αφιερωμένο εξαιρετικά στον βάζελο αδερφό old boy, και στην πρώτη τετραετία του
Ένας φίλος από το Λύκειο ήταν το μοναχοπαίδι δύο πανεπιστημιακών δασκάλων. Ήταν πολύ ενδιαφέρων τύπος και πολλαπλάσια πιο διαβασμένος απ' όσο ήμουν τότε ή απ' όσο θα γίνω ποτέ. Επίσης ήταν πολύ ψύχραιμος και ήπιος άνθρωπος: είχε ένα τσιτάτο ασφαλείας για κάθε μου έκρηξη, είχε ένα ξυραφάκι οκκαμικό έτοιμο για κάθε μου ξουρία, είχε τη σωστή αφαίρεση απέναντι σε κάθε μου καλπάζουσα γενίκευση. Όπως καταλαβαίνετε, ήτανε μεγάλη χαρά να συζητάω μαζί του, αν και ήταν και ολιγόλογος: μου έδινε σχεδόν πάντα την ευκαιρία να βλέπω το θέμα που συζητούσαμε κι από μια άλλη πλευρά, όπως λέγαμε τότε.
Οι γονείς μου, που ήταν αφοσιωμένοι στο να μεγαλώσουν έναν σωστό άνθρωπο (ρε τους καημένους κι αυτούς), δε νιάζονταν τόσο πολύ στην εφηβεία μου να με προφυλάξουν από τον μπαμπούλα εκείνης της εποχής: την άσπρη. Είχαν όμως εμμονή να μου διδάξουν οπωσδήποτε να μην αποπαίρνω κανέναν και συνέχεια τσαμπούναγαν ότι πρέπει να τους ακούω όλους. Αυτή ήταν μια πράγματι χρήσιμη συμβουλή προς έναν βλαστό δύο σογιών πεισματάρηδων: το πατρικό της προγιαγιάς μου ήταν Ξεροκέφαλου, ο βίος της ανάλογος.
Έτσι λοιπόν, θαύμαζα πάρα πολύ τον φίλο. Είκαζα ότι η ψυχραιμία, η νηφαλιότητα και η ήρεμη κριτική ικανότητά του οφειλόντουσαν στους γονείς του και στη διαπαιδαγώγηση που του έδιναν. Μια μέρα του το είπα. Κι εκείνος έσπευσε να με γειώσει και πάλι: "Οι γονείς μου είναι διανοούμενοι, άρα, όπως όλοι οι διανοούμενοι, εκτός πραγματικότητας.
Ταράχτηκα και προβληματίστηκα. Για να το λέει ο φίλος, κάτι ξέρει. Μέσα στην απλοϊκή εφηβική μου αντίληψη και στη σχετική περιορισμένη κατανόηση του κόσμου προσπάθησα να βρω ένα αντίδοτο: "αν είναι να καταντήσω διανοούμενος", έλεγα, "τουλάχιστον να μη βρεθώ εκτός πραγματικότητας". Είπα λοιπόν ότι το αντίδοτο στον διανοουμενίστικο σολιψισμό δε θα μπορούσε να είναι άλλο από αυτό που διαφήμιζαν και πούσαραν οι δικοί μου γονείς: να τους ακούω όλους. Και έτσι κατέληξα να τους παίρνω όλους στα σοβαρά. Σίγουρα σε αυτό θα συντέλεσε και κάποια ζαβή γενετική προδιάθεση. Αλλά δε βαριέσαι: σημασία έχει ότι τους ακούω όλους.
Αυτά τα θυμήθηκα διαβάζοντας ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο της Λαμπρινής Χ. Θωμά στον Σκάι. Κατά τη Θωμά, η βία όσων καίνε τρένα είναι σύμπτωμα της αυξανόμενης γκετοποίησης και του παραγκωνισμού μεγάλων ομάδων (κυρίως νέων) μέσα στο λεκανοπέδιο. Πρόκειται για ένα σενάριο που έχει ξαναγυριστεί στη Γαλλία της δεκαετίας του 80, στα banlieues που γνωρίσαμε στο La Haine και αργότερα διά ζώσης, στις μεγάλες ταραχές του 2005. Πριν από τη γνωστή κατάληξη, συνοδεύτηκε από την άνοδο του νεοφασισμού. Με άλλα λόγια, η Θωμά προβλέπει περαιτέρω φαινόμενα κοινωνικής διάλυσης αντίστοιχης με αυτή που προέκυψε στα παρισινά banlieues και αλλού. Άρα, ναι μεν jusqu' ici, tout va bien, αλλά βρισκόμαστε σε ελεύθερη πτώση προς τις πλάκες του πεζοδρομίου.
Η ανάλυση της Θωμά μου φαίνεται εύλογη. Διάβασα το κείμενο το μεσημέρι και το σκεφτόμουνα. Συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που συμμερίζονται την εκτίμηση πως οδεύουμε προς φαινόμενα κοινωνικής διάλυσης. Αμέσως, προσπάθησα να θυμηθώ τι άλλο έχω ακούσει όσον αφορά τις ερμηνείες για αυτό το ορατό ενδεχόμενο. Πάντα από φόβο μήπως εγώ και (ακόμα χειρότερα) η Θωμά βρισκόμαστε εκτός πραγματικής πραγματικότητας. Άρχισα λοιπόν να εξετάζω εναλλακτικές ερμηνείες της παρούσας κατάστασης.
Κάποιοι λοιπόν, ας πούμε οι τον Λάκην σεβάζοντες αποδίδουν τις (υπαρκτές και μερικές φαντασιακές) ενδείξεις ότι βαδίζουμε προς κοινωνική διάλυση στους τρισκατάρατους πολιτικούς. Η έμφαση πάντα στους βουλευτές κι όχι στην κυβέρνηση ή στους τοπικούς άρχοντες. Αυτοί λοιπόν, οι πολιτικοί, τρώνε, τρώνε και διορίζουν ημέτερους στους οποίους δεν περιλαμβάνομαι εγώ κι ο γιος κι η κόρη μου κτλ. Ας παραμερίσουμε αυτή την ερμηνευτική γραμμή: υφίσταται στην Ελλάδα από τον Κωλέττη και ούτε έχει ερμηνεύσει τα πολιτικά πράγματα, ούτε τα έχει αλλάξει για να θυμηθούμε (εγώ την έχω μισοξεχασμένη) την "δεν-ξέρω-ποια Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη" του Μαρξ.
Κάποιοι πάλι -- κι αυτοί είναι πολλοί -- αισθάνονται ότι το πρόβλημα ξεκίνησε ακριβώς τη στιγμή που δεχτήκαμε μετανάστες. Η αντίληψη ότι για όλα φταίνε οι μετανάστες είναι πιο διαδεδομένη απ' όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Κατ' αυτούς το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες που έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχει και ντόπιος φτωχός κόσμος ο οποίος πληθύνεται. Το πρόβλημα είναι οι ξένοι. Το πρόβλημα είναι οι μαύροι που μυρίζουν (θε μου ποιος λαός το λέει αυτό! ευτυχώς έμπαινα σε λεωφορεία τον καιρό που μοσχοβολούσαν μόνον ντόπιες ιδρωτίλες). Το πρόβλημα είναι οι αλβανοί που κλέβουν, σκοτώνουν, βιάζουν και οι 'αλλοδαπούτες', όπως τις λέει ο λαός μας χαριτωμένα, που μας κλέβουνε τους άντρες (όσους μας αφήνουν οι γκει, νέο φρούτο κι αυτό, ε κορίτσια;). Και τα λοιπά και τα λοιπά, και πάλι γνωστά πράματα. Γι' αυτούς τα πλιάτσικα, η βία, οι ταραχές -- όλα -- εξηγούνται απλά: γεμίσαμε ξένους και δεν ακούς πια ελληνικά. Άσε που δώσαμε δικαιώματα στους γιεχωβάδες κτλ. κτλ.
Από τη μια λοιπόν διαβάζεις τη Θωμά που προσπαθεί να αναλύσει το γιατί οι μασκοφόροι καίνε τα βαγόνια. Μπορεί η ανάλυση να είναι ορθή, μπορεί όχι -- δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι προϋποθέτει μια αντίληψη της κοινωνίας όπως την καταλαβαίνουμε οι περισσότεροι γραμματιζούμενοι που γράφουμε και διαβάζουμε καθ' έξιν και κατ' επάγγελμα: μιας κοινωνίας συναλληλίας, αλληλεγγύης και πολυμορφίας
Απέναντι όμως σε όλους εμάς τους λίγους, τους διανοούμενους, που κάναμε (ναι εμείς φταίμε, συλλογικά) την Ελλάδα κέντρο διερχομένων, υπάρχουν οι άλλοι: αυτοί που περιέγραψα πιο πάνω μέσα από τις απόψεις τους. Αναρωτιόμουνα σήμερα όλη μέρα στο γραφείο, στον δρόμο, στο γυμναστήριο: μήπως όσοι γράφουμε και διαβάζουμε καθ' έξιν και κατ' επάγγελμα είμαστε εκτός πραγματικής πραγματικότητας; μήπως η μόνη μορφή εφικτής κοινωνικής ειρήνης στην Ελλάδα είναι όχι αυτή της συναλληλίας, της αλληλεγγύης και της πολυμορφίας παρά του πολιτικά στρατιωτικού-κατασταλτικού και ηθικά πουριτανικού-αγροτοποιμενικού μοντέλου που ανέθρεψε γενιές και γενιές από το 1912 μέχρι και το 1989; Σίγουρα πάντως πολλοί νοσταλγούν αυτό το μοντέλο. Περισσότεροι απ' όσους θέλουμε να πιστεύουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου