" [...]
Έξω από το παράθυρο µια συννεφιά σαν ξέπλυµα λερωµένο µε άσπρη τέµπερα απλωνόταν και λέρωνε τον λουλακί ουρανό. Δε φαινόταν ούτε ένας ίσκιος έξω από το παράθυρο, µόνον απαλά χρώµατα Vermeer.
Κατάφερα να σηκωθώ για να βάλω λίγη µουσική, θεόρατη µητέρα στους ουρανούς που κυβερνά / ήλιους και φεγγάρια ηλεκτρικά και ξαναχύθηκα στο κρεβάτι. Άκουγα προσεκτικά, µην έχοντας µε τι άλλο να ασχοληθώ και σιγά-σιγά αναδύονταν µέσα από τη µουσική σούπα τα διάφορα όργανα, σαν καρότα, πατάτες, κρεµµύδια και µανιτάρια ψιλοκοµµένα, η κιθάρα παίζοντας τα δικά της παράλληλα µε το µπουζούκι και κάτι που πρέπει να είναι το πάντοτε άπιαστο µπάσσο. Άπλωσα το χέρι στο γραφείο και πήρα ακόµα ένα µανταρίνι, τα καλά των µικρών δωµατίων. Ωραίο είναι αυτό. Αποκαρωµένη στη γλυκειά νωθρότητα µόνο που δεν αποκοιµήθηκα πάνω στο ωραίο στρωσίδι µου, που το αισθανόµουνα δροσερό εκεί που άγγιζε το δέρµα µου και, όταν ζεσταινόταν, απλώς µετακινούσα λίγο το χέρι ή το πόδι ή τη µέση µου για να απλωθώ προς δροσερές ακόµα επιφάνειές του. Αυτό το παιχνίδι µε τα δροσερά στρωσίδια το παίζω από µικρή, όταν µε άφηναν µόνη µου στα σκιερά δωµάτια τα καλοκαιρινά µεσηµέρια ελπίζοντας πως θα κοιµηθώ για να ησυχάσουνε κι αυτοί. Θυµάµαι το ντιβάνι στο καµαράκι και το πράσινο κάλυµµά του µε σιέλ λαχούρια. Εγώ ξάπλωνα εκεί, βαριεστηµένη περιεργαζόµουνα µε πολλή προσοχή τα λαχούρια ελπίζοντας πως έτσι θα περάσει η ώρα και θα σηκωθούνε οι µεγάλοι για καφέ ή ότι στο µεταξύ θα µε πάρει ο ύπνος. Άπλωνα ταυτόχρονα προσεκτικά τα χέρια και τα πόδια µου ώστε το δέρµα µου να αγγίζει µέρη του στρωσιδιού ανέγγιχτα κι άρα δροσερά µέσα στο πνιγηρό καλοκαίρι. [...]"
φωτογραφία: Γ. Παπακώστας