στην επί δώδεκα συναπτά έτη φίλη Μερόπη Μ.
Τον κώλο του Θεού τον πρωτοείδα το 2008. Ενοχλείστε που τον λέω έτσι, άλλωστε είναι και η εποχή μας της ευπρέπειας: του "αιδοίου", του "μαμησιού", των χαζών αποσιωπητικών και των πληθωριστικών εισαγωγικών. Ενοχλείστε που λέω "ο κώλος του Θεού", πού να τον βλέπατε κιόλας δηλαδή.
Μπαίνω λοιπόν στην Καπέλλα Σιξτίνα το 2008 και τα χάνω: πολύ ψηλοτάβανη, απελπιστικά μακριά το ταβάνι. Με δυσκολία βλέπεις τι γίνεται εκεί πάνω: τις μπουτς Σίβυλλες, τις βιβλικές ιστορίες και τα τσίτσιδα τεκνάκια του Μιχαηλάγγελου. Και μετά διακρίνω τον ξεγυμνωμένο κώλο του Θεού. Ζωγραφισμένο μεταξύ 1508 και 1512. Ψηλά, πάνω από καρδινάλιους και πάπες, όχι να εκτίθεται σε καμμιά Biennale κρατικοσπονσοραρισμένης πρωτοπορίας και λελογισμένης πρόκλησης.
Και όχι, τότε ο φλωρεντινός αρσενοκοίτης δεν ήταν ακόμη ο γίγαντας της δυτικής τέχνης, για να κάνει ό,τι γουστάρει και να του τα σκάνε: δεν ήτανε παρά ένας φλωρεντινός αρσενοκοίτης γλύπτης. Που ανέλαβε να διακοσμήσει ζωγραφικά (ο άσχετος) το παρεκκλήσι των παπών, κι όχι να στορίσει κανα χειρόγραφο με λατινικές ερωτογραφίες κανενός καυλιάρη δούκα. Και βέβαια, διακόσμηση, εντάξει: δεν το λες αυτό το παμπόνηρο πανόραμα ούτε διακόσμηση, ούτε ραφαηλίτικη χαρά. Μόνο με το ροκοκό και τους μαλακοπίτουρες τους βικτωριανούς θα ξανασηκώσει κεφάλι το διακοσμητικό στοιχείο και η τέχνη ως διακόσμηση, ώσπου να μας πατήσει κάτω τελικά και να μας πνίξει στη γλυκόζη, στη μελάσα και στον μούστο.
Προσπαθώ να σκεφτώ παράλληλα τολμήματα πιο κοντά στην εποχή μας. Κάπως πρόχειρα, μού έρχεται ο Ντιέγο Ριβέρα με τον Λένιν μέσα στο κτίριο Ροκεφέλερ, και πάλι σιγά: ο Ροκεφέλερ μπορεί να σου ακυρώσει το συμβολαίο γιατί τον ζοχάδιασες, όχι να σε στείλει στην αιώνια Κόλαση γιατί έργω βλαστήμησες -- κι ο Μπουοναρόττι την πίστευε την αιώνια Κόλαση, όσο να 'ναι.
Σε ατέλειωτες συζητήσεις για τα εικαστικά που πάω και μπλέκω, ανακύπτει κάποια στιγμή η έλλειψη τεχνικής στη σύγχρονη τέχνη. Πρόβλημα, λέει. Άλλοτε ακούω το παραπόνο ότι οι σύγχρονοι θέλουν να σοκάρουν και τίποτε άλλο. Όμως όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο μού φαίνεται ότι ακόμα και η πρόκληση στην τέχνη (λ.χ. ο Τελευταίος Πειρασμός του Σκορσέζε, η υποψία ότι η Τρέισι Έμιν έχυσε στο σεντόνι που εκθέτει) εντάσσεται στα πλαίσια του "παίζω τις κουμπάρες": η 'πρόκληση' της σύγχρονης τέχνης πολλές φορές είναι ομόλογη μιας πολιτικής που λ.χ. δε θα ζήταγε την κατάργηση της δουλείας, παρά καλύτερες συνθήκες για τους δούλους στις φυτείες και το δικαίωμα να παντρεύονται μεταξύ τους.
Αν δεν μπορεί η τέχνη μας να είναι παμπόνηρη, σαν του Μιχαηλάγγελου, θα μπορούσε τουλάχιστον να είναι οργισμένη; Ή μας έχει βαλσαμώσει η ευπρέπεια κι η ψυχραιμία;
Ως χρονια κωλος και -ως εκ τουτου- αρκετα εξοικειωμενος με το ζητημα, με ευκολια παραδεχομαι πως, εδω, ο θεος εχει κωλαρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘεϊκή.
Διαγραφή«η 'πρόκληση' της σύγχρονης τέχνης πολλές φορές είναι ομόλογη μιας πολιτικής που λ.χ. δε θα ζήταγε την κατάργηση της δουλείας, παρά καλύτερες συνθήκες για τους δούλους στις φυτείες και το δικαίωμα να παντρεύονται μεταξύ τους.»
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπολαυστικό.
Κοινοποιώ.