Αχ, ήρθες πάλι, καλοκαιράκι.
Μαζί σου φέρνεις αποπνικτική μπόχα ιδρωτίλας στις δημόσιες συγκοινωνίες· σκόνη και ζέστη· υπερκατανάλωση ρεύματος· πυρκαγιές και καμένα σπίτια, ζώα, πλαγιές· αγενείς μαστρωπούς του τουριστικού μας προϊόντος· κόσμο να κυλιέται στα καταστρώματα βρωμώντας χρόνια απλυσιά και κλιματισμένη κλεισούρα· διπλοπαρκαρίσματα και μποτιλιαρίσματα σε νησιώτικους χωματόδρομους ανοιγμένους για ενάμισυ γαϊδουράκι· εγκαύματα, θερμοπληξίες και τσούχτρες· σπατάλη καραβίδας για άνοστες, κακοφτιαγμένες και πανάκριβες αστακομακαρονάδες· τζετ σκι και σφαγμένους της οδικής μας αφροσύνης· μεθυσμένους Άγγλους και ερεθισμένους Ιταλούς· κινητά στις παραλίες· τουαλέτες που βρωμούν αφρόντιστες στα πενήντα μέτρα· μύγες και κουνούπια· νοσοκομεία γεμάτα ασθενείς και το προσωπικό με άδειες· τη φαντασίωση ότι οι δέκα μέρες στα υπερχλωριωμένα ενοικιαζόμενα κάποιου ξερόβραχου αποτελούν χαλάρωση, αποθέωση του αισθησιασμού και απελευθέρωση των αισθήσεων.
Ο Θεός μαζί μας και φέτος.
Ναί: φύγε πιὰ λυσσασμένο καλοκαίρι, καθὼς λέει ὁ ποιητής. Καὶ νὰ σκεφθεῖς ὅτι μόλις ἦλθε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιος ποιητής; Πού;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜὲ ἔβαλες καὶ τὸ ξέθαψα: Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία (1972), μέρος III. Σὲ εὐχαριστῶ, πάντως: ὡραῖο ἦταν τὸ μεσημεράκι μὲ τὸ Λεοντάρη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκέψου! Από το 1972 ήταν αφόρητο το καλοκαίρι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό ψήσιμο..και προτιμήστε σκιά..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα απο Τορόντο.