Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Pacta referenda sunt

Το ζήτημα ήταν εξαρχής πολιτικό: ούτε περί There Is No Alternative επρόκειτο, ούτε περί τεφτεριού του μπακάλη και λεφτόδεντρων. Μετά από πέντε χρόνια δήωσης και καταστροφής, θανάτων, εξαθλίωσης, αυταρχισμού, ξεπουλημάτων και καμμιάς εξυγίανσης ή μεταρρύθμισης, ακολούθησε ωμός και παράλογος εκβιασμός. Επιτέλους λοιπόν καλούμαστε να αποφασίσουμε εμείς την Κυριακή 5 Ιουλίου -- εκτός απροόπτου ανωμαλίας και εκτροπής.

Ο γνώμονάς μας στο τι θα ψηφίσουμε δεν πρέπει να είναι αφηρημένες ιδέες ή πλατωνικές αρχές. Γνώμονάς μας πρέπει να είναι τα βρέφη που κινδυνεύουν να μη ζήσουν, οι γέροντες χωρίς φάρμακα, οι εξαθλιωμένοι και ταπεινωμένοι άνεργοι νέοι, οι απελπισμένοι γονείς, οι κατεστραμμένοι έμποροι και μικροεπιχειρηματίες -- αλλά και όλοι μας, πια.

GatheRate

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Πάνος 2015


Δεν είμαστε ακριβώς πάνω στον χρόνο, αλλά μαζί με όλους τους άλλους τον σκέφτομαι. Αύριο θα είμαι μακριά. Κάτι ήξερε κι εκείνος σχετικά με το να είσαι μακριά, αλλού, μετατοπισμένος.

Κοιτάζω φωτογραφίες του, εκείνο το πορτραίτο που του τράβηξα τον Νοέμβριο του '13. Θυμάμαι σε αναλαμπές να μου λέει κουβέντες τρομερές με τρόπο κουβεντιαστό κι ανάλαφρο. Θυμάμαι να κοιτάζω τα βιβλία του και μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία. Θυμάμαι ουίσκι και να παίζουμε με τον σκύλο ή μ' ένα μικρό ξύλινο ανδρείκελο. Θυμάμαι ένα μπουκάλι λευκό κρασί, σχέδια για το μέλλον, μια θέα που μου θύμιζε πού δεν είμαι, θυμάμαι και το βλέμμα της Γυναίκας του.

Άκουγα προχτές εκπομπές των Contrabbando ενώ δούλευα. Αφηρημένος κι ανέμελος, με μια χαλαρότητα που αγνοεί χρόνο και αμετάκλητες πραγματικότητες, σκέφτηκα ότι το έχω ξεφτιλίσει ο μαλάκας, ότι πρέπει να τον πάρω κανα τηλέφωνο.

Δεν γίνομαι συναισθηματικός, δεν με αφήνει η ρώμη του με την οποία κάθομαι και συνδιαλέγομαι ήσυχα μαζί του εδώ και έναν περίπου χρόνο. Ήσυχα όπως κουβεντιάζαμε. Άραγε, ήτανε δυνατόν να διαφωνήσει κανείς με τον απόλυτο εκείνο άνθρωπο; Όχι γιατί δεν θα σε άφηνε αλλά γιατί δεν γινόταν.

Δεν ξέρω. Εγώ τώρα είμαι ακόμα από εδώ. Εκείνος μόνον μέσα σε όσους τον γνώρισαν πια.

GatheRate

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Χωρίς πρίγκηπες


Έβλεπα χτες μια ταινία για την Γκρέις Κέλλυ. Ήταν ηθοποιός και μετά πριγκίπισσα. Δεν την ήξερα την ιστορία της. Εγώ τη χαστουκίζω την κόρη μου όταν μου ζητάει παιχνίδια με πριγκίπισσες και στολίδια πριγκίπισσας. Δεν είναι πριγκίπισσα, είναι η κόρη της Τάνιας της νυχούς. Να το καταλάβει τώρα, να μην υποφέρει μετά. Δεν είμαστε πρίγκηπες. Μια φορά ο αδερφός μου, μεγάλη ψωνάρα αυτός γενικώς, αλλά στη δική του οικογένειά του ας κάνει ό,τι θέλει ο καθένας, της έφερε μια πινακίδα για την πόρτα του δωματίου της: Princess. Όχι "μια φορά", πέρσι που έκλεινε τα πέντε. Για την πόρτα του δωματίου της. Που δεν έχει μπαλκόνι. Που το μοναδικό παράθυρο κοιτάει στον ακάλυπτο, φάτσα στο διαμέρισμα της άρρωστης γιαγιάς που καμμιά φορά με φωνάζει με φωνή σαν άρρωστου γλάρου να βγω στο μπαλκόνι της κουζίνας να μου μιλήσει γιατί την τρελαίνει η μοναξιά της τηλεόρασης. Αλλά δεν ασχολούνται με αυτά οι ταινίες, είναι ηθογραφία. Έτσι λέει ο μαλάκας ο αδερφός μου: ηθογραφία. Που πήγε το ζώον και πήρε ταμπέλα Princess για την καπλαμαδένια πόρτα του δωματίου της μικρής, που δεν κλείνει, κι ας έχει λιμάρει το μέσα της κλειδαριάς ο Τάσος δυο φορές: δεν κλείνει. Πήρα κι εγώ και πέταξα στην ανακύκλωση το Princess, πριν το δει η δικιά μου και κολλήσει. Βρακί δεν έχουμε, που λέει ο λόγος, τα πριγκιπικά αξεσουάρ μάς μάραναν.

Έβλεπα λοιπόν την Γκρέις Κέλλυ, που την έπαιζε η Κίντμαν. Δράματα ο γάμος της. Πολύ θλιμμένη αυτή. Αλλά δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τον άντρα της γιατί και καλά η Γαλλία θα έπαιρνε το Μονακό. Για σκέψου, μεγάλη ευθύνη. Ναι, ειρωνεύομαι. Πάντως, εντάξει, δύσκολος γάμος. Μωρέ εγώ τα ξέρω αυτά: να θες να χωρίσεις και να μην μπορείς, να σε γεμίζει μόνο θυμό ο άλλος, να πηγαίνεις να τσακωθείς και να εμφανίζεται ξαφνικά η μικρή. Και εντάξει, στο Μονακό, άμα ήθελε να βριστεί ο πρίγκηπας με την πριγκίπισσα, όλο και κάποιο δωμάτιο θα βρισκόταν: η βιβλιοθήκη, το καπνιστήριο, η αίθουσα μπιλιάρδου -- κάτι. Στη Σπετσών στα 75 τετραγωνικά, πού να τσακωθείς, στο μπαλκόνι; Εκεί κι αν γίνεσαι θέατρο. Έβλεπα λοιπόν την ταινία, η μικρή μόλις είχε κοιμηθεί, ήθελε δύο παραμύθια κι εγώ πείναγα και σερνόμουν από την κούραση ("εύκολα τη βγάζετε εσείς οι νυχούδες", λέει ο Δημήτρης, "κάθεστε"· καλά, εντάξει). Σκεφτόμουν, εμάς τις απλές γυναίκες που περνάμε δράματα, θα μας κάνουνε ταινία; Σιγά. Κάθεσαι να δεις μια ταινία έτσι πιο δραματική, χωρίς σκοτωμούς και ζόμπι, και οι πρωταγωνιστές είναι μουσικοί, επιχειρηματίες, αρχιτέκτονες, ο Παπακαλιάτης που πάει στη Νέα Υόρκη να του φύγει ο νταλκάς -- τέτοια. Εγώ άμα θέλω να μου φύγει ο νταλκάς βγαίνω στο μπροστινό μπαλκόνι (γιατί στο πίσω, της κουζίνας, θα μου πιάσει κουβέντα η γριά) και κάνω μισό τσιγάρο. Ή κλαίω κόβοντας κρεμμύδια. Αλλά αυτά δεν ενδιαφέρουνε κανένα, αυτά είναι ηθογραφία, που λέει κι ο αδερφούλης μου, αυτά είναι λαϊκές συνοικίες και Μητροπάνος και "πώς πάει κι αυτός ο μήνας", που λέει κι η Πρωτοψάλτη. Δεν έχουμε δράματα εμείς, είμαστε νυχούδες και νοικοκυρές, την κόψαμε και την Νταλίνα, την κοπέλα τη χρυσή (που την έλεγε αλλοδαπούτα ο Χάρης) που ερχόταν δυο φορές τη βδομάδα, γιατί δεν βγαίναμε. Κι εν πάση περιπτώσει, όταν χωρίσαμε με τον Χάρη, δεν πήρε η Γαλλία το Μονακό. Δεν μας πήρε καν η τράπεζα το σπίτι, γιατί πουλήσαμε τα χωράφια και το ξοφλήσαμε. Μια ανακαίνιση τού μένει τώρα, δώδεκα χρόνια που είμαστε μέσα. Δύο μπήκαμε, δύο μένουμε. Ο τρίτος, ο Χάρης, πήγε να ζήσει τ' όνειρο. Κοινή συναινέσει και λεβέντικα. Καλά έκανε, σούρνονται και καρκίνοι. Να ζήσει.

Έβλεπα την Γκρέις Κέλλυ. Πήρε τη μάνα της υπεραστικό από Μονακό στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής για να κλαφτεί. Μαλάκαμου, εγώ θυμάμαι που παίρναμε τη θεία στην Αμερική όταν ήμουνα πιτσιρίκα και λέγαμε "υπεραστικό" και παθαίναμε. Κόστιζε και μισό μηνιάτικο εκείνο το εικοσάλεπτο. Ή μπορεί έτσι να το έλεγε ο πατέρας μου στη μαμά, για να μην πιάνει κουβέντα με την αδερφή της στο Μιλγουόκι. Μιλγουόκι. Στου διαόλου τον σβέρκο. Πήρε λοιπόν η Γκρέις τη μάνα της και η μάνα της της έλεγε σαν γνήσια ελληνίδα μαμά να κοιτάξει τον γάμο της και τα παιδιά της πάνω απ' όλα και τη ρώταγε αν υπάρχει άλλος (ποιος άλλος στο Μονακό, τρεις κι ο κούκος είναι όλοι κι όλοι εκεί). Και η Γκρέις τής το κλείνει το τηλέφωνο και τσακ σκάει το μικρό της και ρωτάει "μαμά, γιατί κλαις;". Θα ήτανε μελό αυτή η σκηνή αν δεν ήτανε βγαλμένη από τη ζωή. Σοβαρά μιλάω. "Γιατί κλαις;" Τι να πεις; Γιατί χωρίζουμε με τον μπαμπά και νιώθω χάλια και σκέφτομαι και λίγο πώς θα βγαίνουμε τώρα κι ας μην έμπαιναν πάνω από 350 ευρώ τον μήνα στο σπίτι από τον μπαμπά σου; "Τα κρεμμύδια", λες. Ενώ η Κέλλυ είπε "συγκινήθηκα που μίλαγα με τη μαμά μου", υπεραστικό.

Είχα έναν γκόμενο. Δεν λέω πότε, πριν ή μετά τον χωρισμό: οι άντρες έχουν ορμές, οι γυναίκες είμαστε πουτάνες -- έτσι μας πάνε τις γυναίκες, όπως η τράτα τα ψάρια, κι ας λεν οι φιλάνθρωποι ό,τι θέλουν. Μου έλεγε ο γκόμενος ότι όλες οι γυναίκες που γουστάρει γουστάρουν και γυναίκες. Ψηνότανε για τρίο μάλλον. Παντρεμένος. Οι παντρεμένοι όλο μαλακίες λένε, πλάθουν αβέρτα παραμύθια και σου τα πουλάνε. Παραμύθια. Παραμύθια μαλλί της γριάς: γλυκά αλλά εξαφανίζονται μόλις αγγίξουν τη γλώσσα σου, άσε που αν πας να τα αγγίξεις κολλάνε τα χέρια σου. Εντάξει, οι παντρεμένοι να ξεφύγουνε θέλουν, όχι απλώς να γαμήσουν. Δηλαδή, καλά, όλοι οι άντρες θέλουν να γαμήσουν, απλώς όχι εσένα ντε και καλά. Το λέει κι ο Δημήτρης ο κομμωτής. Που ναι, είναι γκέι το παιδί. Γιατί άμα είσαι γκέι και με απολυτήριο Λυκείου πού θα πας να δουλέψεις; Κι αν πας, θα σε κρατήσουν; Άσε τι λένε: οι αδερφές στα γκέτο, σαν εμάς. Εκτός κι αν είναι πρίγκηπες, σαν τον γιο της Γκρέις Κέλλυ.

Οι παντρεμένοι λοιπόν αναζητάνε το διαφορετικό τους: αν είναι επιχειρηματίες, ψάχνουνε ποιήτριες, αν είναι εργάτες, ψάχνουνε κουλτουριάρες, αν είναι πανεπιστημιακοί, ψάχνουνε κομμώτριες, το Μπουρνάζι ψάχνει Κεφαλάρι και ο Γλυφαδιώτης Ακαδημία Πλάτωνος. Εμένα την νυχού με ζύγωσε φιδέμπορας. Όχι, σοβαρά, φίδια πούλαγε ο άνθρωπος. Υπάρχει αγορά για φίδια στην Ευρώπη, έλεγε. Τα έκανε εισαγωγή. Νόμιμα. Πολύ πλούσιος όμως. Πούλαγε και χαμαιλέοντες και ιγκουάνες. Αυτές είχανε γίνει και μόδα τότε με το παλιό το σίριαλ με εκείνον τον γκόμενο, το πανκιό, τον Σερβετάλη. Αλλά πρίγκηπας στους τρόπους. Κύριος. Ούτε ξενοδοχεία, ούτε μαλακίες σαν κάτι φτωχομπινέδες πιτσιρικάδες (σαν κι αυτούς που έχω μπλέξει τώρα): σπίτι του. Μέχρι που με βαρέθηκε κι άρχισε να μου λέει για τη γυναίκα του. Πρίγκηπας αλλά μαλάκας, σαν τον Ραινιέ. Φιδέμπορα δεν θα τον έλεγα πάντως. Κι ας ήτανε κατ' επάγγελμα.

Εν πάση περιπτώσει, οι παντρεμένοι δεν ψάχνουνε μόνο να είναι διαφορετικές οι γκόμενες, ψάχνουνε να τις έχουνε και υπό: θέλουνε να το παίζουνε μέντορες και να τις δασκαλεύουν για τη ζωή τους. Τη βλέπουνε καθοδηγητές. Όλο νουθεσίες. Ίσως γιατί τους κυβερνάει το στεφάνι τους ή (χειρότερα) το Πεθερικό. Ίσως έτσι να γίνονται και καλά τρυφεροί χωρίς να πατάνε πολύ το στεφάνι τους. Αυτό το έζησα με τον άλλο μου τον παντρεμένο γκόμενο, τον καθηγητή. Δίδασκε σε Λύκειο. Κάργα παντρεμένος αυτός, τον έβλεπα στη χάση και στη φέξη. Και την είχε δει δάσκαλος. Αυθεντία. Να μιλάω αργά, μου έλεγε. Να ντύνομαι κομψά (αυτός πάλι κυκλοφορούσε σαν παρωδία του Χάρη Ρώμα). Να μην αμολάω κοτσάνες. Να μη γίνομαι μελό. Να μην διακόπτω. Μετά κάτι άλλα: να καταλάβω τη θέση του και τη δική μου θέση στη ζωή του, ότι αυτός είναι φτασμένος κι εγώ μια ανώριμη που παριστάνω τη μαμά του. Σιγά μην παρίστανα τη μαμά του, πενήντα χρονών γάιδαρος. Αλλά εντάξει, τα είχε κι αυτός τα θεματάκια του, παρ' όλα αυτά εγώ δεν είμαι καμμιά καριόλα να τα βγάλω στη φόρα. Α, ναι: "στα φόρα" είναι το σωστό, με διόρθωνε. Βέβαια. Και "κατ' αρχήν", όχι "κατ' αρχάς". Ή το λέω ανάποδα; Να κι εγώ, δηλαδή.

Καμμιά φορά σκέφτομαι ότι έτσι ένιωθε κι ο Χάρης, ο δικός μου. Ότι διαβάζω τις σκέψεις του, ότι δεν έχει μισή γωνιά μυαλό δική του. Είναι λίγο βάρβαρος ο γάμος αν δεν είσαι πρίγκηπας, να έχεις τα ιδιαίτερα διαμερίσματά σου, λίγο χώρο. Κι έχουνε γίνει κι οι γάμοι μας αμερικάνικοι: να τα λέμε όλα ο ένας στον άλλο, να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς. Κι αυτή είναι η ρίζα του κακού. Όταν με εκνεύριζε που κυκλοφορούσε άπλυτος (είμαι πολύ της καθαριότητας, νυχού είμαι, αν ήμουνα βρωμιάρα έστω και λίγο...) του το έλεγα στα ίσα. Ιδίως άμα πλάκωνε τους παστουρμάδες. Ειλικρίνεια λοιπόν. Αμεσότητα. Ε, προσβαλλόταν ο άνθρωπος. Στράβωνε. Το έβλεπα. Δεν έλεγε τίποτε αλλά πέταγε λίγο το μάτι του. Ενώ θα μπορούσα να του πω "μια πελάτισσα μαλάκω", "ο ΟΑΕΕ", "κάτι δικά μου". Αυτή η αμερικανιά μάς έφαγε: όλα να τα μοιράζεται το ζευγάρι. Να πάτε σε σύμβουλο γάμου. Να τα κουβεντιάζετε ανοιχτά. Έτσι ήμασταν. Έτσι ήτανε και ο Χάρης. "Βαρέθηκα, θέλω να χωρίσουμε", είπε μια μέρα. Το εννοούσε. Κι όχι δεν υπήρχε άλλη. Βαρέθηκε ο άνθρωπος. Και μου το είπε στα ίσια. Κι εγώ είχα βαρεθεί. Αλλά όταν μου το είπε, έτσι, έπινα μεταξύ των ραντεβού μου. Και οι πελάτισσες άρχισαν τα "Τάνια μου κομμένη σε βλέπω". Αμεσότητα.

Η γιαγιά μου όταν είχαμε παντρευτεί είχε άλλη γνώμη. Ήρθε μετά στο γλέντι και με πήρε παράμερα, με φίλησε. Με σταύρωσε. Έβγαλε στο επιτόπου και μου έδωσε ένα δαχτυλίδι της, αυτό εδώ που φοράω τώρα. Αυτό. Και μου λέει μετά: "Ο άντρας σου να σε γνωρίζει από τη μέση και κάτω μόνο". Εγώ είχα μεθύσει και τη ρώτησα "Μα να μη δείξω στον Χάρη τα βυζιά μου;". Με κοίταξε λίγο όπως κοιτάω εγώ κάτι πελάτισσες που μου πουλάνε μυαλό ενώ δεν τους φτάνει ούτε για ζήτω. Σοβαρά πάντως, τη συμβουλή της δεν την κράτησα, δεν την τίμησα: δυο φορές χωρισμένη η γιαγιά. Σιγά. Που θα δώσει και συμβουλές. Αλλά είμαι σίγουρη ότι και ο Ραινιέ ελάχιστα γνώριζε την Γκρέις Κέλλυ.

Από την άλλη, είπαμε, αυτές δεν είναι πραγματικές σχέσεις. Πραγματικές σχέσεις είναι ο Χάρης που έβγαζε λιγότερα από την γυναίκα του την Τάνια τη νυχού, που βαρέθηκε, που την άφησε μετά από δέκα χρόνια γάμου με ένα τετράχρονο. Που ήμασταν μέσα σε ένα σπίτι παλεύοντας με τους εαυτούς μας και ο ένας με τον άλλο και μαζί εναντίον της ειλικρίνειας και της αμεσότητας και του να τα λέμε όλα. Που δεν μας φτάνουνε για πολύ πολύ αλκοόλ ή χάπια και καθόλου για καμμιά κόκα. Κι αυτές τις ιστορίες κανείς δεν τις γράφει. Ούτε εγώ μπορώ γιατί, όπως έλεγε και ο καθηγητής Λυκείου, είμαι λειτουργικά αναλφάβητη. Το πολύ πολύ να βγει κανα τραγούδι για τη Μαίρη Παναγιωταρά ή για το σίδερο με ατμό, τέτοια.

GatheRate

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Τατού

Ίσως να μιλήσω για κάτι που υπάρχει, μπορεί και όχι. Ενδεχομένως θα πω για κάτι πρόσφατο, ή για κάτι μάλλον μακρινό. Άλλωστε, το μόνο πρακτικό εργαλείο για να ταξιδεύουμε στον χρόνο, έστω και στα ψέματα, είναι η μνήμη: προχτές μου θύμισαν κάτι το οποίο το είχα δεκαετίες ξεχασμένο, απόψε δεν θυμάμαι τι.

Είμαι από αυτούς που σκέφτονται κανα μήνα πριν πούνε κάτι. Πρόκειται για μια τακτική που καλλιέργησα με καρτερία κι επιμέλεια. Όταν ήμουν μικρότερος άνοιγα το στόμα μου και μίλαγα και μίλαγα, παρασυρμένος από την ομιλία μου, όπως κοιτάς χαύνος δύο νήματα που πλέκουν δυο βελόνες να βγάζουνε ρούχο που θα φορέσεις. Αυτό με έκανε να τρέμω μην ακουστώ γελοίος, να μη σκεφτούν οι άλλοι πως ίσως είμαι καραγκιόζης. Οι γύρω μου πάντως επιμελώς απέκρυπταν για χρόνια το λυπηρό γεγονός ότι πιο εύκολο είναι να ακουστώ βαρύς κι ασήκωτος και στομφώδης, παρά γελοίος. Παράλληλα, είχα υποστεί στο μεταξύ όλες τις σχετικές παραινέσεις ξανά και ξανά, όπως και την κάπως χανιμπαλεκτερικής εμπνεύσεως "να βουτάς τη γλώσσα στο μυαλό σου". Πλέον τη μαρινάρω κανονικά, λοιπόν. Αρκεί να μη με πετύχεις άυπνο, ευάλωτο ή πεινασμένο, αρκεί να μη με προσβάλεις. Αλλά δύσκολα προσβάλλομαι πια, αν και είναι εφικτό.

Μου φαινόταν αδιανόητο να χαράξεις κάτι ανεξίτηλα πάνω σου. Ειδικά κάτι αναπαραστατικά, κάτι πορτραίτα, τοπία, ονόματα. Ονόματα, ρε συ. Γιατί;  Αν πεθάνεις πρώτος, γιατί να φέρεις τα ονόματα των ζώντων πάνω σου; Αν πάλι πεθάνουν εκείνοι ή άμα σε ξεχάσουν, θα έχεις ανάγκη ακόμα οξύτερη οδύνη και πιο διαρκή από την ανάμνησή τους; Σιγά σιγά άρχισα να ψάχνω για κάποιο σχέδιο που θα με αντιπροσώπευε ακόμα και στο αδιανόητο μέλλον -- για μένα το μέλλον πάντοτε υπήρξε αδιανόητο, ήμουνα πάντα με την άποψη του Χλάντνικ στο Μυστικό θαύμα του Μπόρχες: αν μπορώ να το διανοηθώ, δεν πρόκειται να γίνει.

Για χρόνια ολόκληρα δεν έβρισκα τίποτα να χτυπήσω, τίποτε με εχέγγυα διαχρονικότητας. Κατόπιν για ένα διάστημα ξέχασα τελείως την υπόθεση τατού, υπήρχαν άλλα, πολύ πιο στοιχειώδη και δύσκολα θέματα, που συνοψίζονταν στα βασικά βιοποριστικά. Όμως ενόσω ασχολείσαι με τα επείγοντα, με τα βαριά και ανθυγιεινά, τα άλλα, τα μακράς διαρκείας, βρίσκουνε τον τρόπο να ζυμώνονται και να ωριμάζουν. Τουλάχιστον, αυτό ελπίζεις: ότι τίποτε δεν θάβεται ποτέ.

Μετά λοιπόν ήρθε μια ωραία φωτεινή εποχή, με φως όπως το θέλουνε τα μάτια μου: λοξό, διάχυτο, φως που σέβεται το χρώμα και χωρίς σκληρούς ίσκιους. Και είδα σε αυτό το φως ότι η ζωή αφήνει πάνω μας πολλά, και κυρίως το ποιοι είμαστε. Μας χαράζει και μας πλάθει και μας ζυμώνει και μας σφυρηλατεί. Άρα δεν χρειάζεται να διανοηθείς κάτι που δεν θα σου φέρνει αμηχανία στο μέλλον: αν ο εαυτός σου δεν σου φέρνει αμηχανία πια, αρκεί να προσθέσεις πάνω σου, εκούσια, κάτι που μιλάει για τον εαυτό σου.

Το σχέδιο το αποφάσισε λοιπόν η πείρα. Την απόφαση να το χτυπήσω την έδωσε η συγκυρία: το θαυμάσιο απροσδόκητο, ζωογόνο και απαραιτήτως χαμογελαστό, αυτό που σε ξεπερνάει και γι' αυτό σε τραβάει μαζί του και σου λέει: "ζήσε λίγο ακόμα, μια βδομάδα, εξι μήνες, δέκα χρόνια, μισόν αιώνα ακόμα, μήπως μεγαλώσεις κι άλλο και με φτάσεις". Και το μέλλον δεν είναι πια αδιανόητο, γιατί ζεις εντός του και είναι πια παρόν και ποσώς δεν σε ενδιαφέρει να το διανοηθείς, τελικά: μόνον να το εξαπλώσεις πασχίζεις.

GatheRate