Ποτέ δεν είχα πολλούς φίλους. Είμαι κατά βάθος βόρειος σ' αυτό: δύσκολα κάνω φίλους, αλλά άμα με κερδίσουν, με κέρδισαν για πάντα. Όταν δε με χάνουν είτε γιατί χάνομαι ή γιατί τους τρελαίνω, δηλαδή. "Χαλεπόν συνείναι" (από τα αρχαία που μελετούσε για τη Γ' Λυκείου) με είχε πει κάποτε η γοητευτική Λίζα Κ.
Έτσι, τις φιλίες τις τιμώ. Η δυσκολία όμως παραμένει. Μάλιστα, όσο προχωρεί η μέση ηλικία, οπότε γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ξεκινήσω καινούργιες, τόσο πιο πολύτιμες μου μοιάζουνε.
Είχα καιρό να μιλήσω με τον Δ.Τ. Την Κυριακή, σε ένα θλιβερό φωτογραφικό σαφάρι, πέρασα μπροστά από αυτό το σπίτι. Ο Δ.Τ. με γύρισε ένα βράδυ στη Λευκωσία μετά από κάτι ουίσκια και μου έδειχνε κατοικίες δείγματα κυπριακού μοντερνισμού. Σταθήκαμε μπροστά από αυτό το σπίτι και μου είπε ότι από παιδί τον συνάρπαζε, ότι σύντομα θα το κατεδαφίσουν κι αυτό για να χτίσουνε καμμιά μαλακία. Μάλιστα μου έλεγε πώς κινούνται οι τιβέλοπερς (το εργολαβιό) μουλωχτά και κρυφά κι αθόρυβα: εκεί που το βλέπεις το σπιτάκι, το επόμενο μεσημέρι το έχουνε φάει οι μπουλντόζες. Άλλωστε, όπως και στην Ελλάδα, για να είσαι αρχιτεκτονικό μνημείο, πρέπει να είσαι καμμιά 200αρια ετών. Το τράβηξα λοιπόν την Κυριακή μια φωτογραφία το σπιτάκι, να μας βρίσκεται, να μας μείνει έστω και ως εικόνα, ως ινδαλμα. Είπα τη Δευτέρα να τον πάρω τηλέφωνο αλλά δεν ευκαίρησα. Θα τον άρχιζα στα γνωστά: "βρήκες γκόμενα και 'ξηφανίστηκες" (ποιος μιλάει, τώρα).
Χτες με πήρε η Μ. Μου είπε για το γεγονός. Ο μόνος πραγματικός φόβος μου: η αδόκητη και απροσδόκητη απώλεια. Όχι αρρώστεια, όχι γεράματα, παρά ένα τηλεφώνημα που θα μπορούσε να είναι παράπονα για τη γειτόνισσα, ενώ στην πραγματικότητα είναι λυγρό. Μου φάνηκε απίστευτο ότι αυτό συνέβη στον Δ.: η γνωστή ανθρώπινη αντίδραση, λένε.
Κλαίγαμε τα σπίτια με το ένθετο βότσαλο και τα ωραία γείσα, κι εδώ χάσαμε τη μητέρα του.
Αυτό το έγραψα γιατί τον σκέφτομαι. Αν πάλι θέλετε να γελάσετε (αφού ούτε τον άνθρωπο τον ξέρετε, ούτε εμένα), πηγαίνετε εδώ: σχεδόν αποκατέστησε την πίστη μου στα ελληνικά ίντερνετς.
Επίμετρο 12.VI: Πέρασα τη μέρα μου γράφοντας και μιλώντας στο τηλέφωνο. Αυτή την ώρα (22:20) έχω την αίσθηση ότι μίλαγα κι έγραφα στα ναχουάτλ όλη μέρα (ναι, τα αζτέκικα, ή 'ατζέκικα', που τα έλεγε η δεσποινίς Σ, η φιλόλογός μας). Η κηδεία με έριξε σε έναν πηχτό εσωτερικό μονόλογο (ροή συνείδησης, μάλλον, δεν υπήρχαν αρκετά 'λόγια' για να μιλάμε για μονόλογο), τόσο πηχτό που δε γράφεται.
Διάβασα και τα σχόλια στο ποστ της helion που αντέγραψα τις προάλλες. Μάλλον είμαι προβληματικός και λιγουλάκι σχολαστικός που δεν ανέχομαι βία εκ μέρους καμμιάς εξουσίας που αυθαιρετεί, είτε οργανωμένης είτε αυτο-οργανωμένης (μη χε -- η 'επανάσταση' και η 'εξέγερση' προϋποθέτουν αρχές κι ευθύνη, nicht wahr?), είτε ατομικής. Πολιτικά ανερμάτιστος, το δίχως άλλο.
Ευτυχώς που υπάρχει ο Χατζιδάκις, ο Λόρκα, ο Γκάτσος, η Μερσέντες Σόσα και ο Γιώργος Μίχος, οι οποίοι συναντήθηκαν εδώ.
Τώρα πάω για ύπνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου