Όταν χωρισε ένας συνάδερφος αποφάσισε να ξεφορτωθεί ό,τι του θύμιζε την πρώην γυναίκα του. Μου έδωσε τέσσερις βαλίτσες βαρειές γεμάτες με ρούχα της. Αυτές τις προώθησα χωρίς να τις ανοίξω και έγινα ρεζίλι των σκυλιών όταν ανοίχτηκαν τελικά: πολλά από τα ρούχα εκεί μέσα ήταν εντελώς άπλυτα. Εμένα μου ξέμεινε ένας αρτοπαρασκευαστής, μία από τις αγαπημένες μου οικιακές συσκευές έκτοτε.
Μεγάλωσα παρακολουθώντας τη γιαγιά μου να ζυμώνει ψωμί και να ανοίγει φύλλο κρούστας. Όταν τη ρώταγα μου έλεγε ότι οι αναλογίες στο ζύμωμα πάνε με το μάτι, αυτό το επίφοβο "όσο πάρει" των πατρογονικών συνταγών που χρόνια προσπαθούνε να ξορκίσουν οι εκπομπές μαγειρικής.
Απεναντίας, ο αρτοπαρασκευαστής απαιτεί ακριβείς αναλογίες και μάλιστα χρησιμοποιώντας τους δοσομετρητές που εσωκλείονται. Είναι ένα κλειστό σύστημα που ζυμώνει, περιθάλπει το ζυμάρι μέχρι να φουσκώσει και μετά το ψήνει. Στην αρχή το σπίτι αντιλαλεί από το ζόρι του ζυμωτήρα, μετά μυρίζει από τις διεργασίες της μαγιάς και το διοξείδιο του άνθρακα με το οποίο εμπλουτίζει το ζυμάρι και την ατμόσφαιρα του πλανήτη, στο τέλος μοσχοβολάει ψωμί φρασκοψημένο για ώρα.
Ψωμί ρε φίλε.
Όταν με ρωτάνε ποιο είναι το αγαπημένο μου φαγητό, ωραίες ερωτήσεις μιας άλλης ηλικίας, των λευκωμάτων ή των αμήχανων ραντεβού της πρώιμης νεότητας όταν ήμουνα κανένας, οι απαντήσεις που μου έρχονται είναι κι αυτές από άλλες εποχές: σπανακόπιτα, πατάτες τηγανητές, κοντοσούβλι, λουκάνικα, μπέργκερ, τυρογαριδάκια -- τέτοια. Στην πραγματικότητα όμως είναι το ψωμί. Φρέσκο ψωμί και όχι ζυμωτό. Να το βουτάω σε σκέτο λάδι, να το αλείφω με βούτυρο, να το βουτάω στο λαδάκι του βάζου με τα αντιπάστι ή τις λιαστές ντομάτες. Και σκέτο, βεβαίως.
Τρελαίνομαι για ψωμί. Δεν μπορώ να συγχωρήσω στους μεσανατολικούς λαούς ότι το εφηύραν και μετά το αντάλλαξαν με πίτες άζυμες, ζυμάρια ψημένα στις πέτρες, πασλαμάδες και λοιπές αηδίες. Στη Γερμανία όταν πάω τρέφομαι με ψωμί, το αγαπούνε τόσο πολύ που καμμιά φορά το ασημώνουν με άχρηστα σπόρια και καρπούς -- αλλά στο ψωμί είναι μάστορες. Οι Γάλλοι το κάνουν αφρό, σαν το ντισκούρ τους: εύγευστο και όλο αέρα. Οι Ισπανοί είναι ένα μικρό βήμα πριν την ανακάλυψη της βούτας και πρέπει να τους βοηθήσουμε. Οι καημένοι οι Άγγλοι έχουνε ξεχάσει πώς είναι να τρως ψωμί, όπως ξέχασαν το 1939-1953 (τον καιρό του δελτίου τροφίμων) πώς είναι τα άψογα τυριά τους, τα ψάρια και τα θαλασσινά τους, οι πίτες και τα ψητά τους: πέρασαν από τη στέρηση στο τζανκ χωρίς να διαμεσολαβήσει η ευμάρεια του καλού αμερικανοπρεπούς κυριακάτικου γεύματος. Το χωριάτικο ψωμί του ελληνικού φούρνου το έχω μέσα στην καρδιά μου γιατί είναι βαθιά ελληνικό, αφού παριστάνει ότι είναι παραδοσιακό και προαιώνιο, ενώ αποτελεί προϊόν συμβιβασμού και διατίμησης, υπενθύμιση ενός κράτους που πάσχιζε να μην ξαναπεινάσει ο λαός.
Και οκέι, πέρα από τα κουλέρ λοκάλ και τις αντανακλάσεις κοινωνικών συμφραζομένων και δεν ξέρω τι, το ψωμί είναι ψωμί και δεν χρειάζεται να το ετεροκαθορίσεις. Μόνο να το τρως.
Η φωτογραφία του Robert Doisneau, βεβαίως.
Εμένα πάλι μ'αρέσει το ψωμί κάθε είδους γιατί μπορείς να φτιάξεις τόσα σάντουιτς. Κατά τα άλλα μόνο του δεν μου λέει και τίποτε. Αρτοπαρασκευαστής όμως...μεγάλη αρρώστια...
ΑπάντησηΔιαγραφή