Τη βραδιά που κανα-δυο χιλιόμετρα από το σπίτι μου η Βουλή των Ελλήνων ρύθμιζε νομικά την εξώθησή μας στην ανεργία και τη φτώχεια για τις επόμενες μια-δυο γενιές σκεφτόμουν ότι, τελικά, πολλοί θεωρήσαμε ότι η κρίση ήταν ευκαιρία. Όχι μόνον οι "sure, tax me: find me", οι εργολάβοι, οι δογματικοί νεοφιλελεύθεροι ή οι απολίτικοι διανοητές μικρομεσαίου βεληνεκούς. Αλλά και όσοι νομίσαμε ότι η μεθοδική και μαζική εξαθλίωση, το συστηματικό και μεγάλης κλίμακας ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, ο πόλεμος ψεύδους και προπαγάνδας και η βάναυση καταστολή θα διαμόρφωναν συνειδήσεις και θα αφύπνιζαν όσους συνήθως δεν ασχολούνται "με αυτά". Όχι ντε και καλά για να επισυμβούν τεκτονικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, για να ανατραπεί ο καπιταλισμός "σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο", ούτε καν για να εξυγιανθεί η δημοκρατία. Αλλά για να αποκτήσουν περισσότεροι Έλληνες επίγνωση του ότι κανένα δικαίωμα δεν είναι δεδομένο, ότι καμμία (μα καμμία όμως) κατάκτηση κοινωνική δεν είναι 'κεκτημένη'. Για να γίνει αντιληπτό ότι, όταν υπάρχει αυτόματος πιλότος στα κοινά, οι προνομιούχοι μοιράζονται μεταξύ τους τα αλεξίπτωτα και οι υπόλοιποι, προσδεμένοι, πηγαίνουμε σούμπιτοι και καρφωτοί προς την πλαγιά.
Και βεβαίως διαψευστήκαμε: η μόνη σοβαρή αλλαγή που βλέπουμε είναι αφενός η κατά κράτος νίκη του ψεύδους και της προπαγάνδας, αφετέρου ο θρίαμβος της ηθικολογίας και της χρηστομάθειας, που σου διδάσκει ότι είσαι άθλιος αμαρτωλός και ότι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να πάψεις να παραπονιέσαι. Και η επακόλουθη νομιμοποίηση του νεοναζισμού στις συνειδήσεις του κόσμου, σε μικροκοινωνικό επίπεδο: από γειτονιά σε οικογενειακό τραπέζι, από ταξί σε παιδική χαρά, από τα ειδικά εφέ της καταστολής μέχρι τους άνεργους νέους στα παγκάκια παρατημένων πεζοδρόμων.
Μιλώντας για παρατημένους πεζοδρόμους: διάβασα πριν λίγες μέρες μονορούφι το "Φακός στο στόμα" του Χρήστου Χρυσόπουλου, ένα κείμενο που δραστικά φώτισε την πόλη (την Αθήνα, δηλαδή) και τη φύση της περιπλάνησης στην πόλη. Μέσα από το βιβλίο αναδύεται για άλλη μια φορά μία λεπτή αλλά θεμελιώδης διαφορά: άλλο παρατημένη και εγκαταλελειμμένη πόλη (που είναι, δυστυχώς, η Αθήνα, σχεδόν επίτηδες ενδεχομένως) και άλλο πόλη που αναπτύσσεται ζωντανά, οργανικά, αυτορρυθμιζόμενα -- όπως δηλαδή αρμόζει σε μεγαλούπολη. Αυτά βεβαίως τα λέει εδώ και δεκαετίες ο Δημήτρης Φιλιππίδης. Σύμφωνοι. Όμως ο Χρυσόπουλος τα επαναδιατυπώνει όχι από τη σκοπιά του θεωρητικού της Αρχιτεκτονικής, παρά με τη ματιά του διαβάτη που διαβάζει ξανά και ξανά την πόλη στην οποία περπατάει και που διαρκώς αλλάζει.
Και ναι: στη ματιά βρίσκεται το νόημα. Γι' αυτό και είναι πολύτιμο το θέατρο: επί σκηνής συμβαίνουν πολλά και ως θεατής είσαι ελεύθερος να επιλέξεις πού θα στρέψεις το βλέμμα σου, αφού δε σε τραβάει από τη ματιά το μεγάλο (ή μικρότερο) κινηματογραφικό κάδρο, αφού δεν υπάρχουν προνομιακές αποστάσεις και οπτικές γωνίες ή κοντινά πλάνα για να σου επιβληθούν. Δυστυχώς για μένα, το θέατρο το έμαθα αργά, από τη Ζ., αφού ήδη είχα φύγει από την Ελλάδα. Κάθε φορά λοιπόν που επιστρέφω στην κατασυκοφαντημένη και παρατημένη πόλη μου, θαυμάζω όχι μόνον ότι έχει περισσότερα θέατρα από το Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη, κυρίως από εκείνα που έβαλε σκοπό να κλείσει ο κύριος δήμαρχος, αλλά και το πόσο πρωτοποριακό, ευρηματικό και απροσδόκητο θέατρο δουλεύεται, καλλιεργείται και παριστάνεται εδώ. Θυμάμαι ότι πήγαινα σε πολυδιαφημισμένες αβανγκάρντ παραστάσεις στο Λονδίνο και μερικές βδομάδες μετά σε "οκέι, μια χαρά" παραστάσεις στην Αθήνα: η διαφορά υπέρ της Αθήνας ήταν ανεξαιρέτως καταιγιστική. Όταν στο Λονδίνο ακόμα παραληρούσαν με το Copenhagen του Φρέυν, εμείς εδώ βλέπαμε το Bella Venezia των Διαλεγμένου και Βογιατζή.
Παγιδευμένοι σε οράματα βιεννέζικης ομοιομορφίας και παριζιάνικης (στα καλά αροντισμάν) ευταξίας, αδυνατούμε να δούμε τι θαυμαστά τοπία και τι ανθρώπους έχει αυτή η πόλη, ή -- χειρότερα -- τι τοπία και λόγο και ματιές δημιουργούν οι άνθρωποι αυτής της πόλης. Κι αυτά τα ένιωσα το Σάββατο του Λαζάρου, για πολλοστότατη φορά, εν προκειμένω με αφορμή την λοξή αλλά καίρια ματιά του βαριετέ-μεταεπιθεώρησης "Αδέσποτες Σκύλες στο Βαλς των Βρώμικων Δρόμων Νο. 3": δε θα έβλεπες κάτι τέτοιο επί σκηνής στη Νέα Υόρκη ούτε off Broadway, νομίζω.
Προσδοκώ την εθελούσια ανάσταση αυτής της πόλης και των ανθρώπων της.
Για τη στήλη 'Blogs in print' της Ελευθεροτυπίας της 3.V.2013
Και βεβαίως διαψευστήκαμε: η μόνη σοβαρή αλλαγή που βλέπουμε είναι αφενός η κατά κράτος νίκη του ψεύδους και της προπαγάνδας, αφετέρου ο θρίαμβος της ηθικολογίας και της χρηστομάθειας, που σου διδάσκει ότι είσαι άθλιος αμαρτωλός και ότι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να πάψεις να παραπονιέσαι. Και η επακόλουθη νομιμοποίηση του νεοναζισμού στις συνειδήσεις του κόσμου, σε μικροκοινωνικό επίπεδο: από γειτονιά σε οικογενειακό τραπέζι, από ταξί σε παιδική χαρά, από τα ειδικά εφέ της καταστολής μέχρι τους άνεργους νέους στα παγκάκια παρατημένων πεζοδρόμων.
Μιλώντας για παρατημένους πεζοδρόμους: διάβασα πριν λίγες μέρες μονορούφι το "Φακός στο στόμα" του Χρήστου Χρυσόπουλου, ένα κείμενο που δραστικά φώτισε την πόλη (την Αθήνα, δηλαδή) και τη φύση της περιπλάνησης στην πόλη. Μέσα από το βιβλίο αναδύεται για άλλη μια φορά μία λεπτή αλλά θεμελιώδης διαφορά: άλλο παρατημένη και εγκαταλελειμμένη πόλη (που είναι, δυστυχώς, η Αθήνα, σχεδόν επίτηδες ενδεχομένως) και άλλο πόλη που αναπτύσσεται ζωντανά, οργανικά, αυτορρυθμιζόμενα -- όπως δηλαδή αρμόζει σε μεγαλούπολη. Αυτά βεβαίως τα λέει εδώ και δεκαετίες ο Δημήτρης Φιλιππίδης. Σύμφωνοι. Όμως ο Χρυσόπουλος τα επαναδιατυπώνει όχι από τη σκοπιά του θεωρητικού της Αρχιτεκτονικής, παρά με τη ματιά του διαβάτη που διαβάζει ξανά και ξανά την πόλη στην οποία περπατάει και που διαρκώς αλλάζει.
Και ναι: στη ματιά βρίσκεται το νόημα. Γι' αυτό και είναι πολύτιμο το θέατρο: επί σκηνής συμβαίνουν πολλά και ως θεατής είσαι ελεύθερος να επιλέξεις πού θα στρέψεις το βλέμμα σου, αφού δε σε τραβάει από τη ματιά το μεγάλο (ή μικρότερο) κινηματογραφικό κάδρο, αφού δεν υπάρχουν προνομιακές αποστάσεις και οπτικές γωνίες ή κοντινά πλάνα για να σου επιβληθούν. Δυστυχώς για μένα, το θέατρο το έμαθα αργά, από τη Ζ., αφού ήδη είχα φύγει από την Ελλάδα. Κάθε φορά λοιπόν που επιστρέφω στην κατασυκοφαντημένη και παρατημένη πόλη μου, θαυμάζω όχι μόνον ότι έχει περισσότερα θέατρα από το Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη, κυρίως από εκείνα που έβαλε σκοπό να κλείσει ο κύριος δήμαρχος, αλλά και το πόσο πρωτοποριακό, ευρηματικό και απροσδόκητο θέατρο δουλεύεται, καλλιεργείται και παριστάνεται εδώ. Θυμάμαι ότι πήγαινα σε πολυδιαφημισμένες αβανγκάρντ παραστάσεις στο Λονδίνο και μερικές βδομάδες μετά σε "οκέι, μια χαρά" παραστάσεις στην Αθήνα: η διαφορά υπέρ της Αθήνας ήταν ανεξαιρέτως καταιγιστική. Όταν στο Λονδίνο ακόμα παραληρούσαν με το Copenhagen του Φρέυν, εμείς εδώ βλέπαμε το Bella Venezia των Διαλεγμένου και Βογιατζή.
Παγιδευμένοι σε οράματα βιεννέζικης ομοιομορφίας και παριζιάνικης (στα καλά αροντισμάν) ευταξίας, αδυνατούμε να δούμε τι θαυμαστά τοπία και τι ανθρώπους έχει αυτή η πόλη, ή -- χειρότερα -- τι τοπία και λόγο και ματιές δημιουργούν οι άνθρωποι αυτής της πόλης. Κι αυτά τα ένιωσα το Σάββατο του Λαζάρου, για πολλοστότατη φορά, εν προκειμένω με αφορμή την λοξή αλλά καίρια ματιά του βαριετέ-μεταεπιθεώρησης "Αδέσποτες Σκύλες στο Βαλς των Βρώμικων Δρόμων Νο. 3": δε θα έβλεπες κάτι τέτοιο επί σκηνής στη Νέα Υόρκη ούτε off Broadway, νομίζω.
Προσδοκώ την εθελούσια ανάσταση αυτής της πόλης και των ανθρώπων της.
Για τη στήλη 'Blogs in print' της Ελευθεροτυπίας της 3.V.2013
Τη μέρα που πέθανε ο Βογιατζής, κιόλας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή ανάσταση, Σρα.