλιώς σε λίγο όλα θα είναι στάχτες, καλύτερα να μην κάνετε τίποτα λοιπόν. Η εσχατολογία ως όπιο των μαζών.

Επίσης, η εσχατολογία λειτουργεί και σαν φυγή από την πραγματικότητα: όχι πια προς τον (λιγότερο ή περισσότερο) πριβέ παράδεισο του έρωτα, των 'ουσιών', του ροκ εν ρολ -- που ταυτόχρονα αφήνουν άπλετο χώρο για κοινωνική συνειδητοποίηση και για κοινωνική δραστηριοποίηση -- αλλά προς μια παιδική φαντασίωση, προς ένα μεγάλο μπεμπεκίστικο πείσμα: "θα πεθάνω και θα κλαίτε, θα δείτε τι χάσατε", όπως όταν μας μάλωναν και φαντασιωνόμασταν την κηδεία μας για να εκδικηθούμε.

Τελικά λοιπόν, η ενασχόληση με τις συντέλειες είναι πολυτέλεια και κωλοπαιδισμός, πρόσχημα για αδράνεια. Άλλωστε, το 2012 ο κόσμος τελειώνει καθημερινά για χιλιάδες ανθρώπους, με δεκάδες τρόπους, διαφορετικούς για τον καθένα τους. Και όχι μόνον ο Τρίτος Κόσμος. Να μην τους επαναλάβω, να μην τους απαριθμήσω συμβάλλοντας στη μετατροπή του πόνου, της εξαθλίωσης, της καταπίεσης και του θανάτου σε θεαματάκι και εικόνα. Ταυτόχρονα, όπως γράφει ο Γιώργος Γιαννόπουλος, "οι άξεστοι αυτάρεσκοι νεοαστοί -- κατασκευάσματα της κοινωνίας των ιδιωτών -- σπεύδουν να επιβάλουν τις κουρελιάρικες αξίες τους: ησυχία, τάξη, ασφάλεια, πειθαρχία, υπακοή, μισανθρωπία, νευρωτική απάθεια, mainstream γούστο και η καθαριότης είναι η μισή αρχοντιά". Οι ίδιοι άξεστοι αυτάρεσκοι νεοαστοί  που έπειθαν τον κόσμο ότι η ποίηση και οι κραυγές της Κατερίνας Γώγου αφορούνε μόνο τα πρεζόνια, το περιθώριο, άντε και τους 'υπαρξιστάς' των Εξαρχείων. Κι όμως, οι πολλές μικρές συντέλειες, οι μικροί θάνατοι και οι μεγάλες απογνώσεις, οι πολλές καθημερινές ανείπωτες καταστροφές για τις οποίες έγραψε, απήγγειλε και (επαναλαμβανω) κραύγασε η Κατερίνα Γώγου, το σκαριμπικά και δυσνόητα τραγουδισμένο φαλιμέντο του κόσμου που τραγούδησε ο Άσιμος, όλα είναι πια εδώ και για τους πολλούς.

Το είπε κι ο ποιητής: not with a bang, but with a whimper. Καθημερινά, μέσα σε διαμερίσματα, δρόμους, ανάπηρα νοσοκομεία, πεζοδρόμια, χώρους εργασίας, θλιβερά σχολεία, σκυφτές κουζίνες, ιατρεία του ΙΚΑ (όπως θα τα λένε οι γέροντες, που δε θα ζήσουν για να συνηθίσουν το ΕΟΠΥΥ) και κρύες στάσεις λεωφορείων που δεν έρχονται πια.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Έξι σημειώσεις για το Henry and June

στον Μεγάλο Τιμονιέρη mao tse tung

Εισαγωγή:

Κινηματογραφικό ποστ. Τα παρακάτω είναι έξι σημειώσεις για το Henry & June, την ταινία του Kaufman που βγήκε το 1990 αλλά αξιώθηκα να δω πριν καναδυό βδομάδες. Όσα γράφω αφορούν λοιπόν την ταινία και όχι το βιβλίο της Anaïs Nin στο οποίο η ταινία βασίστηκε.

Πρώτο:

 Η Νιν μιλάει για την αθωότητα που αισθάνεται μετά από ερωτικές επαφές της με άντρες και γυναίκες εκτός από τον Χιούγκο (τον σύζυγό της). Δεν αισθάνεται ότι προδίδει τον σύζυγό της. Στις διάφορες συνερεύσεις της, με τον Χένρυ Μίλλερ, την Τζουν (;), άλλες γυναίκες (;), τον Εδουάρδο ή και άλλους, δεν υπάρχει ενοχή. Ή και δε θα έπρεπε να υπάρχει. Ο έρωτας άλλωστε δεν είναι προδοσία, χαρά είναι. Αυτό είναι το ιδανικό μου και μακαρίζω όσες και όσους το έχουν κατακτήσει -- αν και φαίνεται οι περισσότεροί τους να έζησαν την ιμερική ακμή τους τη δεκαετία του '20 και το '67-'73.

Εδώ βεβαίως τίθεται το αιώνιο θέμα: ποια αθωότητα, όταν ο εραστής ή σύζυγος θα ζηλέψει, όταν ο λόγος γίνεται για απάτη και απιστία· η εξωσυζυγική δραστηριότητα ονομάζεται ακριβώς όπως και το απαύγασμα της ατιμίας προς ανθρώπους ("απάτη") και θεούς ("απιστία"). Ωστόσο, η ζήλεια είναι μάλλον άσχετη όταν μιλάμε για αθωότητα. Σκεφτείτε λ.χ. ότι ως ενήλικες έχουμε χαρές που δε θέλουμε και δε γίνεται να μοιραστούμε με κάποιους κοντινούς μας: θέλω να ξέρουν οι γονείς μου ότι πίνω (ό,τι πίνει ο καθένας); το παιδί μου ότι το κάνω με τη μάνα του; να με δει η κοπέλα μου (όταν δε συμμετέχει) να μαλακίζομαι; Ωστόσο δεν παύω να αισθάνομαι χαρά και ίσως να νιώθω πλήρως αθώος όταν λ.χ. πίνω με καλή παρέα. Άλλο αν πρέπει να προστατέψεις το ταίρι σου από μαντάτα, όπως τον γονιό από το να σε δει πίτα και το παιδί από το να σε πιάσει να το κάνεις... Η Αναΐς Νιν ακριβώς λέει ότι δεν αισθάνεται εσωτερικευμένη ενοχή, ότι νιώθει αθώα: αισθάνεται μεν αιδημοσύνη -- και κινείται διακριτικά (και για να μην προκαλέσει ζήλεια, σκάνδαλο κτλ) -- αλλά όχι αισχύνη κι ενοχή. Η αιδημοσύνη όμως μάς πάει στο

Δεύτερο:
 
Αρχικά ο γάμος της γίνεται εμπόδιο για την πορεία της προς την (πολυγαμική) ερωτική χειραφέτηση και προς τη διαδικασία αυτοανακάλυψης. Αργότερα καταφέρνει η Νιν να φέρει μέχρι ένα σημείο και τον άντρα της μέσα σε αυτή την πορεία. Παράλληλα προστατεύει τον Χιούγκο από τη ρητή αποκάλυψη ότι έχει τον Μίλλερ και τον Εδουάρδο εραστές. Παρόλα αυτά, πάνε μαζί στο πορνείο της Μαντάμ Τάδε και παρακολουθούνε μια exhibition (λάιβ σώου à la parisienne) ενώ η ταινία αφήνει κάποια ενδεχόμενα ανοιχτά για το τι έγινε μετά. Ταυτόχρονα, ο Χιούγκο αντιλαμβάνεται κατά την επίσκεψη αυτή ότι η Αναΐς ποθεί και γυναίκες. Πάντως μάλλον ήταν γενικότερα υποψιασμένος, αφού την αναζήτησε μεταμφιεσμένος, και το έκαναν, μέσα σε κάποιο καρναβαλικό πανηγύρι μεταμφιεσμένων (μια πολύ στάνταρ φαντασίωση-παιχνίδι των παντρεμένων: η μασκαρεμένη αρπαχτή).

Τρίτο:

Η Νιν λειτουργεί αμφιερωτικά. Χωρίς ετικέτες και χωρίς λ.χ. να είναι κάτι σαν τη μάλλον μπουτς ερωμένη της Τζουν. Για εμάς που στην κλίμακα Κίνσεϋ (ό,τι κι αν δείχνει...) είμαστε στο 75 με 90% ετερόφιλα διακείμενοι στη διάθεση και στις ορέξεις, κι αυτό σαν ιδανικό φαντάζει: η προτεραιότητα δίνεται στα πρόσωπα και στον πόθο.

Τέταρτο:

Την ταινία διατρέχει η αναγκαιότητα της ερωτικής γραφής. Όταν πρωτοσυναντάει τη Νιν, ο Μίλλερ ψέγει τον D. H. Lawrence επειδή "κάνει τον έρωτα θρησκεία, ενώ το σεξ είναι φυσικό πράγμα". Αφού όμως διαβάσει το δοκίμιο της Νιν για τον συγγραφέα, ανακαλεί. Αυτό συνοψίζει ωραία τα δύο άκρα του ερωτογραφικού φάσματος: το ένα είναι η μυστική και εκστατική-μεθεκτική εξιδανίκευση, το άλλο η "πλησμονή και κένωση" του Ερυξίμαχου. Και η εμπειρία βρίσκεται κάπου στη μέση.

Είναι όμορφες οι σκηνές στις οποίες, εκτός από έρωτα, η Νιν κι ο Μίλλερ μοιράζονται τα γραπτά τους. Ωστόσο, ο σκιώδης ψυχαναλυτής μου επισημαίνει ότι η κοινή ερωμένη της Αναΐς και του Μίλλερ είναι προσχηματικά και μόνο η Τζουν, ότι τελικά η Τζουν είναι η γραφή.

Πέμπτη:
 
Ουσιαστικά, η ταινία πραγματεύεται λεπτομερώς την πολυγαμικότητα και τις ωφέλειές της. Ο Kaufman ξαναμιλάει για την πολυγαμικότητα ως δυσβάστακτο βάρος σχεδόν, ως ένα δυσάρεστο καθέκαστο αν μη τι άλλο, στην 'Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι'. Η πολυγαμικότητα βεβαίως δεν είναι ακύμαντη. Αλλά, όπως πολλοί ξέρουμε, ούτε η μονογαμία είναι, ποσώς. Στο Henry & June, η πολυγαμικότητα παρουσιάζεται ως επιλογή ζωής που διευρύνει κι εμβαθύνει την προσωπικότητα της Αναΐς Νιν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, συν τοις άλλοις (και παρά τους δισταγμούς της), οξύνει τη διάκριση της, δηλαδή τη διορατική ευθυκρισία που χρωματίζεται από ενσυναίσθηση, κατά την ορθόδοξη ασκητική.

Πιο αναλυτικά, κατά την ταινία, η πολυγαμικότητα
α) μας μαθαίνει ότι άλλο πόθος, άλλο έρωτας, άλλο αγάπη. Οι μονογαμικοί, οι ενοχικοί και οι στερημένοι (όπως η Νιν στην αρχή της ταινίας) τείνουν να τα συγχέουν. Ολέθρια. Η Νιν μέσα από το σώμα της μαθαίνει τελικά ότι άλλη η σχέση με τον Εδουάρδο, άλλη με την Τζουν, άλλη με τον Μίλλερ, άλλη με τον Χιούγκο, τον οποίο αγαπά: ακριβώς όπως έχουμε διαφορετική ποιοτικά σχέση και με κάθε άλλο άνθρωπο·
β) χορταίνει βαθιά την ψυχή· μιλάμε για χορτασμό διαφορετικό από το να ξεδιψάσεις από την καύλα, από τον πόθο. Στην ταινία φαίνεται άλλωστε καθαρά ότι η καύλα είναι βεβαίως και στο μυαλό: για κάποιον, για κάποιον άλλο ή για κάτι: μια ερωτική στάση, μια συγκεκριμένη κατάσταση-φάση ή για ένα συγκεκριμένο μέλος του σώματος (η Αναΐς υποδέχεται με ανακούφιση και τρυφή το ότι ο Μίλλερ είναι μικροτσούτσουνος)·
γ) μας εξασκεί στην ενσυναίσθηση αλλά και στα όρια, μας κάνει θαρραλέους και μας αναγκάζει να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας -- αυτό είναι και η κατακλείδα της ταινίας.

Έκτη:

Στην κοινωνία και στον κακό κόσμο που ζούμε, όλοι κάνουμε και ζούμε πράγματα που δε λέγονται, με έναν, με λίγους ή με πολλούς: η ταινία τονίζει ότι το βιβλίο Henry and June δημοσιεύεται μετά τον θάνατο του Χιούγκο, ώστε να μη διασυρθεί ως κερατάς, υποθέτω. Αντίστοιχα, ήδη πολλοί, της νέας γενιάς ιδίως, θα βρήκαν όσα έγραψα παραπάνω sleazy (για να μιλήσουμε στη γλώσσα της νόρμας και της τρεχάμενης ηθικής του μέλλοντός μας).

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Τρελές

Μία και μόνο φορά μίλησα με τον πατέρα μου για γκομενικά. Δικά μου εννοώ: τα δικά του παραλίγο να μου τα πει με το νι και με το σίγμα μια φορά που γυρίζαμε ποδαράτοι από τον Κρητικό στην πλατεία Κάνιγγος για του Γκύζη. Είχαμε πιει μια άλφα ποσότητα ρακές και τον ρώτησα. Εκεί στην Τζωρτζ ήταν έτοιμος, είχε και καλή διάθεση. Κάτι πήγε να πει, μα μετά τα μάζεψε. "Δεν υπογράφω", είπε. Αυτό σήμαινε ότι δεν αισθανόταν νηφάλιος (τι νηφάλιος, κουδούνι ήμασταν, ούτε που καταλάβαμε πώς φτάσαμε στου Γκύζη), άλλωστε αυτή ήταν και μία πατρική συμβουλή του (ανάμεσα σε 4-5 που θυμάμαι όλες κι όλες): "αν έχεις πιει, μην υπογράφεις τίποτα". Εφόσον λοιπόν δεν υπέγραφε, μόλις αντιλήφθηκε ότι τον ψάρευα, αυτόν, τη μανούλα του ψαρέματος, αυτομάτως κλείδωσε το σύστημα, "σιγά ρε, που θα τα πω σ' εσένα", είπε, και εκεί έληξε η κουβέντα.

Δικά μου γκομενικά κουβέντιασα μαζί του μία φορά. Ήμουν 25 ή 26 και μάλλον προβληματισμένος. Είχα πάει στην Ελλάδα και πήγαμε μαζί για ψώνια στον Σκλαβενίτη. Οικογενειακό αμάξι δεν υπήρξε ποτέ, με περηφάνεια δηλώνω ότι έμαθα (αναγκαστικά, λόγω έλλειψης συγκοινωνιών εδώ που είμαι) να οδηγώ στα 31. Φορτωθήκαμε τις σακούλες και πήραμε την ανηφόρα. Εγώ τότε με το ποδήλατο κυκλοφορούσα και είχα φτιάξει αντοχή, το 'παιζα λοιπόν δύναμη και φυσική κατάσταση κι έτρεχα μπροστά -- ναι, ναι: η γνωστή σαχλαμπούχλα των αρσενικών να ξεπεράσουν τον πατέρα τους. "Ώπα", μου λέει κάποια στιγμή, "στάση". Κάνουμε λοιπόν στάση ανάμεσα στα πεύκα. Μύριζε πεύκο, κατασκήνωση από πριν πάνω από μια δεκαετία. "Πώς πάει;", μου λέει. Το 'πώς πάει' είναι η πιο προσωπική ερώτηση που μπορεί να κάνει ο Αμπού-Σραόσα. Τον κοιτάω. Αφήνω κάτω τις σακούλες του Σκλαβενίτη, κάτι μπουκάλια τσούγκρισαν επικίνδυνα μεταξύ τους και κόλλησε χώμα στον πάτο τους. Με έπιασε ένα από αυτά που με πιάνουν ξαφνικά, ένα "γαμημένη αυτοκυριαρχία, γαμημένα πρωτόκολλα ασφαλείας -- τώρα θα τα πω όλα". Συνήθως διαρκεί καμμιά τριανταριά δευτερόλεπτα. Του λέω:

"Ρε πατέρα, καλά. Αλλά πρέπει να το πάρω απόφαση: μόνο με τρελές μπλέκω. Μόνο. Τρελές. Η μία πιο τρελή από την άλλη".

Με κοίταξε κινηματογραφικά, οριακώς επιτηδευμένα. Όταν συγχωρεθεί, θα θυμάμαι αυτό το βλέμμα, που ενδεχομένως προσπαθώ κάποτε να αναπαραγάγω αλλά δε με αφήνει η φυσιογνωμία και η ματιά μου: ένα βλέμμα που συνδυάζει τρυφερή αποστασιοποίηση και περιπαικτική συμπαράσταση, που είναι το σήμα καταπιεσμένης ενσυναίσθησης αλλά και η διακριτική σηματοδότηση μιας βαθιά ειρωνικής στάσης απέναντι στη ζωή. Κι ο δικός του πατέρας κοίταγε κάπως έτσι καμμιά φορά -- αλλά με περισσότερη θυμηδία: του παππού η ζωή τού φαινόταν κωμωδία, του πατέρα μου ένας Θεός ξέρει.

"Αυτό δεν είναι κακό, αν σου αρέσουν οι τρελές. Αρκεί να περνάς καλά. Να μην παιδεύεσαι."

Γέλασα, γέλασε. Έπιασα τον υπαινιγμό. Πήγα να σηκώσω τις σακούλες. Με ρώτησε αν την ήξερε. Του είπα πως δεν την ήξερε. Σήκωσα τις σακούλες. Τις σήκωσε κι αυτός και πήγαμε σπίτι.

Το ανέσυρα αυτό το περιστατικό τις προάλλες με αφορμή ακόμα ένα επεισόδιο πολυετούς σκηνικού από τον ευρύτερο επαγγελματικό μου χώρο: δύο μακρινοί (ευτυχώς) συνάδερφοι που μοιάζουνε πολύ κι ας μη γνωρίζονται. Και οι δύο τρελοκομεία. Τρελοκομεία κανονικά όμως: όχι "τρελές" που λέγαμε πριν, τρελές του έρωτα ή τρελές από έρωτα ή "τρελές" απλώς και μόνο γιατί δε χωράνε στα γατίσια ροζ κουστούμια που φοράει η πατριαρχία στις γυναίκες. Εδώ τώρα μιλάω για αντικοινωνικά στοιχεία με περιορισμένη και αποσπασματική επαφή με την πραγματικότητα, για ανθρώπους απορροφημένους από τις δουλειές και τα όποια επαγγελματικά τους επιτεύγματα. Για ανθρώπους που θα δημιουργήσουν φασαρία επειδή μπορούν κι επειδή, βεβαίως, κατέχουν την αλήθεια. Ωστόσο, ο μεν άντρας παραμένει για όλους σεβαστός συνομιλητής, αν και βίαιος, ανυπόφορος κι αποφευκτέος, αν γίνεται. Η γυναίκα, εξίσου ή λιγότερο τρελοκομείο, είναι απεναντίας μια μουρλοφεμινίστρια, η ενσάρκωση του παραλογισμού και του ακαταλόγιστου. Ό,τι και να πει είναι παλαβομάρα, πάει και τελείωσε.

Με αφορμή αυτούς τους δύο, αυτό το γκροτέσκο ντουέτο του οποίου το αρσενικό μέλος είναι στο απυρόβλητο, σκεφτόμουν πόσο εύκολο είναι να απαξιώσεις τη γυναικεία κρίση. Επιστρέφοντας στις υπέροχες τρελές της ζωής μου, μαζί με μία εκ των οποίων ζω, αυτές είναι γυναίκες παράφορες, αυθόρμητες, ενθουσιώδεις -- ή συνδυασμός των παραπάνω. Ακριβώς γι' αυτό κάθε μία από αυτές υπέστη έντονο πατρονάρισμα, ιδίως στον χώρο δουλειάς ή στον οικογενειακό κύκλο: η φιλαλήθεια, ο ενθουσιασμός, η παρρησία τους (ιδίως αυτή) τιμωρήθηκε και στηλιτεύθηκε επανειλημμένα. Καθεμιάς η γνώμη και οι αποφάσεις και η κρίση (λεπίδα κοφτερή, αν ρωτήσετε εμένα) απαξιώθηκαν γιατί 'παραλογιζόταν η καημένη'. Όταν δυσανασχετούσαν χρειάζονταν ψυχοφάρμακα, ενώ όταν ενθουσιάζονταν ήταν χαζοβιόλες και υπερβολικές. Προσωπικότητες στις οποίες ο αυθορμητισμός, το πνεύμα και η ανεξαρτησία συναντιούνται, περνιούνται για τρελές. Μέχρι κι εγώ κάθομαι και -- τόσα χρόνια μετά -- τις λέω τρελές και τα γράφω αυτά ενώ πρέπει να σηκωθώ αύριο στις εφτά το αργότερο για να πάω στη δουλειά.

Ας είναι, αυτές είναι γενναίες. Και ας τις λένε τρελές. Καλά κάνουν και τις λένε τρελές. Να ξεχωρίζουμε και ποια είναι ποια...

Η φωτογραφία είναι της murplejane

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Ανταρσία, απελπισία, σκοτάδι και μαγεία.

Ασφαλώς και ελάχιστοι από εμάς, και μάλιστα οι λεγόμενοι 'σοβαροί' άνθρωποι, θα μιλήσουμε για την πορνογραφία. Ποιος άλλωστε θα παραδεχτεί ότι ξέρει κάτι "απ' αυτά". Θα μιλήσουμε ενδεχομένως για την ερωτογραφία, δηλαδή την τέχνη του λόγου της οποίας η θεματική είναι ο έρωτας "των άκρως αισθητών" (πόσο εύστοχα κι ωραία το έθεσε ο πούστης!). Θα μιλήσουμε για την ερωτογραφία είτε γιατί την παράγουμε, είτε γιατί την απολαμβάνουμε και ως δήλωση ότι μετέχουμε ενός πνευματικού πολιτισμού που αντιμάχεται και καταστρατηγεί την πνιγηρή "τρεχάμενη ηθική", μια ηθική που δεν είναι παρά μια παρατρεχάμενη του πιο στεγανού ολοκληρωτισμού και κάθε λογής αυταρχικότητας.

Η πορνογραφία όμως δεν έχει φίλους, έχει μόνο 'χρήστες', λες και είναι πρέζα.

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι, βεβαίως, ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη μπιχεβιοριστικές κορώνες για το τι ανθρώπους διαμορφώνει (...) ή αλλόκοτα κρωξίματα περί εκμετάλλευσης και εξευτελισμού της γυναίκας: δεν ξέρω τι νόημα έχουνε σε μια εποχή που εκατομμύρια άνθρωποι κάθε φύλου, γένους, προσανατολισμού, κατεύθυνσης και όλων των προτιμήσεων εκουσίως αυτοπορνογραφούνται είτε για προσωπική χρήση, είτε για διάδοση, είτε και για εμπορία. Όπως το μάτι του ρεπόρτερ δεν ανήκει πια μόνο στα κανάλια και στις εφημερίδες αλλά και σε όποιον έχει κινητό, έτσι και το μάτι του πορνογράφου ανήκει σε όποιον έχει τα προσιτά μέσα και την καλή διάθεση.

Υπάρχουν όμως σοβαροί λόγοι να έχεις πρόβλημα με την πορνογραφία. Η μεγάλη πλειονότητα του επαγγελματικά φτιαγμένου πορνογραφικού υλικού που κυκλοφορεί μας έρχεται είτε από μια γειτονιά του Λος Άντζελες, είτε από τρεις-τέσσερις ευρωπαίους υπερπαραγωγούς. Υπερφωτισμένα πλάνα, υπερσουλουπωμένες γυναίκες λες και φτιαγμένες από πρωτόγονο πρόγραμμα τρισδιάστατης σχεδίασης, απόλυτη σεναριακή προσκόλληση στο εξής τελετουργικό: στοματικό αλλέ, στοματικό ρετούρ, λούπα· σφυροκόπημα α λα καρτ και αλλαγή στάσης (ν φορές, όπου ν≤4), τέλος στα μούτρα ή εκεί γύρω. Βλέπεις ουλές από τις προσθετικές, βλέμματα λιγωμένα μα ντεκαυλέ, δωμάτια ξενοδοχείων, πισίνες στελεχών και σαλόνια βιλλών, αλλόκοτες ανατομίες (αλογίσιες ψωλές ανεξαιρέτως περιτμημένες, μουνιά σα σχισμές κουμπαρά από τις εγχειρίσεις κτλ.), τανύσματα, διαστολές, διατάσεις, ακούς βρωμόλογα που δεν είναι βρωμόλογα παρά κάπως άνοστα ξόρκια. Και όλα τ' άλλα είναι niche.

Βεβαίως, έτσι πορεύεται ο κόσμος, με συναινέσεις και με μίνιμουμ προγραμματικές συμφωνίες -- για τα υπόλοιπα υπάρχουν, όπως είπαμε, τα niche. Κι εν πάση περιπτώσει, όπως είπα, η εποχή του Ταρατατά, του τσοντοσινεμά, του Πριβέ και της βιντεοκασέτας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί: ό,τι θέλεις μπορείς να το βρεις. Εγώ λ.χ. τις προάλλες γκουγκλάροντας 'Constance' βρήκα την ομώνυμη θρυλική ταινία της Zentropa (άσε που ήτανε "πορνό για γυναίκες" και μας είχε φάει η περιέργεια). Η ανακάλυψή της είναι αφορμή αυτού του ποστ, αφού η ταινία είχε γίνει θρύλος όταν βγήκε το '98, δεν την έβρισκες πουθενά και τότε οι συνδέσεις μας ήτανε πολύ αργές και τα βίντεο διαρκούσαν γύρω στα 10 με 20 δευτερόλεπτα...

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μήπως ότι η εποχή μας θα πετύχει αυτό που δεν κατάφερε η δεκαετία του '70 ή -- με τον τρόπο της -- η δεκαετία του '20; Ότι δηλαδή θα κάνει την πορνογραφία αποδεκτή;

Δε νομίζω. Ακόμα και αν (όπως μαθαίνω) η νεολαία καταναλώνει υπερπολλαπλάσια πορνογραφία από εμάς, η παρακολούθηση τσόντας και των παραλλαγών της θα παραμείνει μια ιδιωτική δραστηριότητα όπως η άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή μαλακία. Άλλωστε, οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να μη μας πιάσουν να παρακολουθούμε τσόντες, εκτός κάποιου ερωτικού παιχνιδιού, επειδή την πορνογραφία την παντρεύεις πολύ δύσκολα και, ακόμα κι αν τα καταφέρεις, ο γάμος είναι σκέτη αποτυχία. Θυμηθείτε επικές πατάτες και παπάντζες της δεκαετίας του '70 και του '80 (π.χ. το The opening of Misty Beethoven, το Dog Walker κι ένα σωρό κουλτουροτσόντες, τις οποίες οι Γάλλοι συνεχίζουνε να βγάζουνε σχεδόν απτόητοι, με αποκορύφωμα το κακόμοιρο το Romance με διευθυντή φωτογραφίας τον μεγάλο Γιώργο Αρβανίτη). Θυμηθείτε επίσης το απεχθές είδος της ιταλικής σεξοκωμωδίας, το οποίο κατέληγε συχνά στο γνωμικό "λάδι, λάδι και τηγανίτα τίποτα". Να μην πω για τα "Μυστήρια του οργα(νι)σμού", κ.ο.κ. Ο γάμος της πορνογραφίας με οτιδήποτε άλλο, όχι μόνο με την τέχνη, δεν μπορεί να δουλέψει γιατί το να βλέπεις τσόντες λέει ξεκάθαρα κάτι σαφές για τις προθέσεις σου, και μάλιστα παρά τη θέλησή σου. Αυτό δεν αρέσει, και καλά κάνει, στους ελεύθερους ανθρώπους: το παραγνωρισμένο και καταστρατηγούμενο δικαίωμα στη σιωπή (θα έπρεπε να) είναι αναφαίρετο.

Ταυτόχρονα, η ύπαρξη και η παραγωγή και η μέθεξη (χάχα) με την πορνογραφία -- και μάλιστα τη μη στουντιάτη-σιλικονάτη, τη μη επαγγελματική -- είναι ανατρεπτική πράξη. Το είπε ο Ηλίας Πετρόπουλος χρόνια πριν. Το συνόψισε κι ο πάλαι Δαβαράκης σε ένα από τα πιο ωραία τραγούδια του Χατζιδάκι:

Μέσ' τον κόσμο χάνομαι
και απ' τα πάθη μου πιάνομαι.
Δίνω σώμα, δίνω φως,
μα πεθαίνω σοφός.

Πορνογραφία σημαίνει ανταρσία,
απελπισία, σκοτάδι και μαγεία.
Πορνογραφία σημαίνει στην ουσία
φωτογραφία σημάδι των καιρών.

Στην ερωτογραφία η ερεθιστικότητα όσων εξιστορούνται ή αναπαρίστανται συμπλέκεται με την αισθητική απόλαυση του τρόπου που εξιστορούνται ή αναπαρίστανται, δημιουργώντας ένα σύνθετο και αμφίρροπο αποτέλεσμα, ένα αποτέλεσμα που 'οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει'. Η πορνογραφία, απεναντίας, είναι απροκάλυπτος διονυσιασμός για το αδηφάγο μάτι, μαγεία για τους κατοπτρικούς νευρώνες, παρηγοριά για το πνεύμα που νοσταλγεί και εκπλήρωση για την ψυχή που πεινάει να δει Liebestraum μπροστά της ολοζώντανο, αφορμή για την πυκνή καύλα ή την απλή λίμπιντο που ψάχνουν υπόθεμα, εικονογράφηση για το ασυνείδητο που εξεγείρεται και πιέζει τεκτονικά προς τα πάνω. Ταυτόχρονα θα παραμένει απροκάλυπτη και μονοσήμαντη και πικρή, απελπισία και σκοτάδι, αφού εν πολλοίς είναι μοναχική, η εξιστόρηση και η απεικόνιση μιας διαυγέστατης απουσίας.

Ανταρσία; Ναι, ανταρσία. Όχι μόνο για το ασυνείδητο αλλά και γιατί υλοποιεί και εικονογραφεί την πολύμορφη και πολύτροπη ηδονή, σαρκώνει ορατά την πρωτεϊκή πραγματικότητα της ανθρώπινης επιθυμίας. Την πολλές φορές ανομολόγητη Καύλα αντρών και γυναικών.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Σχολική Φυσική

Υπάρχουνε στιγμές στη ζωή όπου φτάνεις, ή νιώθεις ότι φτάνεις, σε μια κατάσταση ισορροπίας. Όλα είναι ακίνητα και ασάλευτα μέσα σου, γύρω σου. Στη σχολική Φυσική δύο πράγματα με είχαν εντυπωσιάσει πολύ: ότι η ισορροπία έρχεται όταν αλληλοεξουδετερώνονται όλες οι δυνάμεις πάνω σε ένα σώμα, ενώ εγώ και απόψε θα έλεγα ότι η ισορροπία προκύπτει πιο βουδιστικά: από την απουσία δυνάμεων. Το άλλο που με είχε εντυπωσιάσει είναι ότι κατά την ελεύθερη πτώση βρίσκεσαι σε συνθήκες μηδενικής βαρύτητας, κι ας επιταχύνεσαι. Αφού η δύναμη της βαρύτητας δε συναντάει καμμιά αντίσταση.

Μεταφορές είναι αυτά; Ναι. Αλλά δεν παύουν να είναι και συνέπειες νόμων της φύσης.

Υπάρχουνε λοιπόν στιγμές στη ζωή όπου φτάνεις σε μια κατάσταση ισορροπίας. Όλα αιωρούνται γύρω σου, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Όλα ακινητούν, ή έτσι νομίζεις, αφού κινείστε όλοι μαζί, παρατηρητής και σώματα, μέσα στο σύστημα αναφοράς σου, προς κάποια κατεύθυνση. Αυτό που λέμε αταραξία είναι προϊόν όχι του να μην κινείται τίποτε γύρω σου παρά του να προσηλώνεις το βλέμμα σε κάτι που κινείται μαζί σου, με τον ίδιο τρόπο και προς την ίδια κατεύθυνση. Συνήθως ευθύγραμμα κι ομαλά.

Μεταφορές κι αυτά; Ναι. Αλλά οι νόμοι της φύσης είναι αναπόδραστοι.

Υπάρχουνε στιγμές που η αδράνεια είναι αυτή που είναι. Αδράνεια δεν έχουνε μόνον όσα σώματα ακινητούν αλλά και αυτά που κινούνται. Στην αργκό των μεγάλων όταν ήμουν μικρός αδράνεια ήταν η ακηδία, η νωθρότητα, η ραστώνη. Άλλοι με έλεγαν "σκέτη αδράνεια" κι άλλοι "κλασσικό τεμπέλη". Μετά όμως έμαθα ότι ακόμα κι αν είσαι σε αδράνεια μπορεί κάπου να πηγαίνεις. Ευθύγραμμα κι ομαλά.

Μεταφορές, οπωσδήποτε. Αλλά στη βάση όλων πρέπει να βρίσκονται κάποιοι απλοί νόμοι, κομψές εξισώσεις.

Υπάρχουνε στιγμές που αιωρείσαι. Μπορεί και να πέφτεις. Μπορεί απλώς να αιωρείσαι. Αν όντως αιωρείσαι, ποιος ξέρει πόσο θα κρατήσει η στιγμή. Ήμουν οχτώ χρονών και περπάταγα σε έναν δρόμο στη Λάρισα κι ο ξάδερφός μου είχε βαλθεί να μου εξηγήσει ότι η ταχύτητα του φωτός είναι το όριο των ταχυτήτων στο σύμπαν. Μετά μου εξηγούσε ότι αδράνεια, μάζα, κίνηση, βαρύτητα, επιτάχυνση και το φως σχετίζονται. Δεν καταλάβαινα καλά, μα μου άρεσε να ακούω. Όμως μου χάλαγε την εικόνα αυτό που άκουγα, που το άκουγα όπως μου έμαθαν αργότερα πως πρέπει να ακούω ποιήματα, χωρίς να πασχίζω να κατανοήσω, αυτό που άκουγα με την υπόθεση του φωτός. Τι γυρεύει το φως εκεί που μιλάμε για σώματα;

Μεταφορές σχεδόν ολοφάνερες, αλλά το φως παραμένει το όριο σε κάθε περίπτωση.

Υπάρχουνε στιγμές που ξεκάθαρα βλέπεις μπροστά σου και μέσα σου τις απλές θεμελιώδεις δυνάμεις που δημιουργούν τα πάντα να εκδηλώνονται. Δεν είναι πολλές. Ταυτόχρονα, όλος ευγνωμοσύνη, αναγνωρίζεις ότι η αλληλεπίδρασή τους σου δίνει πολυπλοκότητες και μοναδικότητες, χάη κι ανεπανάληπτες στιγμές και παλαιτιό ανελέητο, αν κι εξαρχής καταδικασμένο, με την εντροπία. Τότε ξεχνάς τις θεμελιώδεις δυνάμεις. Τότε αναγνωρίζεις το μερίδιο του φωτός πάνω στην κίνηση και στα σώματα και σε ό,τι γίνεται. Τότε αφήνεσαι να αδρανήσεις στην ευθύγραμμη κι ομαλή κίνηση ή στην φαινόμενη ακινησία της ελεύθερης πτώσης. Τότε εγκαταλείπεις τις μεταφορές και παύεις να ασχολείσαι με το υπόρρητο σε όλα αυτά αίνιγμα του χρόνου. Και βρίσκεσαι σε ηρεμία, ενώ πάντοτε αντίρροπες δυνάμεις αλληλοεξουδετερώνονται. Τελικά.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Κι εγώ

Πριν χρόνια είχε γίνει συζήτηση για το σύνθημα "Είμαστε όλοι μετανάστες". Μια άποψη υποστήριζε ότι συνιστά ιδανική έκφραση αλληλεγγύης προς τους μετανάστες· αλληλεγγύης προς τους μετανάστες που περιορίζεται κυρίως στα λόγια, θα προσέθετα εγώ από το 2012 και έχοντας υπόψη τις απαρατήρητες εξεγέρσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανεπιθύμητων ξένων. Μια διαφορετική άποψη στηλίτευε την εύκολη κι εκ του ασφαλούς φαντασιακή-ηθικολογική ταύτισή μας με τους πραγματικά μη προνομιούχους, μισημένους και κυνηγημένους, ακόμα κι όταν πρόκειται για νόμιμους μετανάστες.

Με αφορμή το πρόσφατο ατόπημα του βουλευτή-συγγραφέα, αναγεννήθηκε από την τέφρα της η συζήτηση για την ντεκλαρέ ομοφοβία αλλά και για τον πνιγηρό σεξισμό της κοινωνίας μας. Βεβαίως, όπως και ο εθνικισμός μας, το ελληνικό αντριλίκι είναι βαθιά ανασφαλές. Όπως είμαστε εθνικιστές με τον διαρκή φόβο ότι είμαστε οι άλλοι να μας παραλύει, έτσι είμαστε και άντρες στρέιτ με παντελόνια με τον διαρκή φόβο μη μας πούνε ή μη φανούμε "αδερφές" να μας τρώει.

Όπως έγραψα πριν δύο χρόνια
"δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι γκέι (και είναι λίγο χειρότερο να είσαι λεσβία). Στη σημερινή Ελλάδα, νομίζω, το καλύτερο που μπορείς να ελπίζεις είναι να σε αντιμετώπιζουνε στο στυλ "γκέι αλλά δεν κουνιέται", "γκέι αλλά τσακάλι στη δουλειά του (άλλωστε αυτοί διαβάζουνε πολύ)", "λεσβία αλλά όμορφη" κτλ, κτλ, κτλ. Όποιος νομίζει ότι είναι εύκολο να είσαι ομοφυλόφιλος ή ότι όλα πάνε καλά για τους γκέι και τις λεσβίες στην ωραία και ανοιχτή μας κοινωνία, μάλλον πλανάται".
Κι εκείνο και αυτό το σημείωμα το γράφω με αφορμή φίλους και πάλι. Γιατί καλά τα στερεότυπα (κερδίζουμε χρόνο σκεπτόμενοι με στερεότυπα), καλές και οι νευρώσεις ατομικές και συλλογικές και οι ανασφάλειες, αλλά πάνω από όλα αυτά είναι οι άνθρωποι: η ελευθερία, ο αυτοπροσδιορισμός τους και η αξιοπρέπειά τους. Κι έχοντας αδιαλείπτως επίγνωση ότι είμαι προνομιούχος κι ότι μιλάω εκ του ασφαλούς, αφού δεν είμαι πούστης ή γυναίκα (πολλώ μάλλον χειραφετημένη γυναίκα κι ελεύθερη), δηλώνω κι εγώ μαζί με τον Ξυδάκη:

Ακούω για "πούστηδες" και "λεσβίες". Οι καλύτεροι φίλοι μου είναι. Κι εγώ.


Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Για τον επαρχιωτισμό. Ξανά.

Επαρχιωτισμός είναι η αδυναμία (ή άρνηση) να δούμε την δική μας κουλτούρα μέσα σε ευρύτερα συμφραζόμενα (από εδώ). Από αυτήν την άποψη, επαρχιώτικες είναι και κάποιες όψεις της θριαμβεύουσας αμερικάνικης κουλτούρας, μέσα στη ναρκισσιστικά θανατερή εσωστρέφειά της.

Έχω ξαναγράψει ξανά και ξανά για το θέμα. Έχω επανειλημμένως αγανακτήσει με τα κομπλεξικά αντανακλαστικά μας απέναντι "στην Ευρώπη". Όταν πρωτοέβγαλα την αγανάκτηση αυτή στο μπλογκ, ζούσαμε μέσα στη μέθη της φαντασιακής ιδιοσυστασίας μας, στον τρελό χορό της απαράμιλλης ανωτερότητάς μας, στον απόηχο συμβολικών θριάμβων του έθνους κτλ. κτλ. Ζούσαμε μέσα στην ισχυρή νεοαποικιοκρατική Ελλάδα που αγόραζε Βαλκάνια και τούρκικες τράπεζες. Σήμερα βγάζω την αγανάκτησή μου σε συνθήκες εθνικής υποτέλειας, κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού και καταιγιστικής εξαθλίωσης, ενώ στους δρόμους περιπολούνε συμμορίες ναζί καθώς οι γραφιάδες μας εξισώνουν την ανελέητη μαζική βία των φονικών Σκυθών και το μαχαίρι του φασίστα με το γιαούρτι και τις κατραπακιές.

Είναι αναμενόμενο που οι νοοτροπίες 'Νίκος Δήμου' (στα χειρότερά του) έχουν εκτροχιαστεί. Φταίμε για την κρίση. Φταίμε που δεν είμαστε bourgeois. Προσπαθώ να μην επαναλάβω πόσο κωμικό είναι να συγκρίνεις την Avenue Foch (αφού αυτό ξέρεις από Παρίσι, άντε και το Μαραί) με το Περιστέρι και όχι το γνήσια σκυθρωπό banlieue, την άβατη ζούγκλα της Γλασκώβης και του Μάντσεστερ με το Παλαιό Ψυχικό.

Να μην επαναλαμβάνομαι. Έζησα έξι χρόνια στην Αγγλία, μόνον η Αθήνα μου μου είναι πιο οικεία από το Λονδίνο. Έκανα τα περάσματά μου κι από αλλού. Στο Λονδίνο με υποδέχτηκε αυτή η εικόνα:
ένα πρωινό Κυριακής με καμπάνες σε μια Λέστερ Σκουέαρ που μύριζε πίσσα, κάτουρα και μπαγιάτικα μπυρόνια, καλυμμένη από λιγδερές λαδόκολλες που σάριζε ο άνεμος, σπαρμένη κομματιασμένα μπουκάλια, ποτισμένη από ξερατά, ξερατά και ξερατά.
Αυτή η εικόνα με τοπικές παραλλαγές (κατά το κουλέρ λοκάλ) θα με ξαναβρεί αμέτρητες φορές από το Πρέστον στο Ίπσουιτς, από το Μάντσεστερ στο Ντόρντρεχτ, από τη Στουτγάρδη στο Παρίσι, από το Άμστερνταμ  στο Γιορκ, από το Τρόντχαϊμ στη Βαρκελώνη, από τη Γλασκώβη στη Ρώμη. Πέραν αυτού, παντού έγινα χωρίς κόπο μάρτυρας συμπεριφορών που όλοι αντιλαμβανόμαστε ως καφρίλες, ασυδοσία, έλλειψη πολιτισμού, πού-είναι-το-κράτος: στα ιταλικά αεροδρόμια, στις αγγλικές πόλεις που πλημμυρίζουν τόσο συστηματικά όσο καίγονται τα δάση μας, σε οδήγηση θανάτου, κτλ κτλ κτλ.

Είπαμε: η φτώχεια και η συνεπακόλουθη έλλειψη παιδείας (ναι, δεν είναι δωρεάν) πάντοτε φαντάζουν ακαλαίσθητες, ε; Εκτός και αν είναι πλαισιωμένες από αρκούντως βουκολικά συμπαρομαρτούντα: εξοχή, καθαρό αέρα, ντόπια τυριά, χωριά και πανηγύρια, αλκοολισμό, τοκογλυφία, βία κατά γυναικών, αιμομιξία, κτλ.

Μία διαφορά βλέπω: η καφρίλα αλλού ντρέπεται συνήθως να ξεμυτίσει στον δημόσιο χώρο -- εκτός και εάν πίνει από τις 3 το μεσημέρι κι έχει πάει 11 παρά, οπότε, ε, τι να σου κάνει κι η καφρίλα. Στην Ελλάδα, ο καθολικά απαξιωμένος δημόσιος χώρος είναι "μια απέραντη χαβούζα και χωματερή, μια νομανσλάνδη όπου ο καθένας αφήνει από γόπες μέχρι μπάζα". Αυτή είναι η διαφορά μας από "τας Ευρώπας", τα υπόλοιπα είναι σουσουδισμός του 21ου.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

With your opinion which is of no consequence at all

Όταν ήμουν μικρός δεν καταλάβαινα με τίποτα πώς μπορεί να συνδέεται το τι γράφει κανείς κατ' ιδίαν και εν κρυπτώ με τον κόσμο γύρω του και την κοινωνία. Είχα υπόψη μου όλες τις σχετικές θεωρίες: θετικιστές, Ένγκελς, μαρξιστές, φορμαλιστές -- αλλά δεν καταλάβαινα.

Το μόνο που καταλάβαινα ήταν η ανθρώπινη κατάσταση και η ανθρώπινη κατάσταση παραμένει αυτή που είναι είτε ελπίδα μας είναι ο Βοναπάρτης, είτε η Αγγλία, είτε ο Βενιζέλος, είτε ο Στάλιν, είτε το πουλί του Παπαδόπουλου, είτε τα διχτυωτά καλσόν στα εξώφυλλα του Πέτρου Κωστόπουλου, είτε εκείνο το αβάσταχτα λυρικό κορίτσι στο πρώτο ή το δεύτερο τεύχος του 01. Κι εγώ δεν ήθελα να γράφω παρά για την ανθρώπινη κατάσταση.

Αλλά αυτά που δε διανοείσαι στα 22, σου τα μαθαίνουν οι επόμενες διαδικασίες: αλλ' εκδιδάσκει πανθ' ο γηράσκων χρόνος.

Προχτές λοιπόν κάπου ήμουν όπου ο νους μου ήτανε χαλαρός κι ελεύθερος. Μάλλον οδηγούσα νύχτα. Δε θυμάμαι, σοβαρά. Μπορεί και να περπάταγα στην πόλη και να κοίταγα μια πόλη που δείχνει να ζωντανεύει. Σχεδίασα νοερώς ένα κείμενο που είχε τίτλο "ο Μικρός Ερωτικός", ένας κύκλος από τραγούδια, από κάποιον που δεν ξέρει μουσική. Μετά πήγα σπίτι άνοιξα τον υπολογιστή και είδα τι γίνεται στον κόσμο.

Να χαθώ στην εσωστρέφεια δε θέλω: να γίνονται όσα γίνονται κι εγώ να γράφω για τις μικρές σπουδές, τις στιγμές, κάτι εικόνες που είτε είδες είτε ονειρεύτηκες, τις απροβάριστες κουβέντες και τα ελάχιστα περιστατικά των σωμάτων.

Ούτε πάλι θέλω να αφήσω τον αυταρχισμό, τον ορθολογικοφανή παραλογισμό, την εξαθλίωση και την υποδούλωση να μαράνει τη χαρά της ζωής.

Απλώς δεν έχω φωνή. Αργότερα ίσως. Αύριο, μεθαύριο. Πιο μετά.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Το λακανίζειν εστί ψωλοσοφείν

Δε γίνεται να εμπιστευόμαστε την ψυχική μας υγεία, και δη επί χρήμασι, στους λακανικούς που έχουν αναγάγει τις παρετυμολογίες, τις μεταφορές και τα λογοπαίγνια σε τάχα ερευνητικά και ερμηνευτικά εργαλεία. Δε γίνεται να εμπιστευόμαστε τις ελπίδες μας για ανάλυση και θεραπεία σε ψυχαναλυτές (;) που αφορμώνται από αξιώματα όπως "όλος ο ψυχισμός είναι οργανωμένος όπως η γλώσσα", χωρίς να έχουν ιδέα τι είναι γλώσσα, πώς είναι οργανωμένη και ποια είναι η σχέση της με την (υπόλοιπη) νόηση

Εκτός, βεβαίως, κι αν όταν λένε 'γλώσσα' το εννοούν μεταφορικώς. Οπότε καλύτερα να φτιάξουν σχολή οι μπορχεσικοί με τους καθρέφτες τους να μας ψυχαναλύουνε.

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Καρδιές

στον φίλο μου τον Καρδιολόγο, που ξέρει ότι όλα αυτά είναι παραμύθια ή παραβολές

1.
Vessels of the Heart

2.
Α, δεν είναι τίποτα. Θα του κόψουνε το στέρνο με δισκοπρίονο, θα ανοίξει ο θώρακας σαν κλουβάκι. Μετά θα του βγάλουνε την καρδιά έξω, χωράει στις δυο χούφτες σου, και θα τη σταματήσουν. Ναι, θα έχει παράκαμψη. Ναι, τα ξέρω αυτά από τον θείο. Μετά θα τη φτιάξουνε και θα τη βάλουνε πίσω. Και θα την ξεκινήσουν πάλι. Ναι, σαν μηχανή, μανούλα, σαν μηχανή.

3.
Έχει κάτι καρδιές σάρκινες. Έχει και κάτι άλλες από φωτιά πηχτή, άγριες. Οι πιο πολλές όμως είναι από φαγιάντσα. Είναι σαν πορσελάνη αλλά δεν είναι αληθινή πορσελάνη, το γνήσιο, η φαγιάντσα, κι απ' έξω έχει πάντοτε μια στρώση σα βερνίκι, σα σμάλτο να πούμε. Οι καρδιές από φαγιάντσα σπάνε πολλές φορές, ραγίζουν κι εύκολα. Συνήθως τους φεύγει φλούδες-φλούδες το βερνίκι, ή και κομματάκια ολόκληρα. Κι όταν φύγει το βερνίκι θρύπτονται, τρίβονται. Γίνονται σιγά σιγά σκόνη, κάθε φορά που τις αγγίζεις, σκόνη.

4.
Πώς να το εξηγήσω. Η καρδιά έχει ένα περίβλημα. Σα φλούδα είναι. Ε, ανάμεσα στη φλούδα και στην καρδιά έχει μαζευτεί, λέει, υγρό, κι εμποδίζει την καρδιά. Την κουράζει. Όπως κουράζεσαι πιο γρήγορα να κολυμπάς παρά να περπατάς. Έτσι. Θα του αποφλοιώσουν την καρδιά. Αυτό μου είπαν. "Θα την αποφλοιώσουμε". Και μετά; Αν πετύχει η εγχείριση, που είναι 5 στις 100 να πετύχει, θα ζει με αποφλοιωμένη καρδιά. Θα ζήσει όμως μια χαρά.

5.

6.
"Μια στιγμή, 'μαρμαρυγή' δεν είναι η λάμψη που αρπάζουνε στιγμιαία τα κύματα και τα μέταλα, από τον ήλιο, λόγου χάρη;"
"Δεν ξέρω, πάντως στην περίπτωσή μας είναι ένας άσχημος ψίθυρος, ένα κακό μουρμουρητό, κάτι σαν μπούκωμα."
"Κρίμα, κι ακούγεται ωραίο αυτό το 'κολπική μαρμαρυγή' -- σαν να σφύζει και σαν να σκιρτά, ε, κάτι όμορφο."
"Δεν είναι όμορφη η κολπική μαρμαρυγή, κύριε. Είναι κάτι πολύ πρακτικό, είναι σύμπτωμα."

7.

8.
Δεν άντεχε, έλεγε, να ακούει αυτό το ρυθμικό φλοίσβισμα, αυτό που έλεγαν ότι ήταν ο ήχος της καρδιάς του εμβρύου. Είχε ακούσει πολλές καρδιές αλλά αυτή την καρδιά στο uptempo μιας άλλης μεγαλύτερης καρδιάς μέσα στο ίδιο σώμα, συνδεδεμένες μέσω ενός πλακούντα, ενός οργάνου σαν υφαντού που δεν ανήκει σε κανέναν, όχι, δεν μπορούσε αυτή τη μικρή και γοργή καρδιά να την ακούει. Με τίποτα. Την άκουγε κι έτρεμε, ένιωθε ανασφαλής κι όλο αδημονία.

9.
"καρδιοσπαράχτρα θλίψη" Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός κεφ. 53.

10.
Μετά τα δύο εμφράγματα δεν επιθυμώ άλλους έρωτες. Διόλου, αρκεί: εαν μ' εγκαταλείψη η καρδϊά μου την ώρα εκείνη της περιπτύξεως; Δε θέλω. Αντλία είναι η καρδϊά, νεαρέ, και η δική μου έχει υποστή σοβαρά βλάβην.

11.
Σου υπόσχομαι να σου πω ψέματα που θα μοιάζουν αλήθειες, σου υπόσχομαι να σου πω αλήθειες που θα μοιάζουν με ψέματα. Για το δικό μου το καλό, για τη δική σου την ασφάλεια, ο κλειδάριθμος όσων θα κωδικοποιήσω εδώ θα βρίσκεται παντού και πουθενά, αλλού, μέσα μου, στην ασάλευτη και σκοτεινή καρδιά μου που την περιβάλλουν σφαίρες εμπύρειες, κουβάρια από νήματα επιθυμιών. Θα ξεκινήσεις να διαβάζεις πιστεύοντας ότι εξομολογούμαι όλη την αλήθεια όλων των πολλαπλών ειδώλων μου. Θα καταλήξεις τελικά στο ότι όλα είναι ψέματα. Μετά, ή πριν, θα διστάσεις: θα θεωρήσεις ότι μάλλον η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση και στο μερικό. Αλλά θυμήσου την απάντηση του Ειδικού στο ερώτημα τι δ’ εστί αλήθεια; Σιωπή. Γάμα την αλήθεια, γάμα την αλήθεια, στην καρδιά μου είναι η αλήθεια. Πάρε λοιπόν και διάβαζε. Αναγνώστρια. Που, μα την αλήθεια, ελπίζω να μην υπάρχεις.
Μια καρδιά κρυμμένη, σκοτεινή. Σφαίρες εμπύρειες γύρω της. Νήματα και κουβάρια. Νήματα. Κι ένα κέλυφος γύρω από αυτά, σκληρό, απωθητικό, αηδές, αδιαπέραστο· όπως στα έργα επιστημονικής φαντασίας έχεις κάτι ασπίδες που αποκρούουν ή απορροφούν τα εχθρικά πυρά, πυρά που μοιάζουν με ακτίνες, που μοιάζουν με σπερμάτινοι πίδακες ή ρουκέτες. Ή και όλα μαζί. Και τι υπάρχει κάτω από την πανοπλία; Η καρδιά, τι να υπάρχει. Και τι άλλο παρά ένα κουβάρι εμπύρειο όλο επιθυμίες. Που δεν βγάζει ουράνιες μουσικές καθώς περιστρέφεται, παρά εκείνο το βουητό που είναι το σάουντρακ για τα κβάζαρ στα ντοκυμαντέρ για το σύμπαν: τον χτύπο της καρδιάς, τον παφλασμό του αίματος, το κλείσιμο και το άνοιγμα των βαλβίδων.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Emotional landscapes


Γκύζη-Φιξ, μια τετραετία δρόμος. Με τα πόδια. Πάντα. Yeats's Grave. Had they courage equal to desire. Η μίζερη μα δημοφιλής ποίηση της αυτολύπησης. "Αυτολύπηση = ευαισθησία": παραμύθια στο πάτερο. Μισές κουβέντες, κομμένες. Περαστικά ψαρεμένες, καθώς περνάς από δίπλα τους. Σαν Voyager που εκσφενδονίζεται στο διάστημα. Μισές κουβέντες, καθεμιά και μια ιστορία: "όμως Η ουροδόχος κύστη της γυναίκας...", "υπάρχει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία όπου κρατάει μια φωτογραφική μηχανή", "η Ξάνθη, η πόλη της Ξάνθης", "ναι, ρεεεεεε μαλάκαααα". Περνάς την Αλεξάνδρας, αριστερά η παράταξη των αμαξιών. Περιμένεις στο φανάρι. Πώς έλεγες για αυτές που ποθούσες; terribilis ut acies castrorum ordinata. Terribilis. Ut acies. Στη νησίδα. Τρέχοντας απέναντι. Ποταμός τα αμάξια από Πατησίων. Από Εξάρχεια. Καθημερινή διαδρομή. Νύστα, για το σχολείο. Ιπποκράτους. Φιλόξενα πεζοδρόμια, προστατευμένα από βροχές. Ααβόρα. Αδελφότης Θεολόγων "η Ζωή". Αυτή η βιτρίνα: ήταν δισκάδικο. Εδώ λιγουρευτηκα το Alive and kicking. Χρυσό-καφέ εξώφυλλο. Παιδί ήμουν, μάξι σινγκλ. Μετά έγινε αφισάδικο. Τώρα βιβλιοχαρτοπωλείο. Οδός Θεσσαλού: Μάρκος Μπαρδάς και Σήφης Σουρώδης. Αναμνήσεις, συνειρμοί, έρχονται, χάνονται. Αφήνουν κάτι; ή είναι οι πορδές του μυαλού; "Ωραία διαδρομή η Ιπποκράτους". Βλέπω τους πύργους της Défense. Στέρεο Νόβα, τα ταξί τρέχουν. Αυτά προ φασισμού. Οθόνες στα σουβλατζίδικα. Μπάλα. Όλοι κοιτάνε ψηλά. Περνάω από δίπλα τους. Σχεδόν Ντόπλερ. Δεν τελειώνει ο δρόμος. Κατεβαίνουν οι αριθμοί: 106, 104. Αρ νουβώ το 104, ο αριθμός. Μέσα στα Cartwright Gardens. Εξακρίβωση στοιχείων: "τι κάνεις εδώ νεαρέ;". Ανηφόρι-κατηφόρι. Το σύνορο της Καλλιδρομίου. Απο εδώ έκλεψα την πινακίδα. Από εδώ πιο κάτω σου αγόρασα δώρο. Κοραής και Πύρινος Κόσμος. Γιατί ανήκω εδώ; Γιατί εδώ είμαι ελεύθερος; Ποδηλάτισσες στην Ακαδημίας, ταξιτζήδες κοιτούν αργόσχολα. Η ησυχία της Πανεπιστημίου, λίγο πριν το μποτιλιάρισμα. Μέσα από τη γραμμή, μετα πάλι έξω: εδώ άρχιζε το Άσυλο. Run with me, baby, now. Κι εδώ σε φίλησα. Και πιο κάτω. Σκιές της Κοραή. Κλαυθμώνος. Δεν υπάρχει αυτή η πλατεία. Μόνο συστάδες δέντρων. Καρύτση. Να σταθώ εδώ; Να πιω κάτι; Να διασταυρώσω το βλέμμα μου; Να πιω κάτι; Να πάω πιο πέρα. Λέκκα, Καραγεώργη Σερβίας, δηλαδή έρωτας. Στοές. Πάμφωτες, σκοτεινές, φραγμένες με καγκελόπορτες. Να φάω στο Έβερεστ; Να φάω στα κωλομακντόναλντς; Ερμού. Απλώς πεζόδρομος. Κόσμος περιμένει έξω από το Furin Kazan. Έχω φωτογραφία του υπό βροχή. Να πας πιο πέρα. Indian Kitchen. Παραγγέλνω. Νιώσε το: η οίηση είναι ανασφάλεια. Μπακλαβάδες πολίτικοι. Όμορφα πλήθη και επαρχιώτες επισκέπτες. Πίσω στο Kitchen. Δεν είναι το εγγλέζικο μπιριάνι που ξέρεις. Δεν είναι λιπαρό και βαρύ. Τα μυαλά σου είναι 23, άντε 26 χρονών. Η ηλικία σου όχι. Σκούφου. Ησυχία. Κιμωλία. Πόσες φορές έχω περάσει από εδώ; Τώρα το βλέπω. Αν είχα παρέα θα καθόμουν. Κι αλλού. Και εδώ. Κυδαθηναίων. Μου έμαθε να χαμογελάω. Σιγά σιγά το έμαθα: οι άλλοι θέλουν τη συναναστροφή μου. Δεν το ήξερα πριν. Χρόνια στην φτώχεια. Φτώχεια σημαίνει όχι πολλά πολλά. Το πολλά πολλά κοστίζουν λεφτά. Happiness -- bang bang, shoot shoot. Τουρίστες. Ξένος τύπος. Λυσικράτης. Αρεοπαγίτου. Κάθε σαββατόβραδο μέσα ήταν ήττα. Αλλά μπα, μου αρέσει ο καναπές μου. Μου αρέσει το σπίτι μου. Περπατάω γρήγορα. Ο στρωτός ακύμαντος φλοίσβος της κίνησης στην Καλλιρρόης. Στάση Βουλιαγμένης.

Η φωτογραφία είναι της murplejane.

Ο φούρναρης της Σαλαμίνας

Επίσης, όπως μου θύμισε φίλος χτες το βράδυ, το στρατοπέδο συγκέντρωσης της Αμυγδαλέζας συνεχίζει να λειτουργεί.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Live with me

εις μνήμην Terry Callier, που μ' έκανε να ανατριχιάσω, προς τιμήν αυτουνού.

Έμαθα χτες το πρωί ότι πέθανε η φωνή του Live with me των Massive Attack. Στενοχωρήθηκα.

Χτες το βράδυ μετά τη δουλειά, ήδη σκοτάδι έξω, πήγα να πάρω τα καινούργια γυαλιά μου. Περπάταγα παράλληλα με μια ασάλευτη ουρά από μποτιλιαρισμένα αμάξια. Κοίταγα πού και πού τα πρόσωπα των οδηγών. Live with me. Θυμήθηκα τη συναυλία τους το 2008. Εκεί αρχίσαν όλα. Ακόμα μία ενηλικίωση ξεκίναγε, επώδυνη και ευφρόσυνη. Ακόμα μία αρχή. Έσκυψα το κεφάλι και χάθηκα στις σκέψεις περπατώντας, όπως παλιά, όταν ήμουν ηττημένος και μόνος, τότε που είχα μια ακατανόητη λύπη να μου πλακώνει το στήθος, τότε που υπήρχαν πόρτες τις οποίες ήμουν αποφασισμένος να μην ανοίξω.

Ο γάμος είχε γίνει μόνο και μόνο για να στηθεί ένα πάρα πολύ μεγάλο πάρτυ με φίλους. Ούτε μέλλον ούτε παρόν υπήρχε τότε, κι ένας θεός ξέρει πόση ανάγκη είχαμε και από πάρτυ και από φίλους. Έτσι έγινε. Δε θα έπρεπε να νομίζουμε ότι παντρευόμαστε από έρωτα. Η ύψιστη και η πιο ουσιαστική έκφραση του έρωτα είναι το 'ζήσε μαζί μου' for so long, που έλεγε και η σφραγίδα στην πρώτη κυπριακή άδεια παραμονής που έβγαλα. Για όσο είναι, για όσο πάει. Αυτό είναι το πιο πολύ του έρωτα· και δεν είναι καθόλου μα καθόλου λίγο και είναι κάτι αντίθετο απ' την απάτη. Ο γάμος δεν είναι παρά κέλυφος, είναι πολιτικό δικαίωμα, είναι πρόσχημα. Είναι μια κράτηση διαρκείας: σύνευνου, γονιού, παρέας.

Live with me. Λίγες γυναίκες πόθησα, όπως κι αν θα μετρούσε κανείς. Ας αφήσουμε τα πολύτιμα καθέκαστα, ας βάλουμε στην άκρη τα άλλα, εκείνα στα οποία μας πάει ο πόθος. Ποιες πόθησες; Τις γενναίες. Εκείνες που δε σε έκαναν να αισθάνεσαι καλύτερος άνθρωπος παρά να θέλεις να γίνεις καλύτερος άνθρωπος ή έστω πιο αληθινός κι ελεύθερος, που σε έκαναν να θες να μεθάς μαζί τους, να γίνεις το σκυλί τους. Εκείνες που δεν είπαν "παντρέψου με", που δε συνέστησαν "υπομονή και κουράγιο", που δεν είπαν "κάτσε και βγάλε άκρη". Παρά είπανε "θέλω να γίνω ερωμένη σου" και "go away, because I want you too much" και "εσύ φταις που υποφέρω, θα έρθω να συζήσουμε" αλλά και "live with me". Που είπαν "έλα εδώ" και "τι κάνεις εκεί;" και "αχ", όλες τους, ξανά και ξανά και με τρόπο αγέρωχα βαρύ και χαμηλόφωνα αποφασισμένο. Που είπαν κι έγραψαν. Που είπαν όσα είπαν, που έδειξαν πολλά κι ας μην τα είπαν, που είναι η δική μου κληρονομιά και η δική μου αναπαλλοτρίωτη περιουσία, ο δικός μου θησαυρός, ώσπου να με αλώσει το Αλτσχάιμερ.

Από τις σκέψεις με έβγαλε η συνειδητοποίηση ότι μόλις είχα προσπεράσει τον οπτικό.

Η φωτογραφία είναι της murplejane

Συνοπτικά ηθικολογικά

Μόνον το κράτος δικαιούται να συμπεριφέρεται ανήθικα ή και να παρανομεί: με τις οροθετικές, τους συλληφθέντες, την εξαίρεση από το χαράτσι της ΔΕΗ... (η λίστα είναι πολύ μεγάλη).

Η ηθική μιας κοινωνίας δεν εκπίπτει όταν οι έρωτες είναι ελεύθεροι και ο κόσμος γαμιέται και γαμεί με λιγότερες ενοχές απ' ό,τι οι ιδανικοί μαντρωμένοι αγροτοποιμένες που έχουμε στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Δεν πάσχουμε σαν κοινωνία επειδή αυξάνονται τα διαζύγια ή επειδή οι έφηβοι είναι ξύπνιοι.

Η ηθική μιας κοινωνίας σείεται και αρχίζει να καταρρέει όταν, ακόμα και αυτοί που δε νέμονται την εξουσία, αυτοί που ούτε συνδιαλέγονται ούτε συνδιαλλάσσονται με συμφέροντα, επιλέγουνε τον εφησυχασμό και τη διαχείριση (με συνοδεία την απαραίτητη μερίδα υποκρισίας) αντί για την ηθική στάση. Διαβάστε (από εδώ):
[...] μαθήτρια αλβανικής καταγωγής, πρώτη στη βαθμολογία, εμποδίστηκε να παρελάσει κρατώντας τη σημαία, με μερίδα συμμαθητών της να απειλούν τον διευθυντή του σχολείου πως αν δεν πάρει τη σημαία από τη μαθήτρια θα καλέσουν τη Χρυσή Αυγή. Το περιστατικό συνέβη στο ΕΠΑΛ Φαρσάλων, όπως αναφέρει το onlarissa.gr. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι αντιδράσεις από μαθητές ξεκίνησαν πριν από δύο εβδομάδες, όταν ενημερώθηκαν πως σημαιοφόρος θα είναι η εν λόγω μαθήτρια, όπως άλλωστε ορίζει ο νόμος καθώς ήταν η πρώτη στη βαθμολογία. Όπως δηλώνει ο διευθυντής του σχολείου [...], μετά την αντίδραση των μαθητών και τις απειλές ο ίδιος απευθύνθηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση Λάρισας, μεταφέροντας το όλο θέμα που είχε δημιουργηθεί. Η απάντηση ήταν πως «πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος». Οι αντιδράσεις εντάθηκαν και ο καθηγητής, με τον φόβο ότι η κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει, είχε και δεύτερη επικοινωνία με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση η οποία είπε στη διεύθυνση του ΕΠΑΛ να χειριστεί η ίδια το θέμα σταθμίζοντας όλες τις παραμέτρους. Ο διευθυντής είχε επαφές με το δεκαπενταμελές, που δεν εξέφρασε αντίθεση στο να γίνει σημαιοφόρος η Αλβανίδα μαθήτρια, με την οποία μίλησε στη συνέχεια για να της εξηγήσει την κατάσταση. Η μαθήτρια δέχτηκε να παραδώσει τη σημαία στην επόμενη σε βαθμολογική επίδοση συμμαθήτριά της. Στο πλαίσιο της μαθητικής εορτής την περασμένη Παρασκευή, η Αλβανίδα μαθήτρια ορίστηκε αρχικά ως σημαιοφόρος από τη διεύθυνση του σχολείου, η οποία τήρησε το γράμμα του νόμου, κράτησε τη σημαία για μερικά λεπτά και στη συνέχεια εξήγησε στους συμμαθητές της πως την παραδίδει επειδή «σέβεται τη σημαία, το διευθυντή, τους καθηγητές και τους συμμαθητές της και όχι επειδή φοβάται». Για την ιστορία αναφέρουμε πως η Αλβανίδα αριστούχος μαθήτρια παρέλασε ως παραστάτρια.
Κι ας πούμε πως κάνουν ό,τι κάνουν γιατί φοβούνται. Τι να πει όμως κανείς όταν η στάση υποκριτικής διαχείρισης προβάλλεται ως απαραίτητη ή και ως θεμιτή;

Αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον θεωρούνται κάπως υπερβολικά όλα αυτά. Ότι Χίτλερ δε θα έχουμε. Κάποιοι θυμούνται ακόμα ότι ξενοφοβικές αντιδράσεις και εγκλήματα κατά ξένων που περάστηκαν στο ντούκου είχαμε και επί δημοκρατίας, χωρίς τη συμμετοχή της ναζιστικής συμμορίας: με Τσενάι, με το κουκούλωμα της φρικτής υπόθεσης Άλεξ, με την κάθε Βουλγάρα "πουτανίτσα" (όπως τη χαρακτήρισαν) που βίαζαν ομαδικά παλληκάρια δικά μας, με το κάθε ζευγάρι ξένων που φυλάκιζαν σε σταύλους και το κακοποιούσαν, με τους ανθρώπους της ηλιόλουστης αβύσσου στη Μανωλάδα, με τους βιασμούς και διαπομπεύσεις αλλοδαπών πορνών σε αστυνομικά τμήματα (κάποια τραβηγμένα σε βίντεο), με, με, με, με...

Χίτλερ δε θα έχουμε. όχι. Απλώς η γλυκειά ελπίδα του ελληνικού λαού, η συμμορία, θα ενσωματωθεί ως neighbourhood watch μέσα στην ελληνική πραγματικότητα, θα φτιάξει το στυλ της, θα ενταχθεί στη ζωή μας. Καλά τα λέει ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος, ξέρει αυτός, δεν είναι χτεσινός. Όπως εντάχθηκαν οι μαυραγορίτες, οι ταγματασφαλίτες, οι χίτες, οι γερμανοτσολιάδες, οι χαφιέδες, όσοι έφαγαν τα σπίτια και της λίρες των Εβραίων της Σαλονίκης, οι βασανιστές, οι άνθρωποι της χούντας, οι ασφαλίτες της επταετίας, οι χουντικοί καθηγητές πανεπιστημίου.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Προφορική ιστορία

Δείτε πρώτα αυτό.

Πρώτη ιστορία, μέσω της μάνας μου

Ο νονός της μάνας μου "έλεγαν ότι ήταν αριστερός". Του έστησαν καρτέρι οι σουρλικοί ("αυτός ήταν ο δεξιός κατσαπλιάς, βασιλικός, δεν ξέρω") και τον πολτοποίησαν στο ξύλο και μετά τον βασάνισαν. Τον άφησαν μισοπεθαμένο σε ένα χωράφι. Κάποιος ειδοποίησε τον πατέρα του δικού μου νονού, που ήτανε κι αυτός με τους δεξιούς επειδή είχε χίλια πρόβατα και οι κουκουέδες θα του τα 'παιρναν. Εκείνος πήγε και τον βρήκε. Έσφαξε ένα πρόβατο και έβαλε τον νονό της μάνας μου μέσα στη ζεστή ακόμα προβιά του. Μετά τον ανέβασε στο κάρο και τον πήγε στη γιαγιά μου, για να τον περιποιηθεί: "Ελένη, κοίτα τι τον έκαναν τον κουμπάρο σου. Εδώ δε θα τον πειράξουν". Έκανε βδομάδες να συνέρθει ο άνθρωπος, "ήταν παραμορφωμένος".

Δεύτερη ιστορία, μέσω της μάνας μου

"Είχαμε γίνει κέντρο διερχομένων. Οι κατσαπλιάδες (=ελασίτες) έψαχναν κορίτσια και τα έστελναν οι οικογένειές τους να κρυφτούν στο υπόγειό μας. Δεκατριών, δεκατεσσάρων χρονών. Ερχόντουσαν οι αντάρτες και έλεγαν στη γιαγιά σου 'Συντρόφισσα, ξέρουμε ότι τις κρύβεις'. Η μαμά μου τους έλεγε όλους καπεταναίους, τους έλεγε να σκάσουν, τους έσφαζε κοτόπουλα και τους τα μαγείρευε, τους έβγαζε και κρασί." Μπορεί να μη γαμούσαν αλλά έφευγαν χαρούμενοι. Η γιαγιά μου ήτανε τότε 30 χρονών, μητέρα τεσσάρων παιδιών.

Τρίτη ιστορία, μέσω της μητέρας του πατέρα μου

"Οι Ιταλοί ήτανε βρωμιάρηδες. Πείραζαν τις γυναίκες στον δρόμο. Δεν είχαν αφήσει γάτα στην Αθήνα. Φωνακλάδες. Γελοίοι. Οι Γερμανοί ήτανε κύριοι, καλά παιδιά, πειθαρχημένα. Φασίστες αλλά καλά παιδιά. Αλλά, να σου πω, τα θηρία, τα κτήνη, ήταν οι ταγματασφαλίτες και οι γερμανοτσολιάδες κι οι χαφιέδες, κακό χρόνο να 'χουν, σκατά στον τάφο τους. Αυτοί. Αυτοί. Αυτοί. Οι προδότες. Από αυτούς υποφέραμε. Εδώ στου Γκύζη είχαμε έναν από δαύτους, τον Χ. Όταν έγινε το Μπλόκο στην Κοκκινιά, μου το είπε η Γ. απέναντι, έκλαιγα μια βδομάδα. Είχαμε την πείνα και τους μαυραγορίτες, είχαμε κι αυτούς."

Τέταρτη ιστορία, μέσω της μάνας μου

"Ο μπαρμπα-Κ. έπαιξε στα χαρτιά και στο μπαρμπούτι τα χωράφια που πήραν οι πρόσφυγες με τον αναδασμό. Στην Κατοχή δεν ξέρω τι έκανε. Μετά παρίστανε τον αντιστασιακό. Σιγά. Κάρφωνε πλούσιους δεξιούς στους αντάρτες. Ρεμάλι μια ζωή. Πήρε σύνταξη αντιστασιακού πάντως, με τον Παπανδρέου."

Πέμπτη ιστορία, μέσω της μάνας μου

"Στην Απελευθέρωση η γιαγιά σου μάς έβγαλε στην παρέλαση του ΕΑΜ. 'Συναγωνίστρια' και 'συντρόφισσα' την έλεγαν, ο παππούς σου ήτανε βενιζελικός και δεν ήθελε. Στην Απελευθέρωση η γιαγιά σου έπλεξε ένα κόκκινο πουλόβερ όλη νύχτα, το φόρεσε στον θείο σου τον Σ. και τον έβαλε να κρατάει μια σημαία. Κατεβήκαμε κάτω στην πλατεία [της Κωμόπολης]. Μιλιούνια. Τραγουδούσαμε "ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ αντιλαλεί". Είχε μαζευτεί όλη η [Κωμόπολη]."

Έκτη ιστορία, μέσω του πατέρα του πατέρα μου

"Παραμονή Χριστουγέννων του '44 φύγαμε με τα πόδια από του Γκύζη με τον Γ. και τον Παππού τον Μουστάκια [τον πεθερό του], περάσαμε τη γραμμή στη ζούλα και πήγαμε στην Καισαριανή σ' ένα κουτούκι. Ο Παππούς ο Μουστάκιας δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του, νήστευε. Ούτε νερό, γιατί θα μεταλάβαινε. Του λέω 'ρε άνθρωπε, εδώ θα μας γαζώσει κανας ελεύθερος σκοπευτής των Εγγλέζων όταν θα γυρνάμε σπίτι κι εσύ νηστεύεις;' 'Τότε να κολαστείτε, μόνοι σας, γαμώ το κέρατό σας, αντίχριστοι, που θ' αρτυθώ χριστουγεννιάτικα'. Εμείς πάντως φάγαμε, ήπιαμε και ρετσίνα -- δεν ξαναφάγαμε τόσο ωραία στη ζωή μας, ίσως επειδή ξέραμε ότι μπορεί να μας θέριζαν στην επιστροφή. Ακόμα το θυμάμαι."

Έβδομη ιστορία, μέσω του πατέρα του πατέρα μου

"Μας μάζεψαν κάτι αριστερούς και μας πήγανε σε μια αποθήκη στου Ψυρρή. Ίσα ίσα που πρόλαβα και χαιρέτησα τη γιαγιά σου, τον πατέρα σου και τον μικρό, γιατί ήξερα ότι δε θα τους ξανάβλεπα. Έτρεμα στον δρόμο. Έκτακτο στρατοδικείο. Ήμασταν συνοδοιπόροι, ύποπτοι κτλ. Η ποινή ήτανε θάνατος. Ήμασταν καμμιά δωδεκαριά. Με τα πολλά αγόρευσε ο Βασιλικός Επίτροπος και είπε "Κύριοι Δικασταί, δε βλέπετε ότι πρόκειται για ασήμαντα ανθρωπάκια; Δεν αποτελούν κίνδυνο για το Έθνος, ανθρωπάκια είναι." Μας απάλλαξαν, γύρισα σπίτι. Ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα από του Ψυρρή στου Γκύζη. Μα πόσο χάρηκα που με είπαν 'ανθρωπάκι' και 'ασήμαντο', δε φαντάζεσαι."

Όγδοη ιστορία, του πατέρα μου

"Φαντάρος έκανα στην Αλεξάνδρεια του Γιδά. Το 1960. Ελεεινός τόπος, χάλια, καλά περάσαμε όμως: εμένα γραφιά με είχανε, καταλαβαίνεις. Τις πρώτες μέρες ο Διοικητής με ρωτάει "[Αμπού-Σραόσα], παιδί μου, από πού είσαι στην Αθήνα; Γκύζη, Πολύγωνο; Με τα κουμμούνια;" Με είχανε καλά δασκαλέψει όμως και είπα ότι είμαι από την Κυψέλη. Ο Διοικητής χαμογέλασε πονηρά και δεν το ξανασυζήτησε. Ευτυχώς είχα στο στρατιωτικό και τον Βορρά [τη θεία του], που ήταν εθνικόφρων, γιατί λόγω του παππού σου..."

Τα πολύτιμα απόνερα της Ιστορίας. Μην ψάχνετε καθαρότητα στα απόνερα. Αλλά μέσα τους βρίσκεται όλη η λάσπη, ο ιδρώτας, το αίμα, οι ροχάλες και τα δάκρυα της Ιστορίας. Όσο για μένα, relata refero. Απλώς αναρωτιέμαι τι θα λένε για τις άγριες μέρες του 2010-2014 (πιο πολύ δε θα κρατήσει αυτό... ε;) το 2070-τόσο, που εγώ θα είμαι ή ουφάκλα, ή χώμα (μπορεί και στάχτες).

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Γκρίνια

to P&P, who hate self-pity, whining and whinging -- and all that

Εδώ και έξίμισυ χρόνια που γράφω εδώ μέσα ασκούνται πάνω μου δύο δυνάμεις: η μία με ελκύει προς τη μεριά του να γράψω κάτι που κάποιος ίσως βρει χρήσιμο (επαγγελματική διαστροφή), η άλλη με σπρώχνει προς τη μεριά του να γράψω αυτό που με τρώει (προσωπική διαστροφή). Απόψε θα σχοινοβατήσω σύντομα και διστακτικά πάνω στη συνισταμένη τους.

Μην γκρινιάζεις. Μην γκρινιάζεις. Σταμάτα να γκρινιάζεις. Η γκρίνια είναι μομφή χωρίς αποδέκτη, να ρίχνεις το φταίξιμο εκεί που δεν υπάρχει φταίχτης. Εντάξει, έτσι σε μεγάλωσαν, στην ευκολία του να γκρινιάζεις, να παραπονιέσαι, να καταγγέλλεις αόριστα. Αλλά μην γκρινιάζεις, ρε μαλάκα. Παραπονιέσαι και καταγγέλλεις όταν υπάρχει φταίχτης και με σκοπό να τον συνετίσεις, να τον νουθετήσεις ή να τον αποτρέψεις, εάν είναι κακόβουλος. Αλλά η γκρίνια δεν απευθύνεται σε κανέναν. Η γκρίνια ξέρει ότι δεν υπάρχει φταίχτης. Η γκρίνια έχει επίγνωση του ότι το μόνο που θες είναι να δικαιωθείς, να μην αναλάβεις τις ευθύνες σου. Η γκρίνια είναι η φώνηση της κακής πίστης: δε θέλω να είμαι αυτός που είμαι, δε θέλω να μπορώ όσα μπορώ, δε θέλω να είμαι ελεύθερος. Θέλω να αλλάξω όσα δεν αλλάζουν ή -- ακόμα χειρότερα -- θέλω να γκρινιάζω για να μη φανώ άπρακτος ενώ δε δρω, επειδή δεν κάνω κάτι για να αλλάξω όσα αλλάζουν αλλά απαιτούν κόπο και κίνδυνο και πείσμα.

Η γκρίνια δεν είναι μόνον αόριστη και αντιπαραγωγική. Δεν είναι μόνον ατελέσφορη. Είναι το δειλό υποκατάστατο της δράσης. Είναι και η άστοχη και αστόχευτη εκδοχή της κριτικής. Η γκρίνια είναι άσφαιρη, είναι η στρακαστρούκα που περνιέται για βόμβα διάτρησης, αλλά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Είναι η απόπειρα δικαίωσης του μαυλιστικά χαυνωτικού "δε θέλω να μπορώ" που έχουμε όλοι μέσα μας, και ως ψυχισμοί και ως κοινωνικά όντα. Ο άνθρωπος που δεν γκρινιάζει ζυγίζει. Όταν δεν γκρινιάζεις, κατανοείς. Λες: αυτός είμαι, μέχρι εκεί μπορώ. Και έχεις τρεις επιλογές, όλες επώδυνες: είτε αποδέχεσαι, εν γνώσει του ότι μπορεί απλώς να δειλιάζεις, είτε δρας, εν γνώσει του ότι μπορεί να σφάλλεις, είτε συζητάς, εν γνώσει του ότι συνήθως αυτό δεν είναι αρκετό.

Η γκρίνια δεν είναι οργή: η οργή ξέρει και η οργή βλέπει και η οργή κρούει με ορμή. Η γκρίνια δεν είναι παράπονο, το παράπονο είναι ταπεινό και ευάλωτο και εμπεριέχει την ίδια την ανεπάρκειά του: ότι είναι η αρχή για κάτι άλλο. Η γκρίνια δεν είναι το τέλος της καρτερίας: η γκρίνια χρησιμοποιεί την καρτερία ως πρόσχημα και για να δικαιολογεί την παρουσία της. Αλλά τίποτε δε δικαιώνει την γκρίνια, σίγουρα όχι η καρτερία. Γιατί η καρτερία μπορεί να είναι και πρέπει να είναι το προοίμιο και η προετοιμασία της δράσης, της οργής, της κριτικής, ίσως και κάποιου γενναίου άλματος στο κενό. Η γκρίνια είναι τζάμπα εκτόνωση, η γκρίνια είναι μαλακία.

Γι' αυτό σου λέω, ρε μαλάκα, μην γκρινιάζεις.

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Σφάλμα

Νομίζω ότι πια τη θεματολογία του δημόσιου και του πολιτικού διαλόγου την ορίζει και την κατευθύνει η ναζιστική συμμορία. Διαβάζω λ.χ. αυτή την εξαιρετική αναίρεση της όψιμης χριστιανοπάθειας των ναζί. Η αντίδρασή μου είναι ότι η ναζιστική συμμορία είναι ακριβώς αυτό: συμμορία. Αν ο Μάκαρος ήγειρε θέμα ελληνικότητας του Κρουσόβου (για τους δικούς του λόγους), θα το συζητούσαμε με εμβρίθεια κι επιχειρήματα; Φεύγοντας από εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου (που χαίρουν ασυλίας), θα έγραφε κανείς ποτέ τεκμηριωμένα κατεβατά υπέρ των ερωτικών πρακτικών και τεχνικών που ενοχλούν τον Πειραιώς Σεραφείμ, την πάλαι ποτέ κυρία Λουκά, τους τηλεοπτικούς υποαστέρες και τις περσόνες του θεάματος; Θα συζητάμε σε λίγο τις φαντασίες του Λιακόπουλου και τους μύθους των συνωμοσιολόγων;

Βεβαίως αναγκαζόμαστε να ασχοληθούμε με την εγκληματική συμμορία. Όχι γιατί μπήκε στη Βουλή, στη Βουλή είχε μπει και το ΛΑΟΣ, προλειαίνοντας το έδαφος, αλλά λόγω της εγκληματικής δράσης της (και όσων χειρότερων σκοπεύει να διαπράξει). Επειδή η ναζιστική συμμορία, όπως και άλλες συμμορίες στην Ελλάδα, συνεργάζεται με την αστυνομία. Επίσης, επειδή τα ΜΜΕ την έχουνε καταστήσει ισότιμο συζητητή. Η στάση μας πρέπει να είναι δυναμική αντιπαράθεση μαζί τους στον δρόμο (μήπως και καταλάβουν οι πιτσιρικάδες για τι θρασύδειλους τσαμπουκάδες πρόκειται) και συγκαταβατική αναίρεση, χωρίς πολλά πολλά, όταν συζητάμε μαζί τους. Βάλτε τους να δούνε το American History X στο κάτω κάτω. Τα υπόλοιπα περιττεύουν. Κι ας είμαστε όλοι μιας προϊόντα μιας παιδείας και μιας κοινωνίας που καλλιεργεί την αμάθεια και την αμερικανικού τύπου ιδιωτεία, αρκεί να εμφορούμαστε από "σωστή σκέψη", "αξίες" και "ιδανικά".

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Ένα ποστ γραμμένο αντίστροφα

Δε θέλω να ξαναγράψω πια για πολιτικά. Δε θέλω, δε θέλω. Όσοι καταλάβαμε, καταλάβαμε πάρα πολύ καλά τι γίνεται και πού ζούμε· και ήρθε η ώρα της δράσης, έστω και αν η δράση είναι απλώς να υπερασπιστούμε την αξιοπρέπειά μας και να ενηλικιωθούμε ως πολιτικώς σκεπτόμενοι άνθρωποι. Ήρθε η ώρα της δράσης.

Δε θέλω να ξαναγράψω για πολιτικά, αλλά θα ξαναγράψω, μάλλον όταν φτάσουμε στον πάτο του επόμενου βάραθρου στο οποίο μας ρίχνει η διαδικασία της εκτροπής: από βάραθρο σε βάραθρο, από αρνητικής δυνάμεως εις αρνητικήν δύναμιν. Ποιος αρνείται πια ότι έχουμε εκτροπή; Σε τι διαφέρουνε πια οι πρακτικές της κυβέρνησης από όλες αυτές των κατ' όνομα δημοκρατιών του 20ου αιώνα που χλευάζαμε και λοιδωρούσαμε;

Όταν μίλησα πριν μήνες για εκτροπή, οι συνετότεροι φίλοι μου με είπαν υπερβολικό και δαιμονισμένο -- με την έννοια του πλατωνικού δαιμονίου, διευκρίνισαν, αλλά εμένα δε μου το βγάζεις από το μυαλό ότι υπαινίσσονταν το ντοστογιεφσκικό αναρχοσοσιαλιστικό δαιμόνιο. Αλλά να λοιπόν, εκτροπή παντού πια. Τα ξανάπαμε. Και μια κοινωνία που δε νοιάζεται γιατί δε νοιάζεται, όχι γιατί είναι μουδιασμένη και παρηγοριές, παραμυθίες και παραμύθες. Όποιος όμως καταλαβαίνει, καταλαβαίνει καλά, κι ας δράσει.

Δε με ενδιαφέρει που είχα δίκιο. Δε με νοιάζει να έχω δίκιο. Ποτέ. Ξέρω καλά (δεν είμαι δημοσιογράφος ή φιλοσοφών) ότι η αλήθεια και το δίκιο δεν είναι κάτι που το κατέχει ένας. Είναι συλλογική προσπάθεια, έργο κι επίτευγμα μιας κοινότητας. Πάντα κι αναπόδραστα. Εγώ θέλω να πω κάτι, έστω μαλακία, συνήθως μαλακία, και πάνω σε αυτό να πατήσει κάποιος άλλος αναιρώντας, συμπληρώνοντας, διορθώνοντας, επαυξάνοντας -- και να μας πάει παρακάτω.

Το σλόγκαν μου είναι pecca fortiter: αμάρτανε γενναία. Κυρίως ως ιδανικό, το οποίο έχω αγκαλιάσει πολλές φορές. Δε γίνεται να έχεις πάντα δίκιο ούτε να είσαι απολύτως συνεπής. Και πρέπει να έχεις την ανδρεία (αστεία λέξη κάπως: πιο φιλάρεσκα πλάσματα και πιο πεισματάρικα δεν έχει από τα αντράκια) να πεις ότι έκανες λάθος, ότι έσφαλες, ότι βρισκόσουν σε πλάνη.

Κι αυτό που λέω εδώ πατάει πάνω στα λόγια άλλων. Λινκ δε βάζω. Αλλά έτσι είναι.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Ένα ποστ α λα παλιά

Βαριέμαι (προσοχή: βαριέμαι, όχι κάτι άλλο)

τον Douglas Adams
τη βικτωριανή πεζογραφία
την J.K. Rowling
τους Iron Maiden
τις φορμουλαϊκές τσόντες με φώτα στούντιο
τα αρχαιολογικά μουσεία καθαρά αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
το ποδόσφαιρο
εσπερινούς και όρθρους
να πλένω πιάτα
να γράφω εσωτερικά σημειώματα
τις αριστερές αναλύσεις
την επαρχία
να απλώνω ρούχα
την ιταλική όπερα (καλύτερα δώστε μου επιλεγμένες άριες)
τον κυπριακό μεζέ
την επιστημονική φαντασία χωρίς φαντασία
τους μαλάκες τους Pulp
την εμμονή με το πρωκτικό σεξ
τα έντεχνα που θα 'θελαν να είναι ροκ ή ρεμπέτικα
τους αμανέδες
την μπύρα (εκτός Τσεχίας και Βελγίου)
τις αναλυτικές περιγραφές εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα σε μυθιστορήματα
την ποίηση κατά 97% (αλλά το 3%!!!)
τις συζητήσεις για γκάτζετ
τις συζητήσεις επί της αρχής (γνωστές και ως "διύλιση του κώνωπος")
να καθαρίζω πατάτες
τις πλεοναστικές περιγραφές χαρακτήρων σε μυθιστορήματα
τα αεροπορικά ταξίδια
τα ταξίδια με πλοίο
τα ταξίδια με ΚΤΕΛ
να οδηγώ
τις αισθηματικές κομεντί με ηθικό δίδαγμα
τις κωμωδίες με ηθικό δίδαγμα
το oeuvre του Καπουτζίδη (πλην Θεοπούλας και Ντάλιας)
τον Μόμπυ Ντικ
τη βαρεμάρα των άλλων
να σιδερώνω πουκάμισα
τους φορτικούς συζητητές
τις εμμονές του Γούντυ Άλλεν (οι ταινίες οκέι)
τις πατάτες γιαχνί
τα ατέλειωτα σόλο του κάθε βιρτουόζου κιθαρίστα
το σοφτ πορνό
την εμμονή με το καλοκαίρι, τις διακοπές, τα νησιά
τις περιγραφές τοπίων στην πεζογραφία
τις λεπτομερείς ψυχολογικές σκιαγραφήσεις εκεί όπου δε χρειάζονται
τη μουσική που παίζεται πια μόνο για μουσικολογικούς σκοπούς
τη ρέγγε
τη χιπ χοπ
σάντουιτς (εκτός Αγγλίας)
τις μπίμπι μπο (δεν είστε σέξι, καθόλου)
τον Μπενίνι (όχι, δεν τον βαριέμαι: με τσαντίζει)
τη ζωγραφική του 18ου αιώνα

τις ατέλειωτες λίστες που δεν αφορούν κανέναν. ;-)

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Fearful symmetry

γραμμένο από κοινού με τον Old Boy

Ο Αλαίν ντε Μποτόν, σύγχρονος αποφθεγματιστής και ποπ φιλόσοφος, γράφει σε ένα πρόσφατο τουίτ του ότι ο μικρόκοσμος της σχολικής αυλής μάς προετοιμάζει όχι για την πραγματική ζωή παρά για τη σοσιαλμηντιακή.

Ωστόσο, ο μικρόκοσμος των ελληνικών σοσιαλμήντια είναι συστηματικός και μάλλον πειθαρχημένος, οργανωμένος σε διακριτές διαδικτυακές κοινότητες: οι αναρχικοί, οι αριστεροί, οι νεοφιλελεύθεροι, κάποιοι μπλαζέ βούδες της ΔΗΜΑΡ, οι φασίστες, κάποιοι αναρχοεθνικιστές, οι δύο ή τρεις κομμουνιστές, τα λοιπά. Τα μέλη κάθε ομάδας κηρύσσουνε στο κοινό της· ανταλλάσσουν μεταξύ τους γνώμες ευθυγραμμισμένες κι αλφαδιασμένες με τις κοινές της αρχές και αντιλήψεις, αστειάκια και ειδήσεις· κυκλοφορούν κωμικό υλικό κι εκφράζουν στοχευμένη αγανάκτηση. Οι αναρχικοί και οι αριστεροί αποκαλύπτουν τις απροκάλυπτες πια θηριωδίες της αστυνομίας και τη φρενήρη κούρσα όλων μας μαζί προς την άβυσσο της καπιταλιστικής απληστίας. Οι φασίστες καταγγέλλουν κάποια νέα τουρκική απειλή, την αδιαφορία των Ελλήνων, τα άγρια ήθη μουσουλμάνων ή την κυνοφαγία πακιστανών -- και ούτω καθεξής.

Η εικόνα όμως αλλάζει θεαματικά όταν βρεθεί κάποιος στον πραγματικό κόσμο, τον κόσμο της ελληνικής κοινωνίας. Τον κόσμο που διαμορφώνουνε τα Μέσα. Εκεί δεν υπάρχουν ασυμμετρίες και ασυνέπειες, δεν υπάρχει κανένα ασυνεπές εμπειρικό δεδομένο να αμφισβητήσει τις Μεγάλες Θεωρίες τους

Έτσι, ο Δεκέμβρης του '08 δεν ήταν τίποτα μα τίποτα άλλο παρά μόνο ένα κρεσέντο βίας και μανίας πυρπολήσεων· η διαδήλωση του πρώτου μνημονίου τίποτα μα τίποτα άλλο παρά οι φόνοι της Μαρφίν· η διαδήλωση του δεύτερου μνημονίου τίποτα μα τίποτα άλλο παρά μόνο το κάψιμο του Αττικόν· οι αγανακτισμένοι τίποτα μα τίποτα άλλο παρά μόνο το εκκολαπτήριο της Χρυσής Αυγής. Εσχάτως μάθαμε ότι η διακοπή της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου δεν ήτανε τίποτα μα τίποτα άλλο παρά μόνο μαγιά για πραξικόπημα.

Η Μεγάλη Θεωρία των Μέσων δεν έχει κενά, ασυμμετρίες, ασάφειες ή ασυνέπειες: ό,τι συμβαίνει εντάσσεται σε αυτές ομοιόμορφα και συμμετρικά. Συζητώντας λ.χ. τα ΜΜΕ για πραξικόπημα, αν δεν το είπαν ακόμα ακριβώς έτσι, σίγουρα θα πουν ότι το να βγαίνει ο στρατός στους δρόμους και το να μπαίνουν συνδικαλιστές στο Πεντάγωνο είναι τελικώς οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συμμετρία: η σύγκλιση του άκρου της στρατιωτικής δικτατορίας με το άκρο της συνδικαλιστικής ασυδοσίας· βλάπτουν την δημοκρατία και τα δύο εξίσου. Μέχρι πρότινος θα μπορούσες να γράψεις κάτι τέτοιο και θα γινόταν αμέσως αντιληπτό ότι το γράφεις σαρκάζοντας, ότι προσπαθείς με την ειρωνεία να αποδομήσεις την κεντρική υπόθεση εργασίας της Μεγάλης Θεωρίας των καθεστωτικών ΜΜΕ. Τώρα πια η ειρωνεία ως εργαλείο τείνει να ακυρωθεί και να χάσει κάθε χρησιμότητα, αφού αδυνατείς να σκεφτείς οτιδήποτε κραυγαλέο που να μην σπεύδουν να το πουν τα Μέσα κυριολεκτώντας, να το εντάξουν στη Θεωρία τους.

Όπως λέει ένας φίλος, το θεώρημα των δύο άκρων τελικά διατυπώθηκε προκειμένου να οδηγηθούμε με συνέπεια σε ένα άλλο, του οποίου τα "δύο άκρα" αποτελούν υποπερίπτωση: στο θεώρημα του ενός και μόνο άκρου, δηλαδή του αριστερού. Όταν η ελληνική αστυνομία -- ή επίλεκτα τμήματά της, εν πάση περιπτώσει -- παίρνει ξεκάθαρη θέση με ποιο άκρο είναι και ποιο «άκρο» αντιμετωπίζει ως τον κατεξοχήν εχθρό του, τότε τα πράγματα απλοποιούνται: η πλευρά της κρατικής βίας είναι εξ ορισμού η πλευρά των θεσμών, της δημοκρατίας, της νομιμότητας. Άρα τελικά το φασιστικό άκρο είναι το άκρο της νέας νομιμότητας, η αιχμή του δόρατος της νομιμότητος, αν προτιμάτε.

Ταμπουρωμένοι μέσα στον μικρόκοσμο των σοσιαλμήντια, μπορούμε να ισχυριστούμε το προφανές: ότι με τέτοια αστυνομία και τέτοια ΜΜΕ η δημοκρατία πάσχει και όζει. Και μπορούμε αναδρομικά να πούμε πως ό,τι κι αν ήταν τελικά ο Δεκέμβρης του 08, αυτήν τουλάχιστον την σαπίλα την ανέδειξε. Αλλά όχι, βγείτε από τον πριζωμένο κόσμο του ίντερνετ, ακούστε τι λέγεται πέραν του ολιγάριθμου εκκλησιάσματος στο οποίο κηρύσσετε: τον Δεκέμβρη απλά κάηκε η πόλη, απειλήθηκαν «οι αρχές της κοινής μας ζωής» και βασικοί κανόνες της δημοκρατίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν το '08, οι ίδιοι διανοούμενοι που ανησυχούσαν για τη λειτουργία της δημοκρατίας στάθηκαν με φυσικότητα κι άνεση στο πλευρό του πολύπλευρου τσαλακώματός της, ενός τσαλακώματος που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Η συμμετρία της Μεγάλης Θεωρίας είναι συντριπτική και οπωσδήποτε μάλλον όχι λογική, αλλά η λογική έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού στον πραγματικό κόσμο όπου δογματίζουν τα κανάλια (οι νέοι άμβωνες) κηρύσσοντας πειθαρχία, χρηστομάθεια, νομιμότητα και ατελέσφορη καρτερία. Ενώ οι αριστεροί ανταλλάσσουμε στα σοσιαλμήντια εξυπνάδες και βαθειές αναλύσεις, τα μέλη της κυβέρνησης και των κομμάτων που τη στηρίζουν, ακόμα και κρατικοί λειτουργοί, κάνουν δηλώσεις που -- αν κάποιος τις πρόσεχε -- θα χλεύαζε ακατάσχετα τους είτε θρασείς, είτε αμετροεπείς, είτε απλώς κυνικούς που τις ξεστόμισαν. Οι φασίστες βεβαίως δε χρειάζεται να μιλάν, αφού κάνουν αυτό που κάνουν μια χαρά οι φασίστες: δέρνουνε και σκοτώνουν παίζοντας μπιζ και τις κουμπάρες.

Όταν ο πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ Διώτης δηλώνει πως: «δεν υπάρχει λίστα, η οποία να μπορεί να καταστεί νομίμως αντικείμενο επεξεργασίας μιας υπηρεσίας, η οποία λειτουργεί εντός των νόμων και του Συντάγματος», έρχεται στον νου ο τρόπος που ο εισαγγελέας Διώτης μια δεκαετία πίσω κατέστησε νομίμως αντικείμενο επεξεργασίας έναν πολυτραυματία. Εκεί οι υπηρεσίες και προσωπικά ο ίδιος λειτουργούσε εντός του νόμου και του Συντάγματος, εκεί μεταχειρίστηκε τον Σάββα Ξηρό με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα του ως κατηγορουμένου. Και το θέμα δεν είναι ντε και καλά ότι κακώς πήρε τις αποφάσεις που πήρε, το θέμα είναι τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά με τα οποία αντιμετωπίζονται οι νομικές γκρίζες ζώνες: μπορεί όντως το θέμα της 17Ν να ήταν τόσο εξαιρετικής σημασίας ώστε το να παίζεις με τα όρια του Συντάγματος και των νόμων να μπορεί να γίνει κατανοητό. Νά όμως που, σε μια χώρα που καταρρέει οικονομικά και βρίσκεται σε μέγιστη κοινωνική κρίση, το θέμα της αξιοποίησης μιας λίστας πληροφοριών με πιθανούς φοροφυγάδες αξιολογείται ως όχι εξίσου σημαντικό. Ο πήχυς της νομικής ευαισθησίας σηκώνεται, ο πήχυς της σημασίας του ευρύτερου θέματος χαμηλώνει αναλογικώς. Η λίστα παραδίδεται και ο Διώτης αναμένει εντολές που όπως λέει, δεν θα του δοθούν ποτέ από τον Βενιζέλο. Να δει κανείς την ιστορία ως μια μεταφορά για το γενικότερο ταξικό και πολιτικό πρόσημο της Δικαιοσύνης; Να δει τελικά κανείς πόσο, ακόμα και σε νομοθετικό και δικαστικό επίπεδο, ο τρομοκράτης είναι ο απόλυτος εχθρός, πώς ο κουκουλοφόρος τείνει να έχει πια μεταχείριση τρομοκράτη και πώς ο απλός διαδηλωτής τείνει πια να έχει μεταχείριση κουκουλοφόρου -- την ώρα που σε νομοθετικό τουλάχιστον επίπεδο, όσο περισσότερα λεφτά έχεις τόσο πιο νόμιμο καθίσταται το να μην πλήρωνεις φόρους; Ο εφοπλιστής Ρέστης καγχάζει "ελάτε να με βρείτε να με φορολογήσετε". Αυτή του η απειλή είναι η κεντρική ιδέα ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος που ευλογούμε και προσκυνούμε.

Η επίπλαστη συμμετρία και η ψευδεπίγραφη ορθολογικότητα της Μεγάλης Θεωρίας συγκαλύπτει ένα ανθολόγιο καζουισμού, ένα ποτπουρί αυθαίρετων προκειμένων και ανακόλουθων συμπερασμάτων, ένα βοτανολόγιο ad hoc αξιωμάτων. Ό,τι με ασφάλεια αναγνωρίζουμε ως κοινές λογικές πλάνες είναι το στημόνι. Ό,τι έχουμε μάθει να είναι ανήθικα συμφέροντα και κυνισμός είναι το υφάδι. Το αδράχτι που υφαίνει τον ασυνάρτητο πέπλο που μας σαβανώνει είναι η Μεγάλη Θεωρία. Μια Θεωρία με ποταπό σκοπό: όχι βεβαίως να ερμηνεύσει, να διορθώσει ή να παιδαγωγήσει, παρά να στηρίξει πρακτικώς την αυθαιρεσία και την αγυρτεία, την ακύρωση του πολιτικού διαλόγου, την καταστρατήγηση δικαιωμάτων και ελευθεριών, τελικά να επιβραδύνει την αποσύνθεση ενός ταριχευμένου κουφαριού που όζει πτωμαΐνη: του τερατωδώς τετρακέφαλου πλάσματος '(Ο ήδη νεκρός) Δικομματισμός-(Τα με τεχνητά μέσα διατηρούμενα στη ζωή) Καθεστωτικά ΜΜΕ-Ολιγάρχες αλά Ελληνικά-(Διασωζόμενες ξανά και ξανά με κρατικό χρήμα) Τράπεζες'. Χρεοκοπημένες τράπεζες που δανείζουν σε χρεοκοπημένα ΜΜΕ και χρεοκοπημένα κόμματα, για να μας κάνουν όλοι μαζί από κοινού διαγγέλματα περί χρεοκοπίας.

Κι έτσι, στον πραγματικό κόσμο έξω από τα σοσιαλμήντια, επικρατεί απόλυτη σύγχυση, ο πολτός της εντροπίας που στο τέλος επιφέρει η απόλυτη συμμετρία. Αν κάποτε λέγαμε ότι κάθε Έλληνας και άποψη, πλέον ισχύει κάτι σαν "κάθε Έλληνας και 3-4 απόψεις, αναλόγως το κοινό και την ώρα της ημέρας". Κι όσο εμείς επιχειρηματολογούμε περί της αστυνομικής βίας ή κατά του να μπαίνει το δημόσιο χρέος πριν από τις ζωές μας, όσο εξετάζουμε τις ευθύνες της Αριστεράς ή των κυνικών μη-εκλεγμένων δουλικών της πλουτοκρατίας, ο κόσμος που δεν μπαίνει στα ίντερνετς κι ενημερώνεται ή σχηματίζει γνώμη από την τηλεόραση και τους γείτονες ετοιμάζεται για όλα. Ή μάλλον, για ό,τι να 'ναι: όλα παίζουν, όλα ισοδύναμα και συμμετρικά τοποθετημένα

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Fortius

Απόψε είδα μια πάρα πολύ όμορφη παράσταση χορού από το σύνολο Aterballetto. Χόρεψαν το Rossini Cards (τι παθαίνουν οι χορογράφοι κι οι χορευτές όταν ακούνε τις ματζοριές του Ροσσίνι) και το Cantata (με μια πολύ ζωντανή ματιά πάνω σε παραδοσιακά ναπολιτάνικα τραγούδια). Είχα να ευχαριστηθώ χορό τόσο πολύ από μια παράσταση του NDT2 στο Λονδίνο, προ αμνημονεύτων.

Στο διάλειμμα σκεφτόμουν τη σκιά που απλώνεται, για να το πω κι εγώ με όρους ψευτοεπικούς και Lord of the Rings. Και μόνον ένα πράγμα αισθάνθηκα:

Όσο πήζει ο πουριτανισμός κι ο βικτωριανισμός γύρω μας, όσο η πατριαρχία κατάγει νέες νίκες και η επιθυμία κι η ερωτική χαρά που φέρνει σπιλώνονται, στιγματίζονται και ποινικοποιούνται, τόσο πιο ελευθεριάζοντες και ερωτολογικοί πρέπει να γίνουμε, τόσο πιο ελευθέρια να μιλάμε και να πράττουμε, τόσο πιο έντονα να υπερασπιστούμε τις ελευθερίες των πόθων και των ηδονών.

Όσο η μετριοπάθεια, η σωφροσύνη και η ψυχραιμία τείνουνε να ταυτιστούν με τον δογματικό νεοφιλελευθερισμό και τις εκβιαστικές ερινύες που τον συνοδεύουν (ήτοι του φασισμού, του γραφειοκρατικού αυταρχισμού και της νομικιστικής και ηθικολογικής καθωσπρέπειας), τόσο πιο επαναστατική και ελευθεριακή και υπέρ αδυνάτων πρέπει να γίνεται η πολιτική μας σκέψη και δράση.

Όσο η ελευθερία του λόγου και της σκέψης περιστέλλονται στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος και των ευαισθησιών όσων ηγεμονεύουν ιδεολογικά και διαφεντεύουν τα πλήθη, τόσο πρέπει να στεκόμαστε όρθιοι και να κάνουμε τη φωνή μας να ακουστεί -- όπου μπορεί ο καθένας μας να σταθεί και όσο μπορεί να ακουστεί η ελεύθερη φωνή του.

Όχι γιατί είμαστε δογματικοί απέναντι στους δογματικούς. Όχι γιατί θα γίνουμε μανιχαϊστές (αυτό ποτέ). Όχι γιατί θα φανούμε επιεικείς απέναντι σε όσους πρόδωσαν όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες: πανσεξουαλιστές φαλλοκράτες, τους δικτάτορες του "υπαρκτού", κάθε λογής καπήλους μικρούς και μεγάλους. Αλλά γιατί η ζωή είναι μικρή, λαμπρή και πολύτιμη, αλλά γιατί πρέπει να την προστατέψουμε και να την υπερασπιστούμε απέναντι στην επιδημία του δικού μας καιρού. Να την υπερασπιστούμε και να τη λαμπρύνουμε.