"[...]
«Τι σκέφτεσαι, Λίλχεν» (ή κάπως έτσι).
«Πώς με είπες;»
«Μικρή Λίλα. Diminutive.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή χαϊδευτικό, περίπου.»
«Α.»
«Λοιπόν;»
Πού να εξηγώ. «Αφαιρέθηκα… σκεφτόμουν τη θεία μου, αυτή με μεγάλωσε. Για μένα αυτή η γυναίκα είναι η Ελλάδα που ήξερα, ενσαρκώνει την Ελλάδα που ξέρω, της επαρχίας.»
«Ω.»
«Είχε μαγαζί στο κέντρο με εσώρουχα. Έκανε πολύ καλές δουλειές, κυρίως γιατί ένας άλλος που είχε παρόμοιο μαγαζί έπαιρνε μάτι τις πελάτισσές του, ή έτσι τουλάχιστον έλεγαν τα κομοτηναίικα όρνια. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, όταν έπεσε η μεγάλη κρίση πριν κάτι αιώνες, ο πατέρας μου, που ως δικηγόρος δεν πεινάει ποτέ, τής ξεχρέωσε κάτι φέσια με φούντα… Η θεία μου δεν ήξερε να μαγειρεύει καλά, η γιαγιά μου είναι επί των γαστρονομικών. Ήταν όμως δεινή παίκτρια.»
«Σε τι άθλημα;»
«Κουμκάν.»
«Τι είναι αυτό πάλι;»
«Χαρτοπαίγνιο. Για κυρίες. Παίζεις λεφτά.»
«Μάλιστα.»
«Φοράει κάθε Τετάρτη και Παρασκευή κάτι λουλουδάτα φορέματα, φοράει τις πέρλες ή την χρυσή καρφίτσα, κάτσε όχι, αυτή τη φοράει με τα μονόχρωμα στην εκκλησία την Κυριακή, και παίρνει την τσάντα με τον προϋπολογισμό αφρικανικής χώρας (κρύο χιούμορ του αδερφού της). Παίζουνε γύρω από ένα τραπέζι με ένα πράσινο ύφασμα, don’t know the word in English, και καπνίζουν αμίλητοι, σαν βαλσαμωμένοι. Παίζουνε με τέμπο και νεύρο. Βασικά μια φορά τους έχω δει, δε γουστάρουνε περισπάσεις και ηλίθια σχόλια του τύπου ‘μα καλά, δεν βαριέστε;’ από τρίτους. Το άλλο πράγμα που κάνει η θεία μου είναι να τρέχει με τις κυρίες της Μητρόπολης σε διάφορες φιλανθρωπίες.»
«Όταν κερδίζει;»
«Όχι, πάντα. Τρέφουνε φτωχές οικογένειες – πριν κάτι χρόνια αποφάσισαν να συμπεριλάβουν και Τούρκους, Μουσουλμάνους εν πάση περιπτώσει, και την έβγαλαν όλα τα κανάλια, και στην Αθήνα.»
«Α, είναι επικεφαλής;»
«Όχι, έχει λέγειν σαν τον αδερφό της. Τέλος πάντων, ανοικοδομούν εκκλησίες, βρίσκουνε δουλειές σε μετανοούσες και κακοπληρωμένες βουλγάρες μπαρόβιες και στριπτιζούδες, μοιράζουνε γεύματα, ντύνουν παιδάκια, ανακαινίζουν μοναστήρια, κινούν αγωγές κατά των Γιεχωβάδων, ταχυδρομούνε βοήθεια σε πληγείσες χώρες, μοιράζουνε φυλλάδια κατά των εχθρών της Ελλάδας και της Εκκλησίας, φιλοξενούν άπορους Ουκρανούς και Σλοβάκους φοιτητές της Θεολογίας Θεσσαλονίκης που λένε να πάνε στα μέρη μας για προσκύνημα να ξεσκάσουν – αυτά. Από το δωμάτιο ξένων του πατέρα μου έχει περάσει όλο το Παραπέτασμα, που λέει κι εκείνος…»
«Γιατί σαρκάζεις; Όποια κι αν είναι τα κίνητρα αυτών των κυριών, ωφελούνε και βοηθάνε κόσμο.»
«Καλά ντε, εντάξει.»
Παύση.
«Λεφτά έχει ο πατέρας μου, όχι εγώ. Με υποτροφία ήρθα εδώ. Και δεν μού φτάνει κιόλας»
«Οκέι.»
Μετά τον πιάσανε κάτι τρανταχτά γέλια που αντιλάλησε το ντεσεβώ, λες και το δονούσε καρ στέρεο.
«Όταν μού είπες πως η θεία σου γυναίκα συμβολίζει την Ελλάδα, περίμενα άλλα. Περίμενα να μού πεις τίποτε για αρχαίες πέτρες και καμμιά μαυροφορεμένη χήρα, κυπαρίσσια κι ερείπια που χαϊδεύει το τραχύ ελληνικό φως. Ή κάτι τέτοιο.»
«Ωχ καημένε… Πάντως δεν μπορείς να χηρέψεις αν δεν παντρευτείς. Κι αυτή δεν ήθελε να πάρει κανέναν: όλοι οι γαμπροί της Κομοτηνής ήταν ή καπνοκαλλιεργητές ή εμπορίσκοι ή γύφτοι.»
«Από πού είναι η οικογένεια σου;»
«Πρόσφυγες από την Μικρά Ασία.»
«Πρόσφυγες; Πότε;»
«Το 1923.»
«Α, πριν από πολύ καιρό.»
«Ε, ναι… καλά, άσε, μεγάλη ιστορία, μην το ψάχνεις…»
[...]
Τέλος πάντων. Γιατί φλομώνω τον έρμο τον ξένο τον καλό με ιστορίες για πρόσφυγες με ανταλλαγές πληθυσμών και τους φίλους μας τους Τούρκους; Άνοιξε το ραδιόφωνο όπου μια κότα έσκουζε στα λατινικά, pax sincera, κι έτσι. Προσφυγιές και μιζέριες με τους Βούλγαρους και τον μουστάκια Πλαστήρα, κι ο Κεμάλ από της Ανατολής τα μέρη, τι δουλειά έχουν οι Βόρειοι, οι οικοδόμοι της ευρωπαϊκής ενότητας, με όλο αυτό το τσίρκο; Έρχονται στο Λονδίνο και κάνουν διδακτορικά και κλείνονται σε ποντικοδωμάτια ψάχνοντας από πού έρχεται η γνώση και για πλατωνικά αρχέτυπα, ενώ εμείς κουνιόμαστε για τοπική υπερδύναμη αλλά στο παραμικρό βγάζουμε παντιέρα την επαρχιώτικη μοναδικότητά μας και την καθ’ ημάς Αναντολού.
«Και οι παππούδες μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν πρόσφυγες. Κομμουνιστές βαμμένοι, έφυγαν ωστόσο πιτσιρικάδες από την Πολωνία μαζί με τους υπόλοιπους Γερμανούς το ’45, από την Πομερανία συγκεκριμένα, και βρέθηκαν στη Λειψία. Σε πέντε χρόνια αυτομόλησαν τρέχοντας στη Δύση και, παρότι ήτανε κοντοχωριανοί πίσω στην ‘πατρίδα’, μεταξύ τους γνωρίστηκαν στον σταθμό του Μονάχου.»
Μάλιστα. «Κατάλαβα. Κι από κει είναι η μάνα σου; Βαυαρέζα;»
«Ναι. Μισή άνθρωπος, μισή Αυστριακή.»
[...]"
Από ένα μπάχαλο προερχόμαστε όλοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩς πότε οι άνθρωποι θα κυνηγιόνται απ' τις ταμπέλες τους; Μπράβο για το ποστ! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΈγραψες πάλι! Καφέ να το συζητήσουμε το ΣΚ!
ΑπάντησηΔιαγραφήSraosha, εξαιρετικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό πού είναι; πληροφορίες για το
background;
Ευχαριστώ. Διαβάζετε και διαδίδετε Sraosha-Rakasha, σύντροφοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήxilaren, νομίζω πως θα μάθεις όσα χρειάζεται για την προέλευσή του εάν ψάξεις στα αρχεία και άλλα μου ποστάκια των οποίων ο τίτλος βρίσκεται σε αγκύλες και δεις τα σχόλιά τους. Εάν όχι, γράψε μου.
Είναι πολλά υποσχόμενο αυτό που διαβάζω.Κι' όλα τα προηγούμενα.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι να φανταστείς πως τα άλλα δύο, του Νοεμβρίου, τα είχα διαβάσει με πολλή προσοχή αλλά δεν είδα τη σύνδεση... είμαι α-πα-ρα-δεκτή! Μάλλον δεν είχα προσέξει τα σχόλια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΨάχνοντας βρήκα κι άλλο ένα μόνο, "το παιχνίδι με τα στρωσίδια". Είναι πολύ όμορφο, Σραόσα, θα είχε νόημα να προσθέσω τη φωνή μου σε όσους έχουν ζητήσει να συνεχιστεί;
xilaren, δεν έχετε και διεύθυνση πουθενά να σας απαντήσω κατ' ιδίαν... να σας πω πως τα αποσπάσματα είναι διαλεγμένα με την τακτική 'τι μου κάπνισε / ανακατεμένος ο ερχόμενος' και προέρχονται από κάτι που τελείωσε το 2003...
ΑπάντησηΔιαγραφή