Στον μικροαστικό μικρόκοσμο στον οποίο μεγάλωσα, και ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο χλεύης σοβαρών αριστερών και σοβαρότερων αστών, υπήρχανε πολλές ρετσινιές να προσάψεις. Μία από αυτές ήταν του ιδεολόγου. Ο ιδεολόγος αυτός ήταν προϊόν συμφυρμού διαφορετικών τύπων: κομμουνιστής, συνοδοιπόρος, με τον Κύρκο, υπαρξιστής ή απλώς διανοούμενος (το 'κουλτουριάρης' μάλλον ήρθε λίγο πιο μετά) -- κάτι τέτοιο και όλα αυτά μαζί, εν πάση περιπτώσει. Ο ιδεολόγος έβλεπε τα πράγματα πολύ σύνθετα, περισσότερο πολύπλοκα από όσο χρειαζόταν και αναλωνόταν σε αναλύσεις, ερμηνείες και θεωρίες. Ο ιδεολόγος -- άντρας βεβαίως -- μάλλον ήτανε μπερμπάντης και στάνταρ ξετσίπωτος, ίσως και λίγο χασικλής. Ο ιδεολόγος έβλεπε τις ταινίες που προλόγιζε ο Μπακογιαννόπουλος.
Όμως το σημαντικό εδώ δεν είναι να ξανασκιαγραφηθεί μια εποχή και τα χούγια της. Το σημαντικό είναι να ξαναθυμηθούμε ότι για τους μικροαστούς (που τώρα τους λέμε νοικοκυραίους, όχι απαραίτητα επειδή έγιναν νοικοκυραίοι, παρά γιατί έτσι τους βλέπουμε πια) ο αριστερός ή αριστεροειδής 'ιδεολόγος' βεβαίως περπάταγε στα σύννεφα, βρισκόταν εκτός τόπου και χρόνου. Ο ιδεολόγος προσδοκούσε επαναστάσεις και μεγάλες αλλαγές κι ότι θα αλλάξουνε τα πράγματα. Ο ιδεολόγος ευαγγελιζόταν ουτοπίες.
Η ουτοπία των ιδεολόγων της παιδικής ηλικίας μου ήτανε μια χαρωπή χιλιαστική Εδέμ που απευθυνότανε σε όλους: στις μάζες, στον λαουτζίκο. Όλα θα κύλαγαν ρολόι, όπως ακριβώς γινότανε στον εκάστοτε παράδεισο καθε 'ιδεολόγου': Σοβιετική Ένωση, Κίνα, τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία των φαρδιών λεωφόρων, το σοσιαλιστικό μέλλον. Ωστόσο όλοι οι υπόλοιποι γνώριζαν καλά ότι ο κόσμος, λέει, δεν αλλάζει με τίποτε και ποτέ· ο ιδεολόγος ωστόσο δεν ήτανε ρεαλιστής κι αδυνατούσε να δει τον κόσμο όπως πραγματικά ήταν: ο άτιμος κι άκαρδος κι άτρωτος ντουνιάς των αφεντικών και των μελό ελληνικών ταινιών, στον οποίο ο φτωχός μπορούσε να ελπίζει το πολύ να επιβιώσει, άντε και να βολευτεί.
Πάνω στο οικόπεδο αυτής της τάχα ρεαλιστικής παραδοχής, ότι δεν αλλάζει ο άτιμος κι άκαρδος κι άτρωτος ντουνιάς των αφεντικών και των μελό ελληνικών ταινιών, οικοδομήθηκε η πολύ διαφορετική ουτοπία της ύστερης νεότητάς μου και της πρώτης ωριμότητάς μου. Αυτή η ουτοπία από τη μεριά της αποτελούσε μια σουρεαλιστικά ενισχυμένη εκδοχή αυτού που, επίσης στον μικροαστικό μικρόκοσμο όπου μεγάλωσα, ονομαζόταν κάπως ακυρολεκτικά 'θατσερισμός': ο μαξιμαλισμός του εγωισμού, η θεολογία του πλουτισμού.
Αυτή ήτανε μια ουτοπία σαφώς πιο θριντί, σαφώς πιο ντόλμπυ σαράουντ, της οποίας ο φορέας, πάντοτε άντρας, είχε "φράγκα, γκομενες, παλάτια, άντε και καλά κρεβάτια", κατά τας γραφάς. Μια ουτοπία για λίγους, πάρα πολύ λίγους, φωτισμένη από την άρνηση της μιζέριας, από μια ατομική και (παραδόξως) εθνική παραίσθηση μεγαλείου και έκπαγλης μοναδικότητας, με καύσιμο την κόκα και μπόμπες στολίσναγια, φορώντας τα κατάλληλα ρούχα, στα σωστά μαγαζιά, μέσα στο σωστό αμάξι. Απολιτίκ τζάνκι του so hot right now. Με ταξίδια για ψώνια. Με σεξ ονομαστικής αξίας, ανταλλακτικό, και -- έτσι κι αλλιώς -- κυρίως στο επίπεδο του οφθαλμόλουτρου, της ατελέσφορης πρόκλησης, άντε της άτσαλης αρπαχτής.
Αυτή η ουτοπία ήταν κινητή, χωρίς σπιτικό, γειτονιές, φίλους παλιούς κι αρχαία στέκια, ήτανε μια γκλαμ κοινωνική σκηνοπηγία: από τα ΒΠ στην παραλιακή, από την παραλιακή στο εκάστοτε σωστό νησί με το σωστό crowd, μετά πάλι πίσω στον θύλακα του κέντρου και στα ΒΠ. Ένα Beverly Hills για λίγους ή, μάλλον, μια μετάλλαξη της ελληνικής κωμόπολης, όπου όλοι έτρεχαν στο νέο μαγαζί που άνοιγε, το δόξαζαν για όσο φτούραγε και μετά έτρεχαν στο επόμενο μαγαζί που θα άνοιγε.
Όμως το σημαντικό εδώ δεν είναι να ξανασκιαγραφηθεί μια εποχή και τα χούγια της, και δη ένα λαϊφστάιλ που οι περισσότεροι πια σπεύδουν, εκόντες άκοντες, να καταδικάσουν και να χλευάσουν. Το σημαντικό είναι να δούμε ότι την γκλαμουριά την προσκυνήσαμε ως μια πολύ ρεαλιστική, αναπτυξιακή, ανανεωτική και δε θυμάμαι τι άλλο προοπτική. Ελάχιστοι την περιέγραψαν τότε ως μια ακόμα ουτοπία, και δη για λίγους. Άλλωστε, στο μεταξύ οι ιδεολόγοι είχανε πεθάνει και ενταφιαστεί ιδεολογικά, συνοδεία ποπ μπουζουκιών και λαουντζάτων ήχων. Κι έτσι οι μικροαστοί δεν κορόιδευαν πια, ήθελαν κι αυτοί να τους πάρουνε στη νέα γκλαμ ουτοπία της ισχυρής Ελλάδας που γαμεί, πλερώνει και δέρνει. Η Λάρισα, το Μπουρνάζι, η Παραλία της Σαλονίκης διαμορφώθηκαν κατάλληλα για να φιλοξενήσουν πιο τοπικές, πιο εύκολες, κάπως λιγότερο δαπανηρές εκδοχές της.
Υπάρχουνε πάντως πολλοί που ακόμα θεωρούν ότι η ουτοπία των μεν ήτανε νεφελοκοκκυγία, ενώ των δε ο χαμένος παράδεισος, που θα τον ξανακερδίσουν οι λίγοι κι εκλεκτοί με αντίτιμο το αίμα (κυριολεκτικά) των φτωχών και των συνταξιούχων, των μεταναστών και των άνεργων νέων. Μόλις σταθούν οι τράπεζες στα πόδια τους και ξαναρίξουνε χρήμα στην αγορά.
Όμως το σημαντικό εδώ δεν είναι να ξανασκιαγραφηθεί μια εποχή και τα χούγια της. Το σημαντικό είναι να ξαναθυμηθούμε ότι για τους μικροαστούς (που τώρα τους λέμε νοικοκυραίους, όχι απαραίτητα επειδή έγιναν νοικοκυραίοι, παρά γιατί έτσι τους βλέπουμε πια) ο αριστερός ή αριστεροειδής 'ιδεολόγος' βεβαίως περπάταγε στα σύννεφα, βρισκόταν εκτός τόπου και χρόνου. Ο ιδεολόγος προσδοκούσε επαναστάσεις και μεγάλες αλλαγές κι ότι θα αλλάξουνε τα πράγματα. Ο ιδεολόγος ευαγγελιζόταν ουτοπίες.
Η ουτοπία των ιδεολόγων της παιδικής ηλικίας μου ήτανε μια χαρωπή χιλιαστική Εδέμ που απευθυνότανε σε όλους: στις μάζες, στον λαουτζίκο. Όλα θα κύλαγαν ρολόι, όπως ακριβώς γινότανε στον εκάστοτε παράδεισο καθε 'ιδεολόγου': Σοβιετική Ένωση, Κίνα, τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία των φαρδιών λεωφόρων, το σοσιαλιστικό μέλλον. Ωστόσο όλοι οι υπόλοιποι γνώριζαν καλά ότι ο κόσμος, λέει, δεν αλλάζει με τίποτε και ποτέ· ο ιδεολόγος ωστόσο δεν ήτανε ρεαλιστής κι αδυνατούσε να δει τον κόσμο όπως πραγματικά ήταν: ο άτιμος κι άκαρδος κι άτρωτος ντουνιάς των αφεντικών και των μελό ελληνικών ταινιών, στον οποίο ο φτωχός μπορούσε να ελπίζει το πολύ να επιβιώσει, άντε και να βολευτεί.
Πάνω στο οικόπεδο αυτής της τάχα ρεαλιστικής παραδοχής, ότι δεν αλλάζει ο άτιμος κι άκαρδος κι άτρωτος ντουνιάς των αφεντικών και των μελό ελληνικών ταινιών, οικοδομήθηκε η πολύ διαφορετική ουτοπία της ύστερης νεότητάς μου και της πρώτης ωριμότητάς μου. Αυτή η ουτοπία από τη μεριά της αποτελούσε μια σουρεαλιστικά ενισχυμένη εκδοχή αυτού που, επίσης στον μικροαστικό μικρόκοσμο όπου μεγάλωσα, ονομαζόταν κάπως ακυρολεκτικά 'θατσερισμός': ο μαξιμαλισμός του εγωισμού, η θεολογία του πλουτισμού.
Αυτή ήτανε μια ουτοπία σαφώς πιο θριντί, σαφώς πιο ντόλμπυ σαράουντ, της οποίας ο φορέας, πάντοτε άντρας, είχε "φράγκα, γκομενες, παλάτια, άντε και καλά κρεβάτια", κατά τας γραφάς. Μια ουτοπία για λίγους, πάρα πολύ λίγους, φωτισμένη από την άρνηση της μιζέριας, από μια ατομική και (παραδόξως) εθνική παραίσθηση μεγαλείου και έκπαγλης μοναδικότητας, με καύσιμο την κόκα και μπόμπες στολίσναγια, φορώντας τα κατάλληλα ρούχα, στα σωστά μαγαζιά, μέσα στο σωστό αμάξι. Απολιτίκ τζάνκι του so hot right now. Με ταξίδια για ψώνια. Με σεξ ονομαστικής αξίας, ανταλλακτικό, και -- έτσι κι αλλιώς -- κυρίως στο επίπεδο του οφθαλμόλουτρου, της ατελέσφορης πρόκλησης, άντε της άτσαλης αρπαχτής.
Αυτή η ουτοπία ήταν κινητή, χωρίς σπιτικό, γειτονιές, φίλους παλιούς κι αρχαία στέκια, ήτανε μια γκλαμ κοινωνική σκηνοπηγία: από τα ΒΠ στην παραλιακή, από την παραλιακή στο εκάστοτε σωστό νησί με το σωστό crowd, μετά πάλι πίσω στον θύλακα του κέντρου και στα ΒΠ. Ένα Beverly Hills για λίγους ή, μάλλον, μια μετάλλαξη της ελληνικής κωμόπολης, όπου όλοι έτρεχαν στο νέο μαγαζί που άνοιγε, το δόξαζαν για όσο φτούραγε και μετά έτρεχαν στο επόμενο μαγαζί που θα άνοιγε.
Όμως το σημαντικό εδώ δεν είναι να ξανασκιαγραφηθεί μια εποχή και τα χούγια της, και δη ένα λαϊφστάιλ που οι περισσότεροι πια σπεύδουν, εκόντες άκοντες, να καταδικάσουν και να χλευάσουν. Το σημαντικό είναι να δούμε ότι την γκλαμουριά την προσκυνήσαμε ως μια πολύ ρεαλιστική, αναπτυξιακή, ανανεωτική και δε θυμάμαι τι άλλο προοπτική. Ελάχιστοι την περιέγραψαν τότε ως μια ακόμα ουτοπία, και δη για λίγους. Άλλωστε, στο μεταξύ οι ιδεολόγοι είχανε πεθάνει και ενταφιαστεί ιδεολογικά, συνοδεία ποπ μπουζουκιών και λαουντζάτων ήχων. Κι έτσι οι μικροαστοί δεν κορόιδευαν πια, ήθελαν κι αυτοί να τους πάρουνε στη νέα γκλαμ ουτοπία της ισχυρής Ελλάδας που γαμεί, πλερώνει και δέρνει. Η Λάρισα, το Μπουρνάζι, η Παραλία της Σαλονίκης διαμορφώθηκαν κατάλληλα για να φιλοξενήσουν πιο τοπικές, πιο εύκολες, κάπως λιγότερο δαπανηρές εκδοχές της.
Υπάρχουνε πάντως πολλοί που ακόμα θεωρούν ότι η ουτοπία των μεν ήτανε νεφελοκοκκυγία, ενώ των δε ο χαμένος παράδεισος, που θα τον ξανακερδίσουν οι λίγοι κι εκλεκτοί με αντίτιμο το αίμα (κυριολεκτικά) των φτωχών και των συνταξιούχων, των μεταναστών και των άνεργων νέων. Μόλις σταθούν οι τράπεζες στα πόδια τους και ξαναρίξουνε χρήμα στην αγορά.
Στην ουτοπία αυτή συντελέστηκε μια τοπική πρωτοτυπία, στους ναούς αυτούς του '90 (που περιλάμβαναν και τα κυριλέ, υπερτιμημένα εστιατόρια)άγγιξαν και είδαν από κοντά, ο ένας τον άλλο, ένα σωρό κόσμος. Απ' την κομμώτρια από το Περιστέρι, το μπασκετμπολίστα του Ολυμπιακού με τα εκατομμύρια συμβόλαιο, τους socialite και καλλιτέχνες, μέχρι τα τέκνα της Εκάλης. Όλοι αυτοί, έκλεισαν κάποτε ένα πρώτο τραπέζι πίστα, δίπλα, δίπλα. Η ανάλυση αυτού του φαινομένου και των συνεπειών του στο φαντασιακό, τη μνήμη ή την συμπεριφορά και την επίκτητη έπαρση του Αθηναίου, θα έρχεται πάντα σε αντιδιαστολή, με το Λονδίνο φερειπείν, όπου όλοι αυτοί διασκεδάζουν σε κλειστά απροσπέλαστα club, που αν μπεις με κάνεναν Άραβα πετρελαιά φίλο από κανένα μεταπτυχιακό και περάσει δίπλα σου ο Robbie Williams, έχεις να το λες για χρόνια! Χειρότερα και από το L.A., όπου σε κανένα Viper Room, έβλεπες τα αλάνια του Hollywood με σάρκα και οστά-αλλά αν ήσουν Μπουρναζιώτης Αμερικάνος της πόλης των Αγγέλων σιγά που θα πήγαινες-! Πως θα παράγουν οι έλληνες γραφιάδες, χωρίς μύθους, στο μέλλον άλλωστε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, η κομμώτρια άγγιξε το χαρτί τουαλέτας που είχε αγγίξει η Αγάπη Βαρδινογιάννη στις τουαλέτες του Ρέμου, του Πλούταρχου, του Πανταζή. Ο κάγκουρας από το Μπραχάμι βρέθηκε στο οπτικό πεδίο της Κουλιανού στο Σάμπια και στο Wild Rose. Ο Νίκος Μαστοράκης έκανε κόκα από το ίδιο καζανάκι με τον αντιπρόσωπο ιταλικών καναπέδων στον Βύρωνα, κάπου όπου κυκλοφόραγαν συνοικιακές τύπες μεταμφιεσμένες στο πορνογλάστρες. Και; Πέρναγε κανείς από αυτούς καλά; Διασκέδασε; Ξέδωσε; Χόρεψε; Γλέντησε; Από καλό μάς έχει τρελάνει ο Βυτίος στα εγκώμια του χασίματος μέσα σε σκυλάδικα τελειωμένα;
ΔιαγραφήΣτη Βρετανία υπάρχει ο ένας δημοκρατικός χώρος συναγελασμού όλων: η παμπ. Στο Παρίσι το καφέ. Στη Νέα Υόρκη και στο Βερολίνο είναι ο δρόμος. Για το Λος Άντζελες δεν ξέρω, έχω κάνει τάμα να μην πάω ποτέ και ίσως και να το εκπληρώσω, Θεού θέλοντος.
Όσο για τους γραφιάδες και τι θα απογίνουν, μια χαρά τα κατάφερε ο κάθε Γεωργελές, που έγινε λαϊκός ιεροκήρυξ.
Δε συμφωνώ στη σημειολογία. Όλα έχουν νόημα. Είδε κανείς τι ήταν όλοι αυτοί από κοντά, ενώ αλλού, ούτε που ξέρεις τι είναι οι μυθικοί μονόκεροι. Σκατά ή πιο σκατά, δεν έχει σημασία. Άλλο είσαι παρών, άλλο ούτε καν είδες ή πήρες πρέφα τι γινόταν το 90. Καλό, ή κακό ήταν πρωτότυπο και έχει ενδιαφέρον και από εκεί ξεκίνησαν και άλλα άσχημα σχετιζόμενα με μια αταξική αλλαζονεία. Αν θες, ξεδίνεις παντού και πάντα. Επί τοις ουσίας, ούτε και το ότι η μισή αριστερή διανόηση πήδηξε την άλλη μισή μας προσέφερε κάτι. Ίσως μόνο ότι καπαρώθηκαν κάποιες θέσεις σε ΜΚΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην παμπ δεν πάει κανένας Λονδρέζος αστός-κανονικός αστός, από αυτούς που είναι πάμπλουτοι για τα δεδομένα μας- έχουν κλειστές λέσχες με μπαρ, ή έτσι κατάλαβα εγώ.
Στα τελειωμένα σκυλάδικα, παίζει να έγιναν τα καλύτερα ξενύχτια και αυτή η εποχή περιόρισε το τελειωμένο σκυλάδικο-Aχαρνών, Βάθη, Πειραιά- κάνοντας μόδα το mainstream. Ακόμα εκεί γίνονται τα καλύτερα χασίματα.