Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011
Παρενθέσεις από μια κηδεία
Προσπαθώ να γράψω αυτό το σημείωμα από χτες. Αν αποτύχω, θα είναι γιατί απέτυχα, όχι γιατί δε μ' ένιαξε.
Χτες κηδέψαμε έναν γλυκό και χαρούμενο άνθρωπο, μια συνάδερφο εξαιρετική στη δουλειά της. Νέα από τις περισσότερες απόψεις. Ας πούμε ότι πέθανε από μαράζι. Εντάξει, δεν είναι ιατρικώς ορθή η αιτιολογία, αλλά ας πούμε ότι το βλέπω έτσι. Ο Σραόσα είμαι, ό,τι θέλω γράφω.
Στην κηδεία τη σκεφτόμουν, σκεφτόμουν τους δικούς της. Όταν ήμουνα μικρός, φοβόμουν μην πεθάνουν όσοι μ' αγαπάνε, μετά έτρεμα μην πεθάνω εγώ, τώρα διώχνω με φρίκη τη σκέψη ότι θα πεθάνουν όσοι αγαπώ. Από την πένθιμη διάθεση για την εκλιπούσα (θα πω "αδικοχαμένη", αν και δε θεωρείται δόκιμος ο όρος όταν ο φυσικός αυτουργός είναι ο καρκίνος που όλοι φοβόμαστε ή τα καρδιακά, από τα οποία έχουμε ακόμα περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουμε) με έβγαζε πότε ο θλιβερός ψάλτης με τη σοβαρή διαταραχή ομιλίας (τι διασυρμός των νεκρών αυτοί οι ψαλτάδες στις κηδείες, πάντα οι τελευταίοι), πότε το εκνευριστικά ιουδαΐζον-στωικίστικο κείμενο της νεκρώσιμης ακολουθίας (Ανάσταση; ποια Ανάσταση;). Μετά ξανακαταλάγιαζα στην ενατένιση δύο φαρμακωμένων ανθρώπων στα στασίδια φάτσα στο φέρετρο ή των θλιμμένων προσώπων μας. Κάποιου τα δάκρυα στα δεξιά μου έσταζαν στο πάτωμα σα λασκαρισμένη βρύση, χωρίς να κυλήσουν καθόλου στο πρόσωπό του. Η μέρα έξω είχε λοξό και άτρωτο φως, βαρύ ουρανό και υπέρλαμπρα ανοιξιάτικα λιβάδια, κίτρινα και πράσινα, αλλά κυρίως κίτρινα.
Μετά, καθώς έβγαζα το κουστούμι, τα παπούτσια (πασπαλισμένα με χώμα), τη μαύρη γραβάτα που είχα αγοράσει για μια άλλη κηδεία πάρα πολύ μακριά αλλά ποτέ δεν είχα φορέσει, ένιωσα περίεργα. Πένθος αλλά όχι μελαγχολία, οργή αλλά όχι θυμό, πίκρα αλλά όχι θλίψη. Σκεφτόμουν ότι ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη και κέφι και μπρίο για τη δουλειά (ακόμα κι όταν την είδα διασωληνωμένη για τελευταία φορά στο νοσοκομείο), πέθανε με πίκρα και με την αίσθηση ότι αδικήθηκε. Αυτό με βάρυνε περισσότερο απ' όλα. Πολύ. Η αγάπη που δίνουμε δεν μπορεί να μας σώσει, σκέφτηκα. Αφοριστικά και μελοδραματικά ίσως, αλλά το σκέφτηκα. Και όταν λέμε να μας σώσει, δε μιλάμε για τον Θεό και τον Γιο Του, μιλάμε να μπορέσεις να φύγεις ήσυχα χωρίς να πονάς για τις αδικίες που υπέστης. Η αγάπη δεν μπορεί να μας λυτρώσει, δεν μπορεί καν να μας γιάνει.
Αργότερα, μιλώντας με έναν φίλο για να ξεπλύνω από τη σκέψη μου τη στιφάδα και τη γλυφή διάθεση, του το είπα: η αγάπη δε θα σε σώσει, αλλά θα σώσει τους γύρω σου που θα την δεχτούν από σένα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.