Στον σοβαρό τύπο και στους τυφλοσούρτες της έκθεσης ιδεών ανακυκλώνεται ένα ψέμα που έχει κατάφερει να διαδοθεί τόσο εκτενώς ώστε να θεωρείται αυτονόητη αλήθεια: η "ιδεολογία" είναι
έρμα που βαραίνει μόνο τη λεγόμενη αριστερή οπτική.
Αυτό το ψέμα αποδείχθηκε πολιτικώς πολύ χρήσιμο μεταπολιτευτικά, δηλαδή τον καιρό που η ελληνική Δεξιά επικαλούνταν την "αμεροληψία" και τη "μετριοπάθειά" της για να ασκεί πολιτική διαχείρισης. Αυτό το ψέμα συνοδεύεται από εξορκισμούς του διχασμού, ο οποίος παρουσιάζεται ως συνέπεια εξεγερτικής ή και απλώς αγωνιστικής κινητικότητας. Τελικά ο διχασμός έγινε συνώνυμο της συμφοράς που ακολουθεί την ιδεολογία και τους θιασώτες της, συμφορά που επιπίπτει σε δικαίους και αδίκους αδιακρίτως.
Η αντιπαράθεση λοιπόν ήταν μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας, ουτοπικών επιδιώξεων και σύνεσης ή σωφροσύνης, διχασμού κι ενότητας.
Βεβαίως ελάχιστα κουβεντιαζόταν ότι η "ιδεολογία", παρότι επιδίωκε τάχα ανεδαφικούς κι ανέφικτους πολιτικούς στόχους, έπρεπε να πολεμηθεί τόσο συστηματικά και σε τόσο ευρεία έκταση ακριβώς ώστε να μην έχει δυνατότητες υλοποίησης. Επίσης παραγνωριζόταν επιμελώς η οπτική ότι διχασμοί προέκυπταν από τον πόλεμο κατά της "ιδεολογίας".
Κατά τη Μνημονιοκρατία το σχήμα αυτό, ότι συγκρούεται το αυτονόητο με την ανεδαφικότητα, ο Δήμος με τη Νεφελοκοκκυγία, έγινε το εργαλείο των νεοφιλελεύθερων φανατικών ώστε να απαξιωθεί κάθε αντίσταση στη νόθευση της (όποιας) αντιβίωσης με άφθονο ποντικοφάρμακο αλλά και κάθε αντίλογος στη θεολογία τους. Από τη μια διχαστικοί κι ανεύθυνοι ιδεολόγοι, από την άλλη η φρόνηση και ο πραγματισμός.
Βεβαίως η Αριστερά φέρει τεράστια ευθύνη για τη σχεδόν εθελούσια παγίδευσή της σε αυτό το φλιπεράκι. Όμως το εξώφθαλμο ψέμα ότι ιδεολογία έχουνε μόνον οι αιθεροβάμονες κι ανεύθυνοι αριστεροί επεκτείνεται και παραπέρα.
Για παράδειγμα, ο Α βωμολοχεί με στόχο τον Β. Με τι έχουμε να κάνουμε; Με καυστική σάτιρα πνευματώδους αστού ή με χονδροειδή κνίτικη χυδαιότητα; Άλλο παράδειγμα: ηθοποιός κατακεραυνώνει τους εκάστοτε κυβερνώντες. Παρρησία ενός καλλιτέχνη που αγωνιά για την πατρίδα του ή τζάμπα λαϊκισμός αριστερού θρασιμιού; Τρίτο παράδειγμα, κάποιος σκιτσογραφεί τον Χ ως φονιά ή μαστροπό ή την Ψ ως πόρνη ή ως ανόητη κορασίδα. Ευτελές γούστο στα όρια της εχθροπάθειας ή ρηξικέλευθη ελευθεριότητα που αρμόζει σε ταλαντούχο πολιτικοποιημένο ον; Και στα τρία παραδείγματα, θα ήταν ενδιαφέρον να γινόταν να στήσουμε μια τυφλή δοκιμή: να μην ξέρουν όσοι συμμετέχουνε σε αυτή ποιος είναι ο πομπός της κριτικής ή της σάτιρας και ποιος ο αποδέκτης. Θα αρκούσε το όποιο αισθητικό κριτήριο να καθοδηγήσει τις κρίσεις τους;
Αυτό το ψέμα αποδείχθηκε πολιτικώς πολύ χρήσιμο μεταπολιτευτικά, δηλαδή τον καιρό που η ελληνική Δεξιά επικαλούνταν την "αμεροληψία" και τη "μετριοπάθειά" της για να ασκεί πολιτική διαχείρισης. Αυτό το ψέμα συνοδεύεται από εξορκισμούς του διχασμού, ο οποίος παρουσιάζεται ως συνέπεια εξεγερτικής ή και απλώς αγωνιστικής κινητικότητας. Τελικά ο διχασμός έγινε συνώνυμο της συμφοράς που ακολουθεί την ιδεολογία και τους θιασώτες της, συμφορά που επιπίπτει σε δικαίους και αδίκους αδιακρίτως.
Η αντιπαράθεση λοιπόν ήταν μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας, ουτοπικών επιδιώξεων και σύνεσης ή σωφροσύνης, διχασμού κι ενότητας.
Βεβαίως ελάχιστα κουβεντιαζόταν ότι η "ιδεολογία", παρότι επιδίωκε τάχα ανεδαφικούς κι ανέφικτους πολιτικούς στόχους, έπρεπε να πολεμηθεί τόσο συστηματικά και σε τόσο ευρεία έκταση ακριβώς ώστε να μην έχει δυνατότητες υλοποίησης. Επίσης παραγνωριζόταν επιμελώς η οπτική ότι διχασμοί προέκυπταν από τον πόλεμο κατά της "ιδεολογίας".
Κατά τη Μνημονιοκρατία το σχήμα αυτό, ότι συγκρούεται το αυτονόητο με την ανεδαφικότητα, ο Δήμος με τη Νεφελοκοκκυγία, έγινε το εργαλείο των νεοφιλελεύθερων φανατικών ώστε να απαξιωθεί κάθε αντίσταση στη νόθευση της (όποιας) αντιβίωσης με άφθονο ποντικοφάρμακο αλλά και κάθε αντίλογος στη θεολογία τους. Από τη μια διχαστικοί κι ανεύθυνοι ιδεολόγοι, από την άλλη η φρόνηση και ο πραγματισμός.
Βεβαίως η Αριστερά φέρει τεράστια ευθύνη για τη σχεδόν εθελούσια παγίδευσή της σε αυτό το φλιπεράκι. Όμως το εξώφθαλμο ψέμα ότι ιδεολογία έχουνε μόνον οι αιθεροβάμονες κι ανεύθυνοι αριστεροί επεκτείνεται και παραπέρα.
Για παράδειγμα, ο Α βωμολοχεί με στόχο τον Β. Με τι έχουμε να κάνουμε; Με καυστική σάτιρα πνευματώδους αστού ή με χονδροειδή κνίτικη χυδαιότητα; Άλλο παράδειγμα: ηθοποιός κατακεραυνώνει τους εκάστοτε κυβερνώντες. Παρρησία ενός καλλιτέχνη που αγωνιά για την πατρίδα του ή τζάμπα λαϊκισμός αριστερού θρασιμιού; Τρίτο παράδειγμα, κάποιος σκιτσογραφεί τον Χ ως φονιά ή μαστροπό ή την Ψ ως πόρνη ή ως ανόητη κορασίδα. Ευτελές γούστο στα όρια της εχθροπάθειας ή ρηξικέλευθη ελευθεριότητα που αρμόζει σε ταλαντούχο πολιτικοποιημένο ον; Και στα τρία παραδείγματα, θα ήταν ενδιαφέρον να γινόταν να στήσουμε μια τυφλή δοκιμή: να μην ξέρουν όσοι συμμετέχουνε σε αυτή ποιος είναι ο πομπός της κριτικής ή της σάτιρας και ποιος ο αποδέκτης. Θα αρκούσε το όποιο αισθητικό κριτήριο να καθοδηγήσει τις κρίσεις τους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου