Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Η πόλις



Τα καλά ξεκίνησαν ήδη από χτες. Είδα έναν νέο φίλο και μιλήσαμε. Μου είπε πολύ σημαντικά πράγματα. Αν και ήμουνα βαρύς μέσα μου, αυτά που μου είπε τα κράτησα και τα δούλεψα.

Και σήμερα βαρύς ήμουν. Μετά όμως πήρα και έστειλα όμορφα μηνύματα, ο μόνος λόγος που πραγματικά μου αρέσει που έχω κινητό: τα μηνύματα. Εκείνη την ώρα περπατούσα πίσω από το Ιντερκοντινένταλ προς Καλλιρρόης. Σουρούπωνε. Η διαδρομή είχε μια αίσθηση μαγική. Η αγαπημένη πόλη, η πόλη των ονείρων μου. Κι ας λέω ότι έγινα άνθρωπος στο Λονδίνο, κι ας με γεμίζει νοσταλγία αβάσταχτη η θύμηση του Λονδίνου: στην Αθήνα υπήρξα ευτυχισμένος, της Αθήνας ο χάρτης είναι κατάστικτος με σημεία χαράς, με στίγματα συμπυκνωμένου χρόνου, έστω. Η Αθήνα είναι η μόνη μου πατρίδα, τελικά.

Συνέχισα να περπατάω. Έπεφτε το σκοτάδι ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα της Καλλιρρόης. Το τραμ πέρασε από δίπλα μου κατάφωτο σαν έκπληξη, γεμάτο κόσμο. Ευτυχία με άγγιξε.

Και μετά αναλογίστηκα πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να λυπάμαι όταν αφήνω αυτήν την πόλη που αγαπάω. Η πόλις με ακολουθεί, την κουβαλάω μέσα μου. Με έχει κρύψει μέσα της και μου έχει δώσει καταφύγια, την κατοικώ. Έχει αφήσει τον χάρτη της να αποκτήσει νόημα για μένα, διάσπαρτος με θαύματα. Στο τέλος, εντυπώθηκε μέσα μου κι αυτή.

Και με αυτή τη σκέψη κοίταξα ψηλά τον ουρανό της και χαμογέλασα.

GatheRate

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Οι τεχνίτες της απόκρυψης



Ακολουθεί άχρηστη αυτοαναφορική ανάρτηση.

Από τότε που ξεκίνησα το μπλογκ, η επικαιρότητα είναι συνήθως μια μελαγχολική υπόθεση και προσπαθώ, ανεπιτυχώς συνήθως, να της ξεφύγω. Κατά καιρούς, π.χ. όταν γράφει ο θας, ο οποίος με τον πάλαι Κουκουζέλη μου έδωσαν το έναυσμα να αρχίσω ελληνικό μπλογκ κι από τον οποίο έκλεψα τον τίτλο, με κάνουνε να στραφώ μέσα μου, να θέλω να πω ιστορίες. Τέτοιες φορές νιώθω την ανάγκη να πω κάτι δικό μου, τόσο μικρό που να μη φανερώνει παρά ένα μόνο κίνημα της ψυχής αλλά και τόσο σημαντικό, ώστε να το φανερώνει αυτό το κίνημα, αυτή τη διάθεση, αυτή την όψη πραγματικού εαυτού.

Μόνο που δεν ξέρω να λέω ιστορίες. Ούτε καν τις δικές μου. Ξεκινάω από αλλού γι' αλλού, πέφτω σε ατέλειωτες παρεκβάσεις (των οποίων στο σχολείο μάς έλεγαν ότι πατέρας είναι ο Ηρόδοτος), προδίδω τις λέξεις, με προδίδει η γλώσσα, χάνω το νήμα και στο τέλος σού λέει ο άλλος: κάλπη, κερατά, μπούρδα -- πάψε να παιδιαρίζεις. Ή απλώς βαριέται. Γι' αυτό δεν μπορώ να πω ιστορίες. Κι όταν θέλω να σας κάνω να γελάσετε (εσάς που με ξέρετε), δε σας λέω ανέκδοτα. Κάνω πνεύμα. Συνήθως με τον πόνο μου.

Αλλά έκανα παρέκβαση πάλι. Ξεκίνησα να φανερώσω ή να αποκρύψω κάτι δικό μου. Ή μάλλον, να δώσω σημάδια, όχι παραπειστικά, αλλά κρυφά. Όπως είπε και ο άνθρωπος που μας έδωσε το τσιτάτο 'child in time', ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείσσων. Ή, ακόμα καλύτερα: ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει. Δε φανερώνει ούτε αποκρύπτει, παρά δίνει σημάδια. Άντε λοιπόν να δούμε.

Για ένα πράγμα με έχουν κατηγορήσει όλοι οι δικοί μου άνθρωποι ανεξαιρέτως, όλοι: ότι στη δική μου ζωή βλέπω δέντρα και ρυάκια εκεί που δεν υπάρχουν παρά κοπριές, μολόχες κι ένα λασπερό χαντάκι. Εγώ ο πιστοποιημένα απαισιόδοξος και οριακά κυνικός κατηγορούμαι συχνά στα προσωπικά μου για αφελή αισιοδοξία, εθελοτυφλία και εμπριμέ εξιδανικεύσεις. Θυμάμαι καβγάδες σαν καθημερινή εντριβή με γυαλόχαρτο επί μήνες, ότι το μόνο που υπάρχει γύρω μου είναι σίδερα και ντουβάρια κι εγώ βλέπω δρόμους και σημεία φυγής στον ορίζοντα. Θυμάμαι αναγγελίες ανά δεκαπενθήμερο για έναν ολόκληρο χρόνο ότι ήρθε το τέλος, ή ότι το τέλος έχει έρθει και μόνον εγώ δεν το ξέρω. Θυμάμαι καβγάδες που, λέει, ήταν ο πόλεμος της συντέλειας: μόνον εγώ μέσα στην αφέλειά μου νόμιζα ότι άμα ραγίσει το γυαλί ξανακολλάει. Θυμάμαι φιλίες που τέλειωσαν για πάντα, αλλά το "για πάντα" κράτησε μόνον οχτώ και δώδεκα μήνες. Θυμάμαι ότι καταδικάστηκα κι ότι μάταια έλπιζα, αλλά απαλλάχτηκα με βούλευμα (μεταφορικά μιλώντας -- δεν έχω δικαστεί ποτέ). Θυμάμαι ότι επέλεξα την εξορία (και καλά) και τη μοναξιά αλλά κι αυτές δεν κράτησαν. Μέχρι και έναν δωδεκαετή θυμό θυμάμαι που ξεφούσκωσε και έπεσε αθόρυβα σε μισή ώρα, αποκαλύπτοντας ένα θαυμάσιο τοπίο πίσω του. Θυμάμαι κι άλλα, αλλά μπήκατε στο νόημα: χαμένο κορμί με φωνάζουν κι αλήτη. Ξανά και ξανά. Δηλαδή, όχι χαμένο κορμί αλλά, ας πούμε, δεσμώτη της αυταπάτης.

Αγαπητοί αναγνώστες, που διαβάζετε αυτά τα ακατονόητα ακόμα, πάντοτε δικαιώθηκα. Όχι γιατί έχω δίκιο ή γιατί συνήθως έχω δίκιο. Όχι δα. Ίσα-ίσα, με δυο ρητά πορεύομαι: pecca fortiter είναι το ένα. Παρά γιατί, αν επιλέξω κάτι ή κάποιον, σημαίνει ότι το θέλω, όχι ότι έτυχε, ή ότι μου έκατσε. Μόνο μια ψυχή το κατάλαβε αυτό που μου είπε πριν 5-6 χρόνια ότι κάνω πάντα λες και θα αγοράσω σπίτι. Έτσι: όταν βλέπω δέντρα και ρυάκια εκεί που δεν υπάρχουν παρά κοπριές, μολόχες κι ένα χαντάκι δύο τινά συμβαίνουν: ή πράγματι βλέπω καλύτερα και πιο μακριά ή, συνήθως, είμαι έτοιμος να αρχίσω βαρβάτο σκάψιμο και συστηματική κηπουρική.

Κι αυτό είναι το μικρό μου μυστικό: βαριέμαι, αδιαφορώ, απέχω, αποφεύγω, γκρινιάζω (ω θε μου, η γκρίνια είναι δεύτερη φύση για μένα, αν έχετε διαβάσει Sraosha το ξέρετε), αλλά άμα θελήσω, θέλησα και θέλησα ολόψυχα και δίνομαι. Κι επίσης, όταν θέλω, εγώ ο γενικά ανυπόμονος, έχω γαϊδουρινή υπομονή. Κι αυτό είναι το δεύτερο ρητό: cunctando regitur mundus.

Να ευχηθώ σε όλους Ágætis byrjun (καλή αρχή).

GatheRate

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Πίστις και σεξ



(Ο τίτλος, επίτηδες, παραπέμπει σε φυλλάδια χριστιανικών οργανώσεων, αυτών των αγνοημένων σοβιέτ που διαφεντεύουν ακόμη μέρος της χώρας και μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης.)

Πριν κάτι μέρες πήγα σ' ένα μοναστήρι να δω μια φίλη που έγινε μοναχή πριν περίπου 15 χρόνια.

Κάθε φορά που πάω σε μοναστήρι κάνω τις αναμενόμενες κοινότοπες σκέψεις: πώς είναι να μην το κάνεις καθόλου· μωρέ αυτοί που είναι να το κάνουν, το κάνουν -- ενώ εκείνοι που δεν το κάνουν, σκασιλάρα τους έτσι κι αλλιώς: ούτε έξω στον κόσμο θα το έκαναν· τέτοια χαζά.

Αυτή τη φορά, περιμένοντας τη φίλη που εγκατέλειψε τα εγκόσμια πριν 15 χρόνια, κάθησα σε ένα πεζούλι κάτω από ένα ωραίο δέντρο και κοιτούσα τους προσκυνητές και επισκέπτες που μπαινόβγαιναν στο καθολικό του μοναστηριού, προ δεκαπενταετίας ήταν οι κλασσικοί θεουσάνθρωποι, αλλά πλέον ο κόσμος έχει αλλάξει και βλέπεις κάθε καρυδιάς καρύδι, όχι ντε και καλά πονεμένο, παρά και διάφορους ξένους ορθόδοξους σε προσκυνηματικού τύπου εκδρομές.

Τους παρατηρούσα προσεκτικά φορώντας την έκφραση του ελαφρώς διψασμένου και πολύ αποσταμένου προσκυνητή που απλώς με καρτερία κοιτάζει εγκάρσια προς κάποιον τοίχο, γλάστρα ή γάτα μοναστηρίσια. Έτσι όλοι νομίζουν πως εύκολα διαβάζουν τις προθέσεις σου (νερό, γλυκό κουταλιού, ίσκιο, ξάπλα στο πούλμαν της επιστροφής), ενώ εσύ είσαι αλλού για αλλού. Αυτή τη φορά ήμουν εκεί, σε αυτές τις σκέψεις:

Τη δεκαετία του '60 (δηλαδή στα 1967-1973, που εμείς εδώ είχαμε χούντα) πάρα πολλοί πίστεψαν ότι το σεξ είναι εγγενώς και απολύτως καλό, εξ ορισμού όμορφο, ένα απόλυτο αγαθό. Την άλλη σύντομη δεκαετία του "Τραπεζάκια Έξω", του "Τεριρέμ" και του "αλφαβηταριού της πίστης" (ας την πούμε του '80) πάρα πολλοί πίστεψαν ότι η πίστη είναι εγγενώς και απολύτως καλή, εξ ορισμού μεταρσιωτική, ένα απόλυτο αγαθό. Μάλιστα, σε μια έξαρση συνθετικού οίστρου, κάποιοι οραματίστηκαν τη σύζευξη των δύο, και θεώρησαν ότι συνδυάζοντας τα δύο θα δούνε ό,τι και ο Δάντης στο τελευταίο άσμα του Παραδείσου: Θεού πρόσωπο. Και έπραξαν αναλόγως, ή προσπάθησαν τουλάχιστον: από απόδειπνο σε παραλία ερημική, από βαμβουνακική μοιχεία κι αρπαχτή σε αγρυπνία στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου, από αρχονταρίκι σε καυλαντίσματα με ωραίες αλλά απόρθητες θεούσες, από φοιτητομπερδεματα σε εκδρομές στο Όρος κτλ.

"Γιατί χλευάζεις, ρε μαλάκα;", θα μου πείτε. Δε χλευάζω ακριβώς. Απλώς οι δύο θέσεις, ότι το σεξ είναι πάντα και απόλυτα καλό και ότι η πίστη είναι πάντοτε απόλυτο αγαθό, είναι πλανερές εξώφθαλμα -- ακόμα κι αν δεις το σεξ και την πίστη στην καθαρή μορφή τους (ό,τι πάλι κι αν σημαίνει κι αυτό).

Το σεξ μπορεί να είναι ρουτίνα ή πηγή άγχους ή θλίψης, το σεξ μπορεί να είναι μπανάλ: θυμηθείτε ιταλικά τηλεοπτικά σόου και ιταλικές σεξοκωμωδίες. Μπορεί να είναι (και είναι για εκατομμύρια ανθρώπων) μέσο εκμετάλλευσης, καταστροφής και ανήκεστου πόνου με τη μορφή κάθε λογής βιασμού και εξαναγκασμένης εκπόρνευσης. Αυτονόητα πράματα.

Αντίστοιχα πράματα ισχύουν για την πίστη, και μάλιστα σε μαζικότερη κλίμακα. Η πίστη βεβαίως είναι πηγή άγχους ή θλίψης για εκατομμύρια ανθρώπων, ιδίως η πίστη των άλλων που σου τη φοράνε κατάσβερκα, η πίστη μπορεί να είναι μπανάλ: θυμηθείτε μαγαζάκια γύρω στη Μεγαλόχαρη, φυλαχτά κάθε λογής και γραφικούς ανθρώπους με τους οποίους ασχολούμαστε μόνο και μόνο γιατί εκπροσωπουν κάποια θεότητα. Μπορεί να είναι (και είναι για εκατομμύρια ανθρώπων) μέσο εκμετάλλευσης, καταστροφής και ανήκεστου πόνου -- κι εδώ ακόμα κι ένας συνοπτικός κατάλογος θα ήταν μακρύς κι αβάσταχτα θλιβερός αλλά και γεμάτος κακογουστιά: σκεφτείτε μόνον τη δυστυχία και το AIDS που σκορπίζει η άρνηση των καλών Καθολικών να σκουφώσουν το πουλί τους.

Και δηλαδή τι να κάνουμε, να καταργήσουμε το σεξ και την πίστη; Η κατάργηση του σεξ δεν πέτυχε, ούτε της πίστης θα πετύχει (ακόμα και αν της δίναμε κι αυτηνής καμμιά 20αριά αιώνες διορία). Όπως το σεξ είναι ό,τι είναι στην ουσία του (ό,τι πάλι κι αν σημαίνει κι αυτό), η πίστη στην ουσία της είναι ένα φάρμακο με την αρχαία σημασία της λέξης, δηλαδή και ναρκωτικό και ίαμα, αλλά και με την ψυχοτροπική: μαστουρώνει, δίνει ελπίδα, καταπραΰνει, μεταρσιώνει, δίνει χαρά.

Και, για να γίνω κι εγώ μπανάλ, τι είναι η ανθρώπινη κατάσταση παρά η δυστυχία που νιώθουμε και προκαλούμε κυνηγώντας τη χαρά.

GatheRate

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Σημεία των καιρών

Το τοπίο γύρω μου με έκανε να ξεχνάω τον εγκληματικό καρόδρομο με τις κορίνες του και τους γνωστούς οδηγούς. Εκεί πριν την Ακράτα πέφτει μια διασκευή του 'Because the night'.

Το τραγούδι αυτό το αγαπώ και νομίζω πως συγκαταλέγεται στα καλύτερά μου ερωτικά τραγούδια. Δεν έχω ερωτευτεί χωρίς να μουγκρίσω μέσα μου (όπως η Πάτι Σμιθ της αυθεντικής εκτέλεσης) "come on now, try and understand / the way I feel under your command". Την Πάτι Σμιθ τη σέβομαι απεριόριστα σαν καλλιτέχνη· θα ήθελα να είναι θεια μου, να έρχεται λετσοχασικλωμένη στο σπίτι και να τη λοξοκοιτάζει ο πατέρας μου. Τέλος πάντων, τι να γράψεις για τη γυναίκα...

Μιλώντας για την Πάτι που μουγκρίζει στο συγκεκριμένο τραγούδι, νομίζω ότι λίγες φορές έχει εκφραστεί στο τραγούδι παγκοσμίως η παραμελημένη και αγνοημένη γυναικεία σεξουαλικότητα όπως στην αυθεντική εκτέλεση του 'Because the night'. Τέλος πάντων.

Άκουγα λοιπόν την ψιλοχορευτική αλλά αξιοπρεπή εκτέλεση και πιάνω το κοριτσάκι να τραγουδάει, αντί για "so take me now, take me now, take me now", "so touch me now, touch me now, touch me now".

Θύμωσα. Να μια χειροπιαστή απόδειξη του ότι πάμε προς τα πίσω: το 1978 μπορούσε μια γυναίκα να διεκδικεί στο ράδιο με ρώμη και αξιοπρέπεια, ούτε γατίσια ούτε πορνοσταριλίδικα, "πάρε με τώρα". Το 2011 ζητάει απλώς να την αγγίξουν.

GatheRate