Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Δόξα

Το σύμπαν είναι αχανές. Το σύμπαν είναι στην απέραντη κενότητά του και στο αδιάφορο ψύχος του και στις αδιανόητες ακτινοβολίες και φωτιές του εχθρικό. Δεν υπάρχει τίποτα να επισκεφτείς και να σε καλωσορίσει. Σου λένε να εποικίσουμε έναν διπλανό κόσμο για όταν θα έχουμε καταστίψει αυτόν. Αλλά κι ο διπλανός κόσμος είναι απερινόητα μικρός κι ασήμαντος σαν τον δικό μας, που δεν είναι παρά μια κουκίδα θαλπωρής κι αναψυχής μέσα σε ένα αχανές τίποτα, μέσα στον χώρο που ορίζει νεκρή ύλη, ταξιδεύοντας στον χρόνο που έρχεται από το τίποτα και προοιωνίζει αφανισμό.

Είμαστε κολλημένοι πάνω σε έναν μικρό πλανήτη, πάνω σε κάποιους ανθρώπους, άλλους ανθρώπους σαν κι εμάς, που ισορροπούμε μεταξύ ενός αφιλόξενου κόσμου, αμελητέας κουκίδας, και του αφανισμού του. Αν δεν επιβιώσουμε, θα πεθάνουμε. Αν αλώσουμε τον κόσμο μας από σπατάλη και αφορσύνη, θα πεθάνουμε. Θα πεθάνουμε έτσι κι αλλιώς.

Στριμωγμένοι από θάνατο από τρεις μεριές, από την αφιλόξενη φύση για τους άοπλους μελαγχολικούς κι έμφρονες πιθήκους, από την καταστροφή της φύσης, από τον προσωπικό μας θάνατο, πίσω μας έχουμε τον ίλιγγο της γέννησης και τη λήθη των παιδικών μας χρόνων. Πιο πίσω από τη γέννησή μας, τίποτα.

Εδώ τρώμε, τσακωνόμαστε, αγχωνόμαστε, υποφέρουμε, μας σκοτώνουν και σκοτώνουμε. Γινόμαστε πρόσφυγες και γινόμαστε πτυχιούχοι, πενθούμε και γράφουμε βιβλία, τρώμε παγωτό ή πίνουμε μεσκάλ. Πηγαίνουμε σχολείο και βγαίνουμε από το νοσοκομείο. Παίρνουμε απόφαση εδώ ότι θα πεθάνουμε, αναρωτιόμαστε για το μέλλον και νοσταλγούμε το παρελθόν όταν το κλαίμε. Εδώ κάνουμε έρωτα και γαμιόμαστε, εδώ οργανωνόμαστε και απομονωνόμαστε, μαγειρεύουμε και πίνουμε και χτίζουμε και πονάμε. Προσκυνάμε, χαρτοπαίζουμε και ξερνάμε. Μπουχτίζουμε και μπαϊλντίζουμε και κρίνουμε και κορυβαντιούμε ή χαντακωνόμαστε. Εδώ πληρώνουμε κι αγοράζουμε και φοβόμαστε και ωρυόμαστε και γελάμε. Μετεωριζόμαστε στην καθαρή χαρά και μελαγχολούμε. Φοράμε αρώματα και τρώμε με την οικογένεια ή με τον εχθρό μας. Εδώ σε αυτόν τον πολύ μικρό κόκκο.

Τι θα πει δόξα; Δεν ξέρω. Διασημότητα θα πει; Θέλει ο Θεός να γίνει διάσημος; Γιατί λέει να τον δοξάζουμε; Να αναλάβει μόνος του την προώθηση του έργου Του και την καλό Του όνομα. Τι διάολο θα πει δόξα; Για εμάς τους ανθρώπους δόξα είναι να μας τιμούν, να μας περιφέρουνε συμβολικώς και συναισθηματικώς επί της ασπίδος, να μας λένε μπράβο κι εύγε. Αλλά αυτή η δόξα είναι κοντολήξιμη κι εύθρυπτη, το λένε και το ξαναλένε και όσοι την ήπιανε λαίμαργα και ξεδίψασαν και όσοι την ονειρεύτηκαν μάταια. Τι να την κάνεις τη δόξα, λένε. Ομόφωνα. Μάταιη είναι και πρόσκαιρη. Είπαμε: πάνω σε έναν μικρό εχθρικό κόσμο, εχθροί του κόσμου, περιχαρακωμένοι από θάνατο. Όλα στα νεκροταφεία τελειώνουν, ή πολύ χειρότερα.

Κι όμως το τέλος είναι για να απασχολεί τους νεκροθάφτες και τους κοσμολόγους. Εμείς εδώ είμαστε για τα υπόλοιπα, για τον λίγο χρόνο στον σμικρότατο πλανήτη του ασήμαντου άστρου σε ένα από τους αναρίθμητους γαλαξίες ενός υπερσμήνους από τα πολλά -- και ούτω καθεξής.

Και σκοπός μας είναι να δοξάσει ο ένας τον άλλο. Με όποιον τρόπο γίνεται κι όπως ο καθένας μπορεί. Δεν είναι μόνον ο έρωτας, πώς καβαλάμε ο ένας αχόρταγα τον άλλο και για ώρα μετά ή για χρόνια μετά δεν θέλουμε να ξεκολλήσουμε παρά να κουρνιάσουμε μέχρι να ξαναρχίσουμε -- αν και ομολογουμένως σε θέματα δόξας ο έρωτας είναι η βασιλική οδός. Δεν είναι μόνο η στενή και τιμημένη (κι όχι τεθλιμμένη) της αγάπης, που είναι σαν ζεστό ψωμί και κρύο νερό και κρασί που δεν μπορείς να γνωρίζεις ότι μπορεί να υπάρξει προτού το γευτείς. Δεν είναι καν κυρίως η δουλειά, η όποια ταπεινή δουλειά κάνουμε που μας δοξάζει αναπάντεχα μετά από τύρβη και μανούρα κι ανελέητους κόπους και μικροπροστριβές. Καλές και οι τέχνες και η ποίηση και οι επιστήμες και η γνώση και η κριτική και ο λόγος, αλλά ούτε εκεί περιορίζεται η δυνατότητα να δοξάσουμε τον άλλο.

Γινόμαστε ο ένας η δόξα του άλλου με τρόπους που δεν έχει κάτσει να μετρήσει κανείς και που ίσως δεν γνωρίζουμε προτού τους δούμε να υλοποιούνται και να αποθεώνουνε τον άλλο ή εμάς. Με τρόπους μικρούς κι ασήμαντους και, όπως λένε, με τρόπους μπανάλ: βλέμματα, δάχτυλα, λόγια, δώρα φτηνά κι ευτελή. Με τρόπους που δεν τους χωράει ανθρώπου νους. Με ό,τι ιλιγγιώδες υπάρχει ενδιάμεσα, έτσι όπως η ανθρώπινη εμπειρία διπλώνει ξανά και ξανά και συστρέφεται γύρω από τον εαυτό της σαν δύσκολη μα θαυμαστή γραφή, συστρέφεται και διπλώνει για να χωρέσει σε έναν κόκκο που περικλείεται από το τίποτε πριν τη γέννηση και από τρεις μεριές θάνατο, ελεύθερη εντός αν και πανταχόθεν περίκλειστη.

Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω; Ε, άντε ντε: ο ένας τον άλλο, πολλοί για έναν, ένας για πολλούς (γιατί ο τα πάντα τοις πάσι δεν υπάρχει, δεν γίνονται έτσι αυτά). Όχι για πολλούς, και για λίγους: το άρρωστο παιδί ή τον ανήμπορο γονιό ή τον εύθραυστο φίλο ή την άτολμη γκόμενα και τον παραζαλισμένο γκόμενο, για τον γέρο που παραλογίζεται ή για γενιές ανθρώπων -- όταν οι λάμψεις είναι τέτοιες -- που χρωστάνε σε έναν Βάλενμπεργκ ή έναν Σίντλερ ή σε κάποιον άγνωστο που ξεθάβει παιδιά ζωντανά μέσα από ερείπια ή έσωσε και τρεις παραλίγο πνιγμένους.

Ο κόσμος είναι γεμάτος πεδία δόξης λαμπρά: κάθε άνθρωπος και πεδίο. Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω.

Η φωτογραφία είναι του Boris Dmitriev

GatheRate

2 σχόλια:

  1. Αγαπητέ Sraosha, θα ήθελα να σου προτείνω -αν δεν το 'χεις κάνει ήδη- να δεις ολόκληρη αυτή την ομιλία
    https://www.youtube.com/watch?v=PrgiEo1ljkI
    και, εφόσον τη δεις, να μοιραστείς -αν το επιθυμείς- με μας τους αναγνώστες σου κάποιες από τις σκέψεις που μπορεί να σου γεννηθούν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ κακός ομιλητής για κάποιον που διδάσκει τόσα χρόνια. Αυτά που λέει είναι λίγο-πολύ γνωστά...

      Διαγραφή