Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Η ζούγκλα των πόλεων

Στο ελληνικό σινεμά μέχρι την έλευση του ΝΕΚ και στην ελληνική επαρχία μέχρι λίγο πιο μετά, η πόλη είναι τόπος απωλείας. Στην πόλη χάνεσαι, μαρκαλεύεσαι, στην πόλη σε πιάνουνε κώτσο οι επιτήδειοι.

Η εικόνα της πόλης που προβαλλόταν αδιάκοπα στα αναρίθμητα σινεμά της δύσοσμης επαρχίας του '50 και του '60 ήτανε λοιπόν εικόνα τουλάχιστον αποθαρρυντική: καλύτερα στο χωριό με τον χωροφύλακα και τον παπά, παρά σε αυτή τη ζούγκλα. Ώσπου ο μαιτρ του προφανούς και του εξώφθαλμου ονόμασε την ταινία του "Ζούγκλα των πόλεων" και λίγο μετά το ελληνικό σινεμά άλλαξε σελίδα. Όμως η ελληνική κοινωνία θα έπρεπε να περιμένει από τη μια την Πολιτιστική Πρωτεύουσα για να αποδεχθεί την αμαρτωλή Σαλονίκη των αόρατων νεκρών και της βυθισμένης τοπογραφίας και από την άλλη τους Ολυμπιακούς για να κοιτάξει την Αθήνα κατάματα χωρίς να μινυρίζει "τσιμεντούπολη, τσιμεντούπολη, τσιμεντούπολη".

Γιατί η Ελλάδα της αστυφιλίας μισούσε τόσο πολύ τις πόλεις; Κάποιες απαντήσεις προσπάθησα να δώσω εδώ, κυρίως με ιδεολογικούς όρους: προσπάθησα να καταλάβω αυτό το μίσος ως έναν συλλογικό ιδεασμό. Υπάρχουν όμως κι άλλοι τρεις παράγοντες:

Η πόλη γινόταν αντιληπτή στον κόσμο της επαρχίας ως τόπος ελευθεριότητας. Και ναι μεν για τους άντρες, παντρεμένους ή μη, αυτό δεν ήταν ακριβώς μεμπτό ή ιδιαιτέρως προβληματικό τις δεκαετίες του '50 και του '60. Άλλωστε οι επαρχιώτες που κατεβαίνουνε στην πόλη για δουλειές ήτανε κοινός τόπος τουλάχιστον από τη δεκαετία του '20. Το πρόβλημα ήταν ότι στην πόλη υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί -- όπως και όσο -- και η γυναικεία ελευθεριότητα, και μάλιστα μπροστά σε χιλιάδες αδιάφορα μάτια αλλά ταυτόχρονα μακριά από το πανοπτικό του χωριού.

Επίσης, τουλάχιστον αν πιστέψουμε όσα λέγαν οι παλιότεροι και όσα έβλεπαν στο σινεμά -- και πώς αυτά τα δύο αλληλεπιδρούσαν, οι πόλεις ήταν επικίνδυνες για ακόμα έναν λόγο: επειδή εκεί όλοι έκαναν ναρκωτικά. Μην πάει ο νους σας στην κόκα ή στην πρέζα ή έστω στο μαυράκι· αυτά τα έμαθε το σινεμά τη δεκαετία του '80: τότε εννοούσαν το βερμούτ και την μπύρα, το κρασί και το τσιγάρο. Κι αυτά ήταν επικίνδυνα ναρκωτικά γιατί έριχναν τις αναστολές κι οδηγούσαν στην ελευθεριότητα αλλά κυρίως γιατί η κατανάλωσή τους λειτουργούσε ως διαπίστευση χειραφέτησης. Κι αν μισεί κάτι η ελληνική κοινωνία, με τα βαθιά αγροτοποιμενικά ήθη της, είναι να αυτοπροσδιορίζεσαι ("ψώνιο") και να είσαι ελεύθερος: να κάνεις "ό,τι σου καπνίσει".

Ο τρίτος παράγοντας που έκανε τις πόλεις μισητές είναι δίκοπος. Από τη μια στις πόλεις δεν είχες όνομα, ήσουν ευάλωτος. Αξίζει να θυμόμαστε ότι οι περισσότεροι θεατές των ελληνικών ταινιών θα ταυτίζονταν (θέλοντας και μη) με την Παγώνα, δούλα και ψυχοκόρη στο διαμέρισμα, ή με τον απλοϊκό βλάχο που κουβαλάει κότες στο ΚΤΕΛ. Αυτό έλεγε ολόκληρη η ποπ κουλτούρα τότε: "πήγαινε στην πόλη άμα κοτάς και γίνε τύπος, χάσε το όνομά σου και γίνε καρικατούρα". Με δυο λόγια: στην πόλη είσαι ευάλωτος. Αν όμως η ανωνυμία και η αδιαφορία των πόλεων είναι η μία κόψη, η άλλη είναι η πολύ πραγματική συνωμοσία σιωπής των μικρών χωριών και των όχι και τόσο μικρών πόλεων: τη μοίρα του Άλεξ στη Βέροια, των γυναικών που βιάστηκαν στην Ξάνθη και του Γιακουμάκη στα Γιάννενα δεν την έγραψε ούτε η ανωνυμία ούτε κάποιος μέσα στην "απρόσωπη τσιμεντένια ζούγκλα".

Ο πίνακας είναι του Mitch Griffiths με τίτλο Inebriated Nation.

GatheRate

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου