Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Εναντίον της τσόντας


Όσο εύκολος και δεκτικός είμαι με τους ανθρώπους, αρκεί να μη νομίζουν ότι μπορούνε να με πιλατεύουν όπως τους καπνίσει ένεκα καρτερίας και κατανόησης μου, τόσο δύσκολος είμαι με το τι μου αρέσει. Κάποτε η Ζ μού είπε ότι κάτι πρέπει να με πείσει και να με κερδίσει για να πω "μου αρέσει", μια και η αρχική μου κατάσταση και διάθεση είναι το όχι.

Ωστόσο με ενθουσιάζουνε δύο διαγωνισμοί ριάλιτυ: το αμερικάνικο Master Chef και το Project Runway. Τους τραγουδιάρηδες και τα ταλέντα τα βαριέμαι: προτιμώ να βλέπω να διαγωνίζεται κόσμος που μπορεί να φτιάξει κάτι.

Τις προάλλες πάντως έπεσα σε ένα My Style Rocks. Ελληνικό. Δεν θα πω για τα ρίγη θυμηδίας, οίκτου και αναφυλαξίας που μου προκάλεσε η κριτική επιτροπή. Το θέμα της βραδιάς ήταν "ντύσου σαν σταρ". Η Ραμόνα, η οποία μαθαίνω ότι εξελίσσεται στον Τσάκα της δεκαετίας, ήξερε πώς να σταθεί μέσα σε αυτό το υβρίδιο αποκριάτικου πάρτυ και κυριακάτικου τραπεζιού με τάχα μου αστή αρχαία θεία: είχε ντυθεί Γκρέις Τζόουνς. Μια άλλη είχε ντυθεί Μπιγιονσέ. Εγώ όταν την είδα νόμισα ότι είχε ντυθεί πορνοστάρ σε ταινία με κυριλέ μιλφάρες, αφού φόραγε κάτι μπούστα και ρόμπες αραχνοΰφαντες. Μια άλλη πίσω, που δεν φαινότανε και πολύ καλά, έμοιαζε σαν να βγήκε από κάτι πορνό παρωδίες του Sons of Anarchy με ολίγη από πανκιό ταινίας Δαλιανίδη. Μετά άλλαξα το κανάλι γιατί μία νόμιζε ότι έμοιαζε στην Τάμτα.

Αλλά ναι, νομίζω ότι η τσόντα έχει αλώσει το σέξι μας.

Να εξηγηθώ. Επαναλαμβάνω ότι επί της αρχής δεν έχω τίποτε κατά της πορνογραφίας: και αναγκαία είναι και ευχάριστη. Ευχάριστη για τους ευνόητους λόγους και αναγκαία ως αντίσταση και αντίπραξη στον ασκητισμό, στον πουριτανισμό και στην έξωθεν ρύθμιση του βίου, των επιθυμιών και των ηδονών. Επιπλέον, τάσεις και αισθητικές θέσεις που ξεκινούν από την πορνογραφία διαμορφώνουν και την αισθητική μας και τη νοοτροπία μας.

Και κάπου εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, γιατί η πορνογραφία δεν είναι ανεξαιρέτως επαναστατική και απελευθερωτική. Συγκεκριμένα:
Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να έχεις πρόβλημα με την πορνογραφία. Η μεγάλη πλειονότητα του επαγγελματικά φτιαγμένου πορνογραφικού υλικού που κυκλοφορεί μας έρχεται είτε από μια γειτονιά του Λος Άντζελες, είτε από τρεις-τέσσερις ευρωπαίους υπερπαραγωγούς. Υπερφωτισμένα πλάνα, υπερσουλουπωμένες γυναίκες λες και φτιαγμένες από πρωτόγονο πρόγραμμα τρισδιάστατης σχεδίασης, απόλυτη σεναριακή προσκόλληση στο εξής τελετουργικό: στοματικό αλλέ, στοματικό ρετούρ, λούπα· σφυροκόπημα α λα καρτ και αλλαγή στάσης (ν φορές, όπου ν≤4), τέλος στα μούτρα ή εκεί γύρω. Βλέπεις ουλές από τις προσθετικές, βλέμματα λιγωμένα μα ντεκαυλέ, δωμάτια ξενοδοχείων, πισίνες στελεχών και σαλόνια βιλλών, αλλόκοτες ανατομίες (αλογίσιες ψωλές ανεξαιρέτως περιτμημένες, μουνιά σα σχισμές κουμπαρά από τις εγχειρίσεις κτλ.), τανύσματα, διαστολές, διατάσεις, ακούς βρωμόλογα που δεν είναι βρωμόλογα παρά κάπως άνοστα ξόρκια. Και όλα τ' άλλα είναι niche.
Η αισθητική αυτής της σχολής πορνογραφίας μάς έχει σβερκωθεί άσχημα. Αυτό είδα στο My Style Rocks. Η αμερικανική βιομηχανική τσόντα έχει διαμορφώσει πώς βλέπουμε το σέξι, το παιχνιδιάρικο, το καυλιάρικο -- ακόμα και το πώς βλέπουμε το ντύσιμο ινδαλμάτων εκτός πορνογραφίας. Πέρα από το ότι έχουμε εθιστεί στη "φωταψία, τάχα μου ανυπόκριτη και ειλικρινή, στη φάση "όλα στο φως" της αμερικάνικης εποχής μας", ενδυματολογικά κάθε τι σχετικό με την επιθυμία και τη διέγερση περνάει σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το φίλτρο της πορνογραφικής ματιάς.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε και ζούμε τους έρωτες και τα γαμήσια και με το τι προσδοκίες έχουμε από αυτά. Όπως έγραφα πέρσι,
διακρίνω μια τάση, ίσως αυξανόμενη, να σκηνοθετούν και να στήνουν πολλοί την ερωτική τους ζωή με βάση τις τσόντες που βλέπουν, οι οποίες βεβαίως βρίσκονται εύκολα πια και σε αφθονία. Δεν σχολιάζω τη σεξουαλική προσήλωση κάποιων σε (πάρα) πολύ συγκεκριμένες πρακτικές και διαδικασίες -- ανθρώπινα είναι και αυτά. Επίσης δεν αναθεματίζω γενικώς και συλλήβδην την ερωτογραφία και την πορνογραφία, ούτε καν ως πηγή ιδεών και λύσεων για την ερωτοπραξία. Με απασχολεί κάτι γενικότερο: η μανία της ταύτισης, η ανάγκη να κάνουμε αυτά που βλέπουμε και να τα κάνουμε όπως τα βλέπουμε, αλλά και η έπειξη να συμμετάσχουμε κι εμείς σε κάτι σαν κι αυτό που βλέπουμε.
Βεβαίως υπάρχουν εναλλακτικοί παραγωγοί πορνογραφίας, όπως η σχολή της Erika Lust και άλλες πολλές. Υπάρχει πια η ερασιτεχνική τσόντα, ιδιωτικής στόχευσης στη μεγάλη της πλειοψηφία. Υπάρχουν πολλές και διάφορες ερωτογραφίες.

Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει ότι η τσόντα, και μάλιστα αυτή που κυκλοφορεί και καταναλώνεται στο τζαμπέ διαδικτυακώς, κυριαρχείται από αυτό το προκάτ και βιομηχανοποιημένο πράμα που περιέγραψα πιο πάνω. Κι αυτό το πράμα δεν είναι ούτε ανταρσία ούτε αντίσταση παρά ακόμα ένας τρόπος να καλουπώσουμε βίο, επιθυμίες και ηδονές. Επιπλέον, όπως φάνηκε και στις παραπάνω περιπτώσεις διαγωνιζόμενων στο ριάλιτυ, αλλοιώνει όχι μόνο τον τρόπο που κατανοούμε και αντιλαμβανόμαστε αναλυτικές κατηγορίες όπως σέξι ή διεγερτικό αλλά διαμορφώνει και τον τρόπο που βλέπουμε τι φοράει π.χ. η Μπιγιονσέ.

Και τι να κάνουμε; Τα γνωστά: να βρούμε την δική μας τσόντα, τη σωστή, όπως ψάχνουμε να βρούμε το δικό μας φαγάδικο και το δικό μας μπαρ· να βρούμε την πορνογραφία που ταιριάζει σε εμάς και που δεν μας αναγκάζει να συμμορφωθούμε με τις δικές της μανιέρες -- πράγμα ευκολότερο αν είσαι πάνω από τριάντα, για να πω τη μαύρη αλήθεια. Και τι άλλο να κάνουμε; Να φτιάξουμε κι εμείς τη δική μας τσόντα.

GatheRate

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Επαρχία


Ο Σαββόπουλος μίλησε για άθλια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία.

Όμως η επαρχία είναι παραπάνω και πέρα από ασυνάρτητη. Μάλιστα, αν κάτι χαρακτηρίζεται από ασυναρτησία, αυτό είναι η ίδια η πόλη με την πολυμορφία της και την έλλειψη κεντρικών οργανωτικών αρχών και συνθηκών.

Την επαρχία τη συνοδεύει και την καθορίζει η στεκάμενη ομοιομορφία της. Και δεν εννοώ το τοπίο, εννοώ τα πάντα της. Η στεκάμενη ομοιομορφία των λόγων, των διαθέσεων, των τρόπων, των ηθών.

Την επαρχία πάντως τη χαρακτηρίζει η ασάλευτη ασχήμια της. Βεβαίως και οι πόλεις μπορεί να είναι άσχημες· αν φύγει κανείς από τις εξευγενισμένες ή τις φροντισμένες γειτονιές τους, συνήθως είναι άσχημες. Αλλά πρόκειται για την ασχήμια της ζωής: για τα υποπροϊόντα δράσης κι αντίδρασης, εμπορίου και φαγητού, διαφωνίας και καβγά, διέγερσης και οργασμού, καβγά και θανάτου. Στην επαρχία όλα είναι ασάλευτα γιατί όλα παρακολουθούνται στενά κι αποτελεσματικά. Αν παρελπίδα ξεφύγουν, θα επανέρθουν αμέσως στην ακινησία -- και τους κραδασμούς θα απορροφήσουν δυο τρεις ευαίσθητες ψυχές που χλευάζονται ή και κανας σαλός που παραμιλάει.
 
Η ατονία και η αυτάρεσκη μικροπρέπεια βασιλεύουν στην επαρχία. Όλοι στην επαρχία νιώθουνε θεοί, θεοί τοπικοί και χθόνιοι αλλά θεοί. Κάθε τι μικρό που σπινθηρίζει στην επαρχία δεν είναι χαρά, σαν αυτές που κρύβονται στις πτυχές και τους μαιάνδρους και τις εσοχές της πόλης, παρά το υποκατάστατο κάθε μεγάλης ιλαρότητας, η οποία ελλείπει στην επαρχία.

GatheRate

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Cadenza, δέκα χρόνια μετά


Απόψε οδηγώντας μέσα στη νύχτα, όπως μου αρέσει, έβαλα να ακούσω το Heroes. Ωστόσο μετά το ομώνυμο τραγούδι έβγαλα το σιντί και έβαλα το Coming Up των Suede. Νομίζω ότι θα συμφωνήσετε κι εσείς πως αν κάποιος ακούσει το Trash αμέσως μετά το Heroes θα καταλάβει χωρίς πολλά πολλά αλλά και θα νιώσει τι έγινε μεταξύ 1977 και 1996 στον κόσμο όσων ένιωθαν και μάλλον ακόμα θέλουνε να νιώθουν νέοι.

Μετά το By the sea, που είναι ίσως από τα πιο όμορφα τραγούδια που έχει ξεχάσει πια ο κόσμος, έβαλα να ακούσω το πέμπτο κοντσέρτο του Μπετόβεν, δέκα χρόνια μετά στην ίδια διαδρομή όπως όταν έγραψα αυτό, όταν ήμουν ένας άνθρωπος γεμάτος ελπίδες αλλά νικημένος.

Αυτή τη φορά δεν άκουγα ζαμπόνηρες κι όλο φανφάρα μουσικές λιχουδιές, παρά κάτι δύσκολο και γι' αυτό όμορφο. Απόψε δεν άκουγα το πιάνο να απαντάει μελωδικά και δεξιοτεχνικά στις ντραμ-ντραμ-ντραμ-ντρουμ συγχορδίες της ορχήστρας, ούτε κάποιον άυπνο και καταπονημένο μαθητή πιάνου να πέφτει ηρωικά έχοντας εξαντληθεί μετά το εικοσάλεπτο πρώτο μέρος. Απόψε ένιωθα τη μουσική να μου λέει για τη ζωή μου, την άκουγα ταπεινά καθώς με ζωοποιούσε και αντιφωνούσε τη διάθεσή μου μεγαλόστομα όμως σοφά, απόψε άκουγα τα χέρια κάποιου που δεν ξέρω να τρέχουν μελωδικές γραμμές προς τα κάπου όπου δεν ήξερα πώς πάνε αλλά όπου ήθελα να είμαι.

GatheRate

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Μαγειρεία


Ελληνικό εστιατόριο


Νομίζω ότι το μαγειρείο είναι το κατ' εξοχήν ελληνικό εστιατόριο.

Όταν λέω "ελληνικό" έχω στον νου μου κάτι που ανήκει στον νεοελληνικό αστικό πολιτισμό. Άλλωστε εκτός πόλεως ο όρος "εστιατόριο " δεν έχει περιεχόμενο.

Πολλοί θα σκεφτούμε ότι το κατ' εξοχήν ελληνικό εστιατόριο είναι η ψησταριά κι η ταβέρνα. Κι όμως μέχρι τη δεκαετία του '80 η ψησταριά, η ταβέρνα ήτανε χώροι διασκέδασης και όχι εστίασης.

Ο λόγος που σήμερα θεωρούμε τις ψησταριές και τις ταβέρνες (στην εκδοχή του σχάρα-φριτέζα-μικροκύματα) τα κατ' εξοχήν ελληνικά εστιατόρια οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: επικράτηση των ντελίβερυ, αποθέωση της κρεωφαγίας, κτλ. Ένας ακόμα βασικός παράγοντας, όπως και σε πολλές άλλες εκφάνσεις του νεοελληνικού βίου, ήταν η μετακένωση του τι θεωρούν οι δυτικοευρωπαίοι ότι είναι ελληνικό εστιατόριο. Με άλλα λόγια: Γερμανοί και Γάλλοι και λοιποί θεωρούν ότι ελληνικό εστιατόριο είναι η ψησταριά, άρα η ψησταριά είναι.

Βιτρίνες


Μαγειρείο δεν υπάρχει χωρίς βιτρίνα. Η βιτρίνα αντιστρέφει τη λογική του γαλλικού restaurant: εκεί πρέπει να μαντέψεις τι θα φας βάσει της περιγραφής στο μενού. Πρώτα το κείμενο και μετά το φαγητό, πολλές φορές ως έκπληξη.

Στο μαγειρείο βλέπεις τα ταψιά και τα κατσαρόλια πίσω από τη βιτρίνα· κατόπιν ενδεχομένως να χρειαστεί να σου εξηγήσουν τι είναι αυτό που βλέπεις (θα μιλήσω πιο κάτω για τις σάλτσες). Προηγείται η εικόνα και η μυρωδιά, αφού πολλές φορές αχνίζουν τα περιεχόμενα των ταψιών και των κατσαρολιών, και έπεται το κείμενο, συνήθως μονολεκτικοί όροι (μπριάμ, ιμάμ, στιφάδο, μπάμιες, χοιρινό με πατάτες).

Σάλτσες


Αυτό που έπρεπε να ξέρεις πριν πας να φας σε μαγειρείο ήταν ότι οι σάλτσες, τα λάδια και τα λίπια αφθονούν κι ανακυκλώνονται: από το κοκκινιστό στη μακαρονάδα, από το χοιρινό ρολό στις λεμονάτες πατάτες  (με μέτρο).

Τα φαγητά στα μαγειρεία ήταν επίσης ακαταμάχητα γιατί χρησιμοποιούσαν το ενισχυτικό γεύσης "νόστιμο", δηλαδή γλουταμινικό μονονάτριο -- ναι, το MSG που ανακάλυψαν τα χιψτερόνια ως ουμάμι. Γι' αυτό και τα φασολάκια του μαγειρείου δεν χρειάζονταν κύβο κνορ και σίγουρα υπερτερούσαν των σπιτικών: ήτανε βαφτισμένα με λίπη και πασπαλισμένα με νόστιμο.

Βεβαίως τότε ο κόσμος των μαγειρείων δεν έσκαγε για νηστείες και τέτοια.

Η προσποίηση του σπιτικού φαγητού


Η πελατεία των μαγειρείων ήταν η εργαζόμενη ή ακαμάτρα μάνα που έπαιρνε φαγητά σε πακέτο (το τέικ εγουέι της εποχής), ο φοιτητής, ο εργαζόμενος άντρας που είχε την πολυτέλεια να του δίνουν διάλειμμα για φαγητό κι έπρεπε να πεταχτεί να φάει κάπου κοντά.

Η εργατική τάξη δεν τρελαινόταν για σάντουιτς μέχρι πρόσφατα, αφού αρκετό ψωμί και ψωμοτύρι είχε στουμπωθεί, ενώ τα σουβλάκια ήτανε για βράδυ με μπύρες (μόνο στην Κάνιγγος έβρισκες σουβλάκια μεσημέρι, από γάτα και καλά, στην Αθηνάς και στο Μοναστηράκι πουρ λε τουρίστ).

Το μαγειρείο λοιπόν παρίστανε ότι σε ταΐζει σπιτικό φαγητό όπως γιουβαρλάκια, παστίτσιο, παπουτσάκια, φρικασέ, αλλά βεβαίως επρόκειτο για υπερπαραγωγή σάλτσας και νοθείας.

Κάτι που πάει πακέτο με το μαγειρείο ως τρόπο εστίασης είναι η δυνατότητα να πάρεις μια ολίγη, μαζί με μια σκέτη ρύζι π.χ., να ισορροπήσεις δηλαδή μεταξύ τσιμπολογήματος τύπου μεζέ και "κανονικού" μασαμπουκιάσματος.

GatheRate

Χειμώνας

Πολλοί από εκείνους στέργουν κι αποζητούν συστηματικά το καλοκαίρι τελικά έχουν ανάγκη τη στανική εξωστρέφεια που επιβάλλει το θέρος· στέργουν την αποκάρωση του καλοκαιριού και που δεν σου επιτρέπει να ξεφύγεις από την κατάσταση του έξω κόσμου, είτε είναι γεμάτος σκόνη κι υγρασία και καύμα, είτε -- κατά το ιδανικό τους -- είναι γεμάτος θάλασσα.

Απεναντίας το κρύο και η σιωπή του χειμώνα, η βαρειά ησυχία από εξωτερικά ερεθίσματα, η ανάγκη να προστατευτείς από τη βροχή ή από το χιόνι σε εξαναγκάζει να ακτινοβολήσεις ό,τι έχεις εντός σου. Αν εντός σου υπάρχει κάτι που δεν αντέχεις ή που σε πνίγει, ο χειμώνας σε συνθλίβει. Όμως καθόλου δεν σου φταίνε τα στοιχεία της χειμερινής φύσης, παρά η σιωπή γύρω σου που αυτά επιβάλλουν και που σε αναγκάζει να ακούσεις και να νιώσεις ό,τι έρχεται από μέσα σου.

GatheRate

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Το θέαμα του πόνου


στον Αλέκο Μοριανόπουλο

Το έργο της Βούλας Παπαϊωάννου το έχω σε πολύ μεγάλη εκτίμηση. Οι φωτογραφίες της είναι πάντοτε συνθετικά καθαρές και μιλούν αργά και ξεκάθαρα χωρίς να φωνασκούν νεορεαλιστικά. Επίσης, χωρίς το έργο της, τόσες δεκαετίες μετά θα πιστεύαμε ότι η μεταπολεμική Ελλάδα ήταν ανεμελιά τύπου Time-Life και εκείνη η φωτό των λαμπερών Χαυτείων με τις κουρσάρες.

Αυτή η φωτογραφία λέγεται "Οικογένεια ορφανή από πατέρα", είναι του 1945 και βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη. Τώρα θέλω μόνο να σχολιάσω την πόζα του γιου στα αριστερά, πρέπει να είναι ο μεσαίος. Νομίζω ότι διακρίνω αδημονία κι αγανάκτηση. Ενδεχομένως δυσανασχετεί που τον έστησαν εκεί να τον φωτογραφίσουν ως ορφανό με τα αποφόρια και τα κοντά παντελόνια -- θυμάμαι να μου λέει ο πατέρας μου πόσο κανονικός άνθρωπος αισθάνθηκε όταν πρωτοφόρεσε μακρύ παντελόνι. Ίσως νιώθει ο μικρός τέρμα αριστερά ότι αυτή η φωτογραφία θα χρησιμοποιηθεί για να συγκινήσει κάθε λογής φιλανθρώπους και ευεργέτες, ξένους και εγχώριους. Δείτε και το αριστερό χέρι της γυναίκας, σκεφτείτε ότι η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1945: δεν ορφάνευες από κακιές αρρώστειες τότε.

Κοίταζα τη φωτογραφία όχι για να την ερμηνεύσω αλλά γιατί με μαγνήτισε -- την έκφραση του μικρού την πρόσεξα πιο μετά. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο συνειρμός με έφερε στις φωτογραφίες του μικρού Αμίρ να κρατάει ένα χειρόγραφο χαρτόνι με το ισοδύναμο του Raus και να επιδεικνύει την κοτρώνα που έσπασε το τζάμι του παραθύρου του. Φωτογραφίες που αποσκοπούν στο να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη, βεβαίως, της κινής γνώμης που θέλει να δει και δεν θέλει να πιστέψει αν δεν δει, που μέσα στην ασφάλειά της σπεύδει να κατηγορεί τα θύματα ότι στέργουν τη θυματοποίησή τους, όταν δεν την προκαλούν.

Δεν πάνε και τόσα πολλά χρόνια που ήμουν 11, αν και ξένος υπήρξα πολύ αργότερα και με τους πιο κυριλέ όρους. Θυμάμαι ότι δεν άντεχα που με πήγαινε η μάνα μου σχολείο επειδή η διασταύρωση Βαλτινών και Μουστοξύδη ήτανε καρμανιόλα (όπως έλεγαν τότε). Δεν θες να ξεχωρίζεις όταν είσαι 11 χρονών αγόρι. Συνεπώς δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν να πηγαίνω σε ένα σχολείο όπου όλοι οι μικρόψυχοι επαρχιώτες του Λεκανοπεδίου με κοιτάνε με μισό μάτι κι από μακριά, στο οποίο με κληρώνουνε για κάποια τελετή τους με βηματισμούς και λάβαρα όμως μετά παίρνουνε πίσω αυτό που έβγαλε ο κλήρος, ενώ κατόπιν μου πετάνε πέτρες στο σπίτι και -- στο τέλος -- πρέπει να ποζάρω με πέτρες και παιδιόφραστα σημειώματα μίσους, μήπως και με λυπηθούνε. Δεν μπορώ να το φανταστώ. Αλλά νιώθω πως μέσα του ο Αμίρ δυσανασχετεί όπως ο πιτσιρικάς της φωτογραφίας, ο τέρμα αριστερά.

GatheRate

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Friendzoned! Friendzoned?



Υποθέτω ότι οι συζητήσεις για το λεγόμενο friendzoning, το να ενδιαφέρεσαι για γυναίκα και να σου λέει "σε βλέπω σαν φίλο / φιλικά", είναι κάτι που αφορά μόνο "καλά παιδιά" και μάλιστα κάτω των 30, άντε 35 άμα μένουν ακόμα μαζί με τη μαμά.

Είμαι πρακτικός άνθρωπος όταν δεν είμαι επί της αρχής, οπότε ας το δούμε πρακτικά το ζήτημα.

Τα καλά παιδιά

Γιατί αφορά μόνον τα καλά παιδιά το friendzoning; Επιδή υποτίθεται ότι οι γυναίκες καβατζώνουν τα καλά παιδιά αποκλειστικά για παρέα, για υποστήριξη και αγνή συντροφιά, για επίδειξη εσωψύχων και για απάγκιο. Την ίδια ώρα πάνε και το δίνουν (ξέρουμε ποιο) σε κάτι μαλάκες ή ψυχάκηδες, γιατί οι μαλάκες είναι γαμιάδες ή είναι γαμιάδες και το ξέρουν κ.ο.κ. Όταν λοιπόν οι μαλάκες ή ψυχάκηδες τις πληγώσουν καταφεύγουν στο καλό παιδί που βρίσκεται στη friendzone. Και το μαρτύριο του Ταντάλου συνεχίζεται για το καλό παιδί, γιατί οι φίλοι δεν γαμούν ούτε κυριολεκτικά ούτε βεβαίως με την κακή έννοια.

Αυτό είναι το σενάριο. Το friendzone παρουσιάζεται ως φυλακή των καλών παιδιών, που ναι μεν δεν θέλουν μόνο μια ξεπέτα με την κοπέλα μα τελικά καταλήγουν να έχουνε λευκή σχέση μαζί της, αφού τη νοιάζονται βεβαίως την κοπέλα -- καλά παιδιά γαρ.

Το ψέμα δεν το βλέπεις 

Πριν μιλήσουμε για το friendzone πρέπει να το ξεχωρίσουμε από την ατάκα "α, σε βλέπω σαν φίλο / σαν φίλο". Το οποίο είναι ψέμα και ξεφόρτωμα: το έχω φάει ως χυλόπιτα 4-5 φορές (πάνε και δεκαετίες, δεν θυμάμαι πια), δεν το έχω ρίξει ποτέ γιατί τέτοια ψέματα δεν λέω. Άρα, το friendzone δεν είναι η (όποια) ξήγα που εξαρχής αποκλείει το σεξ ή το σεξ με προοπτική σχέσης -- άλλο το ένα άλλο το άλλο, να τα λέμε αυτά τώρα που γυρίζαμε στα φίφτιζ. Άμα σου πει "σε βλέπω σαν φίλο", λες σαν άντρας "έχω φίλους και φίλες που δεν προκαλούν, εσένα όμως σε θέλω" και την κάνεις με το κεφάλι σου ψηλά.

Συνεπώς στο friendzone το καλό το παιδί μπαίνει γιατί θέλει να μπει και με τη θέλησή του εισέρχεται και με τη θέλησή του παραμένει. Συνεταξάμην φάση. Και μπαίνει στη Ζώνη ενδεχομένως γιατί είναι σοσιαλδημοκράτης και πιστεύει ότι κύμα το κύμα η πέτρα λιώνει / το γκομενάκι αργά καυλώνει -- με καρμπονάρες και σειρές και φιλικά μασάζ. Ενδεχομένως πάλι είναι ασκηταράς και πιστεύει ότι την ταντάλεια στέρηση θα την εξαργυρώσει (σε αυτή τη ζωή) με ένα αποκαλυπτικό κι εκπάγλου δόξης πήδημα, με αυτή την προσδοκία μελλόντων αγαθών.

Γιατί λοιπόν θυμώνει το καλό παιδί που μένει με το πουλί στο χέρι ενώ βλέπει τα άλλα τραίνα (τα τσογλάνικα, τα καγκούρικα, τα μεσήλικα και αλκοολικά) να περνούν; Γιατί η σοσιαλδημοκρατία και η θρησκεία απογοητεύουν πάντοτε· άλλωστε ο κόσμος μας είναι γεμάτος απογοητευμένους οπαδούς και των δύο που τους έχει στρίψει λιγάκι.

Γιατί οι άντρες δεν βάζουνε γυναίκες στο friendzone;

Ένα καλό κορίτσι που φτιάχνει καρμπονάρες, βλέπει Νάρκοζ και σου κάνει φιλικά μασάζ το παντρεύεσαι. Επίσης, αν σε πιάσει γυναίκα για την οποία ψήνεσαι και σου πει "Βασιλάκη θα με γλείψεις λίγο;" δεν της λες "σε βλέπω σαν φίλη": είτε προσκυνάς τον Γιαραμπή που σε έλουσε με μπερεκέτια είτε φεύγεις πανικόβλητος από την κάργια: Ελληνική Πατριαρχία, μέρος 1ο. Παμ' παρακάτω.

Γιατί ρε γαμώτο ποτέ δεν κερδίζω σε τούτο το λόττο του έρωτα εγώ; 

Και φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: Γιατί εγώ, Θεέ μου; Κακά τα ψέματα, όποιος είναι άνω των 23 ξέρει καλά ότι στη friendzone δεν μπαίνεις απλώς γιατί είσαι "καλό παιδί" αλλά μπαίνεις εκουσίως όπως μπήκε ο άλλος στη Ζώνη στο Στάλκερ: πας γυρεύοντας. Και μένεις εκεί γιατί ναι μεν είσαι αρκετά ευαίσθητος ώστε να καρτερείς και να σκάβεις λίγο λίγο πίσω από το πορτραίτο της Ρίτας της Χέιγουωρθ, αλλά δεν είσαι και τόσο αδερφή για να αποδεχτείς ότι με κάποιες γυναίκες εσύ θες να παραμείνεις φίλος κι ας μην τις γαμήσεις ποτέ. Γιατί τότε θα είσαι, εεε, αυτό ακριβώς: αδερφή.

Το ερώτημα παραμένει όμως: τόσα και τόσα καλά παιδιά πιάνουν οι γυναίκες, τα βάζουν κάτω (ή κάπου, τέλος πάντων) και βγάζουνε το θηρίο από μέσα τους -- γιατί τα καλά παιδιά είναι μουλωχτά και κρυπτογρρρρ. Γιατί όχι εμένα, Θεέ μου;

Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Μια γυναίκα θα σε βάλει στο friendzone επειδή:
  1. Τη γνωρίζεις, πάτε για φαΐ και μέσα σε 45 λεπτά τής έχεις πει για τον ανείπωτο πόνο που σου προκάλεσε η πρώην σου. Ότι δεν σε κατάλαβε καμμία ποτέ. Πόσα έχεις να δώσεις. Και λέει η γυναίκα "Θε μου, είναι κολλιτσίδας και είναι και ψυχ -- με την κακή έννοια, όχι την καυλωτική".
  2. Τονίζεις στο πρώτο ραντεβού -- σε φάση captatio benevolentiae -- ότι δεν είσαι σαν όλους τους άλλους, ότι δεν είσαι της ξεπέτας και ότι είσαι ευαίσθητος. Και λέει η γυναίκα "Αμάν, θέλει στεφάνι". Οπότε friendzone. Εκτός αν θέλει στεφάνι, οπότε εμπίπτει στην κατηγορία "κάργιες που θέλουνε να σε κουκουλώσουν" κι όχι "κάργιες φρεντζονίστριες".
  3. Απλούστατα επειδή δεν την καυλώνεις αλλά θεωρεί κατά τ' άλλα ότι θα ήσουν καλή παρέα. Αλλά αυτό θα ήταν φιλία, άρα θα ήσουν αδερφή. Και μπαίνεις στη friendzone, που εκείνη (θέλει να) νομίζει ότι είναι φιλία, κι εσύ ότι είναι προθάλαμος παστάδας ή, έστω, πίπας μετά από μαργαρίτες που της έφτιαξες για να δείτε τον πέμπτο κύκλο του Game of Thrones.

Δηλαδή δεν φταιν οι γυναίκες ποτέ ρε Σραόσα;

Φταίνε που δεν ακούνε πάντοτε αρκετό Γιώργο Μαργαρίτη, Έλλα Φιτζέραλντ, Έλβις Κοστέλλο, και Lady Gaga.

GatheRate

Γιατί χαίρεται ο κόσμος;


Νομίζω ότι πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο φασισμός σαγηνεύει μαζικώς εκλογικά σώματα και πολιτικούς. Μάλιστα, σαγηνεύει τα εκλογικά σώματα τόσο εκτενώς, ώστε κόμματα που μέχρι πριν 20 χρόνια ευαγγελίζονταν κεντροδεξιές πολιτικές σε χώρες όπως η Δανία, η Αυστρία, η Ελλάδα, η Αγγλία -- για να μην πει κανείς για την Ουγγαρία -- ολισθαίνουν προς τα ακροδεξιά με σταθερό ρυθμό.

Επίσης νομίζω ότι ο μεγάλος υπεύθυνος για αυτή τη νεκρανάσταση της πιο απάνθρωπης και μισανθρωπικής ιδεολογίας που έχει γνωρίσει ο κόσμος -- μαζί με την αποικιοκρατία, ενδεχομένως -- είναι η σοσιαλδημοκρατία.

Το θέμα εδώ δεν είναι η ιδεολογική αμηχανία της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε καν οι κατά κανόνα καταστροφικές πολιτικές που προκύπτουν από αυτή την αμηχανία και από την ψυχαναγκαστική προσκόλληση στη "μεσότητα" που παραγνωρίζει πραγματικές ανισότητες και πώς αυτές παράγονται. Άλλωστε, επί δεκαετίες μετά από κάθε ατζαμή σοσιαλδημοκράτη αναλάμβανε κάποιος κωλοπετσωμένος κεντροδεξιός που ήξερε ακριβώς τι φταίει για την αδικία και την ανισότητα και φρόντιζε να τις ενισχύσει ώστε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα που εξ ορισμού υπηρετεί η Δεξιά. Αλλά φασισμός όχι έτσι, όχι φανερά, όχι λαϊκός.

Η σοσιαλδημοκρατία εξέθρεψε εμμέσως αλλά αποτελεσματικά τον φασισμό που τώρα φουσκώνει παντού όταν οι "μάζες", που δεξιοί, κεντρώοι αλλά και κάποιοι θεμουσχώραμε αριστεροί περιφρονούν εξίσου, επιτέλους κατάλαβαν ότι η και η σαρξ της σοσιαλδημοκρατίας ήταν ασθενής αλλά και το πνεύμα της βαθύτατα απρόθυμο, εγκλωβισμένο στην αταξική καλοσύνη και στη δειλή μεσότητα που δουλεύουν μόνο σε καιρούς αφθονίας και κεϋνσιανικού ελέγχου της αδηφαγίας του κεφαλαίου. Πιο συγκεκριμένα, η σοσιαλδημοκρατία ψόφησε όταν αποδέχθηκε ότι μέρος της μεσαίας τάξης "δικαιούται" να πλουτίσει κι ότι ο πολιτικοποιημένος ατομισμός είναι μέρος κοινωνικών πολιτικών.

Και γιατί το φιάσκο της σοσιαλδημοκρατίας εξέθρεψε τον λαϊκό φασισμό; Γιατί αυτό μας έρχεται: λαϊκος φασισμός. Είναι μάλλον απλό: όταν λόγω σοσιαλδημοκρατίας και μέσα στη σοσιαλδημοκρατία ως εργάτης επανειλημμένα παραγκωνίζεσαι, περιθωριοποιείσαι, αγκομαχάς κι έχεις να ελπίζεις μόνο σε δάνεια ή και σε τίποτα, φυσικό είναι να μη θες να είσαι πια εργάτης· αναμενόμενο είναι να θες να επαναπροσδιοριστείς ως περήφανο εθνικό υποκείμενο: έτσι θα είσαι φαντασιακώς ίσος με τα άλλα εθνικά υποκείμενα και, άμα στείλετε στα ΚαΤσέτ ξένους και τίποτα μειονότητες, μπορεί και να δεις άσπρη μέρα.

GatheRate