Αλλά δε θα γράψω γι' αυτό.
Πριν χρόνια, μία καλή συνάδελφος και φίλη από την Τουρκία καθόταν μαζί μου πάνω στον λεγόμενο Πύργο του Οθέλλου στην Αμμόχωστο και συζητούσαμε κοιτώντας το άδειο λιμάνι με κάποια θλίψη. Μετά με πήγε τσάρκα με το αυτοκίνητο μέσα στην απαγορευμένη ζώνη πίσω από την πεθαμένη πόλη της Αμμοχώστου (το Βαρώσι), φτάσαμε σχεδόν στη γραμμή αντιπαράταξης.
"Τι έχουμε κάνει σε αυτόν τον τόπο"Όταν αναπόφευκτα μάς σταμάτησε ο φαντάρος, μια ανάσα από το φυλάκιο και με το ελληνοκυπριακό φυλάκιο να φαίνεται ξεκάθαρα απέναντι, εγώ έκανα το παπί, όπως είχαμε συμφωνήσει. Ήταν ευγενέστερος από πολλούς συνοριοφρουρούς. Η φίλη μου "φόρεσε" (που λεν κι οι Εγγλέζοι) την πιο "ρε συ παμ' πλατεία" προφορά της Ιστανμπούλ που τής επέτρεπαν τα χρόνια μας (δεν ήμασταν δα και δεκαπεντάχρονα) και είπε στον φαντάρο πως χαθήκαμε και συγγνώμη και "αμάν πού είμαστε;". Ο στυγνός πλην ευγενέστατος ολετήρας της ελληνικής πατρίδας μάς υπέδειξε ευγενικά πώς να γυρίσουμε πίσω στην Αμμόχωστο. Δεν ανέφερε πως μέχρι να φτάσουμε εκεί που είχαμε φτάσει είχαμε περάσει από καμμιά δεκαριά πινακίδες με περιεχόμενο τύπου 'δρόμος κλειστός', 'απαγορεύεται', 'σταμάτα', 'πού πας;', 'ίσα ρε!' και ούτω καθεξής -- "χαζοί σταμπουλιώτες", θα σκέφτηκε.
"Όχι εμείς, οι πατεράδες μας."
Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο, όπως προχτές. Μου έδειξε τη μαρμαρυγή του φεγγαρόφωτου πάνω στη θάλασσα:
"Και γι' αυτό έχουμε ελληνική λέξη."Ούτε και κανένας άλλος. Η λέξη 'διακαμός' δε φαίνεται να υπάρχει πουθενά σε λεξικά, ενώ όπου παρατίθεται ονλάιν τη δίνουν ως 'αποθησαύριστη' (αυτό δεν ξέρω τι σημαίνει) ή αμάρτυρη. Εν ολίγοις, είμαι ευγνώμων που οι βρωμότουρκοι διασώζουν αυτή τη δίχως άλλο πανάρχαια ελληνική λέξη η οποία ποιητικά παρουσιάζει το φεγγάρι να καίει τη θάλασσα με τη χλωμή φωτιά του. Διότι οι λέξεις έχουν σημασία και ουσία. Τίποτε άλλο.
"Για ποιο;"
"Yakamoz."
"Ποια είναι η ελληνική λέξη;", ρώτησα.
"Ε, μάλλον 'yakamos'."
"Μάλλον 'διακαμός' θα έπρεπε να είναι. Δεν την ξέρω", είπα.
Επειδή όμως ζούμε σε ενα μέρος του κόσμου που δεν είναι καθόλου ομοιογενές (τόσοι και τόσοι πέρασαν από την περιοχή) δεν θα έπρεπε να σου κάνει τόση εντύπωση μια ελληνική λέξη που έτυχε να χρησιμοποιείται τώρα από τους Τούρκους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑντιθέτως, το βρίσκω πολύ φυσικό.
!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω ότι είναι σε χρήση πάντως, από πρόχειρη ματιά στο δίκτυο:
ΑπάντησηΔιαγραφήΑργότερα, όταν τα καϊκια μηχανοκινήθηκαν, η αλιεία με βολές έγινε νυχτερινή και ο ψαράς όφειλε να μαντέψει με τη μαστοριά της ερμηνείας του, από το διακαμό δηλαδή τον φωσφορισμό που έκανε το κοπάδι, καθώς μετακινούνταν, το είδος και το μέγεθος των ψαριών.
Υπάρχουν πολλές πανέμορφες ελληνικές λέξεις που σκουριάζουν ανείπωτες μέσα σε παλιά βιβλία.Το πολύ να της θυμηθεί κανένας ποιητής...μήπως θα έπρεπε ν'αρχίσουμε μια εκστρατεία για την επαναφορά τους στην ελληνική γλώσσα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίσαι ποιητής sraosha. Παραδέξου το.
ΑπάντησηΔιαγραφήδιακανάσσω και διακανάζω, αορ. διεκάναξα (βλ. κανάσσω) = επί υγρών, τρέχω δια μέσου τινός κελαρύζοντας («κλουκλουκίζοντας»), όταν πίνει τις βιαστικά και με απληστίαν, ή όταν το ύδωρ διέρχεται από μικρόν στόμιον αγγείου. Η λ. εσχηματίσθη εκ του δημιουργουμένου ήχου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπορεί να είναι παράγωγο χαμένο αυτού του ρήματος... Αν και το καθρέφτισμα του φεγγαριού δεν ηχεί, εντούτοις η μαρμαρυγή είναι μια εικόνα... ηχητική!
Η λέξη που άκουσα από ψαράδες Μηχανιώνας, Θάσου και Καβάλας ,μεταξύ 1985-95 είναι "γιακαμός", μάλλον από την τουρκική εκδοχή, εφ όσον οι περισσότεροι ήταν πρόσφυγες και μάλιστα της Προποντίδας.Στον Θερμαϊκό το λέγουν και διακαμό. Δεν έχει σχέση με το νερό και το φεγγάρι. Είναι η σελαγίζουσα , λόγω των φωσφορικών συστατικών που περιέχει,αγέλη του πλαγκτού. Οταν έχει φεγγάρι, "βάφει" τα κουπιά, το χέρι στο νερό, την ίνα της πετονιάς.
ΑπάντησηΔιαγραφή@rodia: Χωρίς να καμώνομαι πως ξέρω από ετυμολογίες και τέτοια, εάν το διακανάσσω σχετιζόταν με το διακαμός, θα είχαμε *διακαναγμός
ΑπάντησηΔιαγραφή@πετεφρής: η σημασία (της "βιοβαφής") που δίνεις είναι η δεύτερη στο λήμμα του τουρκικού λεξικού, προς το οποίο έχω ζεύξη μέσα στο ποστ.
Iνατί στα λεξικά να ψάχνω
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτό που ως αυτόπτης μαρτύρησα;
(εντάξει, προτού παίξω
τον memories freak, έκαμα
μιά βόλτα στον Ησύχιο
ανεπιτυχή). Να το θέσω
απ΄την ανάποδη: έχει όνομα
αυτή η "βιοβαφή", η φωτί-
στηκα από ανώνυμη θεά;
@πετεφρή: Η σημασία της βιοφωταύγειας του πλαγκτού είναι η δεύτερη στο τουρκικό λεξικό. Ο talos δίνει την πρώτη, τις στιγμιαίες φωσφορίζουσες αναλαμπές του στιλπνού δέρματος των ψαριών ή των κουπιών, αυτή είναι η πρώτη σημασία στο τουρκικό λεξικό. Τα άνωθι με μικρή επιφύλαξη γιατί τα τούρκικά μου είναι γιαλαντζί / ντεμέκ / ερζάτς / ιμιτασιόν (μα δείτε και πάλι τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας!)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο γεγονός ότι η ερμηνεία της φίλης μου με τα φεγγάρια που καθρεφτίζονται θρυμματισμένα πάνω στη θάλασσα είναι μάλλον τελείως λάθος και της βγήκε λίγο ακυρολεκτικά και λίγο ποιητικά στο έτσι (αχ τα παιδιά της πόλης!) το υπαινίχθηκα εξ αρχής βάζοντας ζεύξη στο λήμμα του τούρκικου λεξικού.
Πάντως, μάθατε ακόμα μια λέξη.. μη το αρνείσθε!:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιακαμός: Η λουομένη κόρη Μοσχούλα (=Ονειρο στο κύμα) είδε τον διακαμό του νεαρού αιπόλου στο ομώνυμο διήγημα του Παπαδιαμάντη. Να:
ΑπάντησηΔιαγραφή«Αλλ' όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας —μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...— είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...»
[«Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...»]
Ω! Chapeau!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε την αγάπη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ λέξη με έχει κεραυνοβολήσει και στο παρελθόν... Ευχαριστώ για την υπενθύμιση και το ταξίδι στο Βαρώσι.
Ευχαριστώ που αναφερθήκατε στο Βαρώσι, που είναι και ο άλλος πόλος αυτής της καταχώρισης (αφού, φυσικά, οι λέξεις τελικά "έχουν [τη] σημασία και ουσία" που τους δίνουμε εμείς).
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν (είναι;) μια μάλλον άσχημη πόλη, λίγο σαν το Τελ Αβίβ, λίγο όπως έγινε μετά η Λεμεσός. Είναι τρομακτικό θέαμα μια πόλη σε στάση τα τελευταία 30 χρόνια. Δεν το περίμενα να βουρκώσω, είχα την αίσθηση πως τριγυρίζω γύρω από ένα ζώο φρικτά συνθλιμμένο κάτω από τη ρόδα κάποιου, του οποίου όμως μπορείς να διακρίνεις ακόμα άθικτα τα ποδαράκια ή ένα κομμάτι της γούνας του που δε ματώθηκε.
Φαντάζομαι ακόμα και σήμερα την απόλυτη ησυχία μιας ολόκληρης πόλης που είναι άδεια τη νύχτα. Σκέφτομαι τα κακοκλεισμένα πατζούρια και τις κουρελιασμένες κουρτίνες που ανεμίζουν από ανοιχτά παράθυρα 30 χρόνια. Τους αρουραίους και τις γάτες που κυνηγιούνται στον απέραντο άδειο λαβύρινθο δρόμων, καταστημάτων, διαμερισμάτων, κλιμακοστασίων. Ακόμα κι ο μπρουταλισμός της γίνεται ελεγειακός, κατά κάποιον τρόπο χειρότερος από χαλάσματα κι ερείπια έτσι.