Γιατί χτυπάνε καμπάνες μέσα στο ήσυχο και νυσταλέο βράδυ της Δευτέρας, ενώ οι πιο πολλοί έχουνε πέσει στο κρεβάτι, μάλλον για να κοιμηθούνε; Γιατί αντηχεί ο θολός σκοτεινός ουρανός πάνω από την πόλη σαν για Μεγάλη Ανάσταση; Γιατί έφεραν ζεστά ντυμένοι τα ζεστά ντυμένα παιδιά τους να τραγουδήσουνε και να κοιτάζουνε φωτιές μέσα στο κρύο, στη μισοφωτισμένη νύχτα που κάνει το λιθόστρωτο να γυαλίζει;
Μετά οι καμπάνες σβήνουνε μέσα στην πηχτή νύχτα. Σαν να ήταν απλώς και μόνο κάποιος από μεθυσμένη παρέα που απομακρύνεται από κάτω από το παράθυρό σου και χώνεται μέσα στους φιδωτούς δρόμους για να προλάβει να κλειδώσει τη ζάλη του πίσω από μια πόρτα, κάπου ζεστά, δίπλα σε ένα ωραίο κορμί που μυρίζει όπως μυρίζουν τα ωραία κορμιά.
Είμαι εν μέρει φτιαγμένος από κρύο, εν μέρει φτιαγμένος για το κρύο. Στο κρύο περπατάω πιο ανάλαφρα, σκέφτομαι πιο μακριά, μεριμνώ ελαφρύτερα, ξέρω περισσότερα, βλέπω πιο μακριά, μιλάω λιγότερο και λέω πιο πολλά, αντέχω και λαγνεύομαι υπόκωφα, χωρίς εξάρσεις. Δώσε μου φως και κρύο. Όχι ήλιο. Όχι αυτό το κυκλοδίωκτο στοιχειό που καίει τα χρώματα και που κάνει τα χώματα τα σώματα να ιδρώνουν, που καίει μυαλά και μάτια. Που στεγνώνει κάθε ζωή. Δεν έχω ανάγκη τον πούστη τον ήλιο, τον ψεύτη τον ήλιο, καίω από μόνος μου όταν πρέπει. Καίω. Μπορώ να ζεστάνω εγώ. Τοπική θέρμη, όπως τοπικό χρώμα. Ιδιωτικό. Αποκλειστικό. Για λίγο ή για πάντα. Δεν τον θέλω τον ήλιο σας. Αφήστε μου λοξό φως. Αφήστε μου τοπικό χρώμα: αυτό που κάνει το θέναρ σάρκα και το ρόδο άνθος, αυτό που διακρίνει βλέμμα από βλέμμα και ίσκιο από σκιά. Αφήστε μου το φως που γνωρίζω από τις κουρτίνες που το κρύβουν και τα σύννεφα που το σκορπίζουν απλόχερα. Μπορώ κι εγώ να φωτίσω, αχνά και για λίγο, αλλά μπορώ. Κι ας είναι ωχροπράσινο το δέρμα μου το χειμώνα, κι ας είναι, λεν, η όψη μου φτιαγμένη για τα καλοκαίρια που ανάξιοι και περιδεείς προσκυνάτε, σαν τρεμάμενοι θρησκόληπτοι, κυνηγώντας τα για δυο βδομάδες και πέντε μέρες στις ξέρες και στη σκόνη. Μακριά η σκόνη, θα έχω όση σκόνη θέλω μέσα στο στόμα, μέσα στο κρανίο, ανάμεσα στα δυνατά μου πόδια όταν πεθάνω. Τώρα δώσε μου κρύο. Θα καίει το κορμί μου, δεν πειράζει, όσο είναι ζωντανό. Θα πυρώνει η σκέψη και η επιθυμία και η βούληση και η συμπόνοια, όσο ζει και νήπτει ο νους. Όσο ζω θα καίω.
Κρύψτε τον ήλιο. Είναι ωραία η νύχτα. Η νύχτα δεν είναι μαύρη, είναι βαθιά γαλάζια. Η νύχτα μας αγκαλιάζει και μας σκεπάζει, μας κοιτάζει ακροπατώντας ή ανεπαίσθητα γυρνώντας πλευρό. Μας μυρίζει.
Φωτογραφία: Mathilda Eberhard
Μετά οι καμπάνες σβήνουνε μέσα στην πηχτή νύχτα. Σαν να ήταν απλώς και μόνο κάποιος από μεθυσμένη παρέα που απομακρύνεται από κάτω από το παράθυρό σου και χώνεται μέσα στους φιδωτούς δρόμους για να προλάβει να κλειδώσει τη ζάλη του πίσω από μια πόρτα, κάπου ζεστά, δίπλα σε ένα ωραίο κορμί που μυρίζει όπως μυρίζουν τα ωραία κορμιά.
Είμαι εν μέρει φτιαγμένος από κρύο, εν μέρει φτιαγμένος για το κρύο. Στο κρύο περπατάω πιο ανάλαφρα, σκέφτομαι πιο μακριά, μεριμνώ ελαφρύτερα, ξέρω περισσότερα, βλέπω πιο μακριά, μιλάω λιγότερο και λέω πιο πολλά, αντέχω και λαγνεύομαι υπόκωφα, χωρίς εξάρσεις. Δώσε μου φως και κρύο. Όχι ήλιο. Όχι αυτό το κυκλοδίωκτο στοιχειό που καίει τα χρώματα και που κάνει τα χώματα τα σώματα να ιδρώνουν, που καίει μυαλά και μάτια. Που στεγνώνει κάθε ζωή. Δεν έχω ανάγκη τον πούστη τον ήλιο, τον ψεύτη τον ήλιο, καίω από μόνος μου όταν πρέπει. Καίω. Μπορώ να ζεστάνω εγώ. Τοπική θέρμη, όπως τοπικό χρώμα. Ιδιωτικό. Αποκλειστικό. Για λίγο ή για πάντα. Δεν τον θέλω τον ήλιο σας. Αφήστε μου λοξό φως. Αφήστε μου τοπικό χρώμα: αυτό που κάνει το θέναρ σάρκα και το ρόδο άνθος, αυτό που διακρίνει βλέμμα από βλέμμα και ίσκιο από σκιά. Αφήστε μου το φως που γνωρίζω από τις κουρτίνες που το κρύβουν και τα σύννεφα που το σκορπίζουν απλόχερα. Μπορώ κι εγώ να φωτίσω, αχνά και για λίγο, αλλά μπορώ. Κι ας είναι ωχροπράσινο το δέρμα μου το χειμώνα, κι ας είναι, λεν, η όψη μου φτιαγμένη για τα καλοκαίρια που ανάξιοι και περιδεείς προσκυνάτε, σαν τρεμάμενοι θρησκόληπτοι, κυνηγώντας τα για δυο βδομάδες και πέντε μέρες στις ξέρες και στη σκόνη. Μακριά η σκόνη, θα έχω όση σκόνη θέλω μέσα στο στόμα, μέσα στο κρανίο, ανάμεσα στα δυνατά μου πόδια όταν πεθάνω. Τώρα δώσε μου κρύο. Θα καίει το κορμί μου, δεν πειράζει, όσο είναι ζωντανό. Θα πυρώνει η σκέψη και η επιθυμία και η βούληση και η συμπόνοια, όσο ζει και νήπτει ο νους. Όσο ζω θα καίω.
Κρύψτε τον ήλιο. Είναι ωραία η νύχτα. Η νύχτα δεν είναι μαύρη, είναι βαθιά γαλάζια. Η νύχτα μας αγκαλιάζει και μας σκεπάζει, μας κοιτάζει ακροπατώντας ή ανεπαίσθητα γυρνώντας πλευρό. Μας μυρίζει.
Φωτογραφία: Mathilda Eberhard
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου