Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Κριτικές από το μέλλον

Η υστεροφημία είναι πιο άστατη και απρόβλεπτη κι από καθωσπρέπει παλληκάρι με σπουδές και καλάς συστάσεις μετά τον τρίτο χρόνο έγγαμου βίου. Παράλληλα, η κριτική πολλές φορές πάσχει από σύνδρομο ωχράς κηλίδας και δεν βλέπει μπροστά της παρά μόνον τα γύρω γύρω: τα περιφερειακά και τα καθέκαστα. Όμως καμμιά φορά αξίζει να αναρωτηθεί κανείς πώς θα φαίνεται η εποχή του από το μέλλον. Για παράδειγμα, σήμερα μιλάμε για την ελληνική δεκαετία του '60 ως εποχή ηρώων και θαυμάτων στην ποίηση, στο θέατρο και στη μουσική των Χατζιδάκι-Θεοδωράκη-Μαμαγκάκη (αλλά και Χρήστου) όμως όσοι ζούσαν και εργάζονταν τότε είχαν είτε κάπως διαφορετική γνώμη είτε μια λιγότερη ευκρινή εικόνα, εικόνα που έβλεπαν χωρίς τα φίλτρα του εκ των υστέρων.

Μπορεί λοιπόν τα μπλογκ να μην πια αυτό που ήταν την προηγούμενη δεκαετία και πλέον να έχουνε πολύ πιο εξειδικευμένο κοινό. Αυτό οφείλεται και στο ότι η ονλάιν κοινωνική δικτύωση διεκπεραιώνεται πλέον με άλλα μέσα: αρχικά διάβαζες και σχολίαζες τα μπλογκ και για να δικτυωθείς· εδώ και χρόνια υπάρχουν ευκολότεροι και λιγότεροι πληκτικοί τρόποι: με εξυπνάδες (τουίτερ), με φωτό (ίνσταγκραμ), με λίγο απ' όλα (φέισμπουκ) κτλ.

Βεβαίως αρχικά τα μπλογκ φαίνονταν να έχουν ορμή, φρεσκάδα και δυναμισμό, ενώ συγκέντρωναν φωνές αποκλεισμένες από την εκδοτική καμαρίλα αλλά και από την εν γένει βάσανο της διαδικασίας γραφή-επιμέλεια-έκδοση-προώθηση. Κάποιες φωνές ήταν όντως σπουδαίες και απροσδόκητα μοναδικές. Κάποιες παλαιότερες άλλες φωνές, δοκιμασμένων γραφιάδων που τους προσέκλυσε το νέο μέσο και οι δυνατότητές του περισσότερο από τη στιγμιαία αυτοέκδοση, ήρθαν και προσέδωσαν στο μέσο ποικιλία και κάποιο κύρος.

Για την κληρονομιά των μπλογκ έγραψα και εδώ πριν τέσσερα χρόνια:
Τα μπλογκ όμως στην πλειοψηφία τους ανέδειξαν τελικώς ένα ύφος, έναν άλφα τρόπο γραφής: αποσπασματικό και θυμόσοφο, υπαινικτικό, με αποσιωπήσεις και με πολλά αποσιωπητικά, ελαφρώς μεθυσμένο και ζαβά προυστιανό... Τα μπλογκ ποτίστηκαν από την αμεσότητα και την τεχνητή προφορικότητα της σχολής Κλικ, από τον υποκειμενισμό του χρονογράφου, από τον συναισθηματισμό και τη χαμηλή οπτική γωνία του ερωτοχτυπημένου στιχουργού και του ημερολογιογράφου. Κύλησαν χαμηλόφωνα, υποκειμενικά ή και αλαλάζοντας -- συνήθως ομφαλοσκοπώντας, πάντως. Άλλα ήταν ανοιχτά ημερολόγια, άλλα ήτανε σαν μικρές εισηγήσεις περί τα κοινά σε οικογενειακά τραπέζια. Ακκίστηκαν τα μπλογκ ότι το μικρό, το στιγμιαίο και το καθέκαστο θα εξακτινωνόταν ανεξαιρέτως στο μεγάλο, στο γενικό, στο πολιτικό, στο πανανθρώπινο. Στις εκβολές των μπλογκ βρίσκουμε τα φρη πρες και τη νέα μυθιστοριογραφία του Λιβάνη και του Ψυχογιού.
 Χτες το βράδυ όμως σκέφτηκα κάτι άλλο: τα μπλογκ, λίγο μετά την αρχή του αιώνα, αποτέλεσαν το αποφασιστικό πέρασμα από το ίντερνετ της τσόντας, των ιμέιλ και του τσατ μέσω IRC σε κάτι σύνθετο και κομψό, σε κάτι με δικές του αυτόνομες δυνατότητες και χρήσεις. Μετέτρεψαν το ίντερνετ από βιβλιοθήκη και τηλέφωνο σε συμπληρωμα βιοτής: το πήραν εργαλείο και συντέλεσαν στο να γίνει Μέσο. Επιμένω ότι τα μπλογκ πρωταγωνίστησαν σε αυτή τη διαδικασία μετατροπής, ακόμα και πριν καταντήσουν ατελή υποκατάστατα της δημοσιογραφίας.
Από αυτή την άποψη, νομίζω ότι η προηγούμενη δεκαετία, αυτή με τα μηδενικά, σύντομα θα εξιδανικευτεί και θα ηρωοποιηθεί. Γενιές που γεννήθηκαν μεγάλωσαν σε έναν κόσμο δικτυωμένο θα βλέπουν με δέος και συλλογική νοσταλγία, ξέρετε: τη νοσταλγία των άλλων, το 2003-2010, όταν αρχίσαμε να εκφραζόμαστε και να επικοινωνούμε και κυκλοφορούμε  διαδικτυακά. Θα βγουν ταινίες και αφηγήματα (σε χαρτί; ηλεκτρονικά; δεν ξέρω) για εκείνη την αστεία άλλά συναρπαστική εποχή των πρωτοπόρων, όταν δεν ήξερε ο κόσμος αν θα γράφει επιφυλλίδες, ανοιχτά ημερολόγια, λογοτεχνία, χρονογράφημα ή κομψούς ακκισμούς προς γκομενική άγρα. "Φοβερή εποχή", θα λένε. Για εσάς που τη ζήσατε και μόνο το κομμάτι του Θανάση σάς φέρνει προς απομνημείωσή της, φανταστείτε να είχατε ζήσει την εποχή που π.χ. άρχισε ο γραπτός τύπος, το ράδιο, η τηλεόραση: τρελή πρωτοπορία!

Στην ελληνική μπλογκοκοινωνία δύο θα αναδειχτούν ως ήρωές της, για όσους θα ενδιαφέρονται για κριτικές και για γενεαλογίες του μέσου. Λίγοι θα ενδιαφέρονται βεβαίως αλλά, και πάλι, πόσοι ασχολούνται με την αναγεννησιακή μουσική ή με την ποίηση του Εμπειρίκου; Οι ήρωές της λοιπόν, είμαι σίγουρος και ως μπλογκάς και ως γραμματιζούμενο παιδί, θα είναι δύο: ο Τάλως και ο Old Boy.

Ο μεν Τάλως εγκαινίασε το νέο μέσο σχεδόν με τρόπο σολωμικό, μεταγγίζοντας πρώτος την ιδέα "από το εξωτερικό", δημιουργώντας είδος μεικτό αλλά νόμιμο και, ως επιστέγασμα, επινοώντας τον όρο "ιστολόγιο". Από αυτή την άποψη είναι πρώτος και παραμένει σημαντικός γιατί δεν έγραφε ονλάιν ποίηση, χρονογράφημα, ημερολόγιο, μπροσούρα ή επιφυλλίδα, παρά κείμενα μεταξύ του επικαιρικού και του γενικού, δοκιμιακά, τα οποία όμως αξιοποιούσαν στο έπακρο τις δυνατότητες που έδιναν οι σύνδεσμοι και το λινκάρισμα ως δυνητική παραπομπή και προσεκτική τεκμηρίωση. Διαβάζοντας Τάλω μάθαινες τα πάντα π.χ. για την Άνω Βόλτα (την Μπουρκίνα Φάσο) μέσα από τα κείμενά του αν ήθελες: ακολουθώντας λινκ. 'Οσοι τον μιμήθηκαν ευτύχησαν κι ευτυχήσαμε κι εμείς που τους διαβάζουμε.

Για τον Ολντμπόυ τα έχω ξαναπεί:
Ο old boy δεν κάνει λογοτεχνία, δεν κρατάει ημερολόγιο, δεν κάνει ρεπορτάζ, δε χρονικογραφεί, δεν κάνει ακριβώς σχολιασμό της επικαιρότητας. Βεβαίως, δεν άποτελούν ασκήσεις ύφους κενές περιεχομένου τα ποστάκια του: στον βαθμό που λοξά και -- αναπόφευκτα -- επιλεκτικά, σχολιάζει τι γίνεται στον κόσμο, θα τον χαρακτήριζα τον Πιτσιρίκο του σκεπτόμενου ανθρώπου. Όταν πάλι καταπιάνεται με το σινεμά, νιώθουμε ξαφνικά ότι βρισκόμαστε στη συμβολή του Ebert ή του Alexander Walker με έναν βιωματικό μπλογκά που κρατάει ημερολόγιο ονλάιν: ένα ημερολόγιο όπου, φυσικά, ο τέταρτος τοίχος λείπει.
Το ξαναλέω: ο Παναγιωτακης κι ο Κωστάκος μια μέρα θα είναι θρύλοι. Έκαναν μπλογκ, κυρίως μπλογκ, κι έκαναν το μπλογκ κάτι που ήθελες να διαβάζεις. Μαζί με άλλους, πιο καλλιτέχνες, σε έκαναν να θες να ανοίξεις μπλογκ κι εσύ, ακόμα κι αν δεν ήξερες γιατί. Κι ακριβώς εκεί βρίσκεται η επιτυχία και η απήχηση ενός μέσου: όταν θες να έχεις βιβλιοθήκη, δισκοθήκη, τηλεόραση, ράδιο κτλ. ακόμα και αν δεν είσαι βιβλιοφάγος, μελομανής κτλ. Κι αυτοί οι δύο "τα ξεκίνησαν όλα", που λένε κι οι αμερικανικές ταινίες, χωρίς σοβαροφάνειες, απολαυστικά, κάνοντάς το να φαίνεται σχεδόν εύκολο.

Κι έτσι δημιουργήθηκε έναυσμα για "να μπαίνεις και να γράφεις" στα σοσιαλμήντια.

GatheRate

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

It's oh so quiet


Ο κόσμος έχει πάει πίσω πολλές φορές. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε για τα λεπτά ήθη, τη σπουδαία τέχνη και τη συναρπαστική τεχνολογία που χάθηκαν μεταξύ 600 και 1100 μ.Χ. Υπάρχουνε και οι πρώτες πόλεις της ανθρωπότητας, σύνθετες κοινότητες χωρίς ναούς και χωρίς παλάτια, που τις καπάκωσαν ιερατεία κι άρχοντες για τα καλά. Η βαρβαρότητα όμως ελλοχεύει παντού, όχι μόνο σε σκοτεινούς αιώνες, γενοκτονικές κονκίστες και στυγερές αντεπαναστάσεις.

Σε κάθε συγκυρία αναδίπλωσης, σε κάθε πρόσκομμα στην αργή και βασανιστική επέκταση του χώρου της ανθρώπινης ελευθερίας, ενυπάρχει το στοιχείο της βαρβαρότητας. Η βαρβαρότητα αυτή δεν εκφράζεται μόνον αφηρημένα ή με όρους ηθών και ιδεών παρά μεταφράζεται σε εξαθλίωση και σε πρόωρους θανάτους. Ακόμα χειρότερα, η εξαθλίωση και οι πρόωροι θάνατοι δεν είναι απαραιτήτως οικονομικής αιτιολογίας: όταν στο όνομα λ.χ. της "κοινωνικής συγκρότησης" ή της "εθνικής ενότητας" καταπιέζονται ή περιθωριοποιούνται λίγο όπως παλιά και λίγο με νέους τρόπους οι γυναίκες κι οι γκέι ή κάποια εθνότητα αντίστοιχα, τότε όλο και κάποια κοπέλα θα πάθει κάποιο σοβαρό ατύχημα, κάποια αδερφή θα καταλήξει να αυτοκτονήσει, κάποιος καρκινοπαθής θα ζήσει λίγο λιγότερο και πολύ πιο οδυνηρά, κάποιος τσιγγάνος θα βρεθεί με μια σφαίρα στο κεφάλι. Και όλες αυτές οι μικρές αφανείς τραγωδίες θα είναι είτε μεμονωμένα περιστατικά είτε αναπόφευκτες συνέπειες κάποιας γενικής κι ακαθόριστης κρίσης που ερμηνεύεται και θα ερμηνεύεται περίπου σαν θεομηνία -- όταν δεν μας βεβαιώνουν ότι φταίνε γι' αυτήν οι αμαρτίες των πιστών ή των φορολογουμένων.

Η κρίση τέτοιου τύπου, σαν και αυτή που σύντομα θα κλείσει οκταετία, δεν αντιμετωπίζεται με τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις που φαντασιωθήκαμε: εφόσον υπάρχει η υποψία ότι μπορούμε να γυρίσουμε στην κανονικότητα, όσο λειψή και περιορισμένη κι αν είναι, καμμία κοινωνική τάξη δεν είναι διατεθειμένη να πάρει το ρίσκο της ανατροπής.

Κατά συνέπεια η κρίση καταλήγει να κανονικοποιηθεί: αρχικά την απορροφούν οι θεσμοί και προσαρμόζονται αναλόγως, ερμηνεύοντας και αποφασίζοντας και ενεργώντας συνοπτικά, τυπολατρικά κι αυταρχικά. Επίσης οι αφανείς και οι άφωνοι, προβληματικοί λόγω της δυστυχίας τους και των άδικων ή πρόωρων θανάτων τους,  περιθωριοποιούνται ακόμα περισσότερο για χάρη της "κοινωνικής συγκρότησης" και της "εθνικής ενότητας". Η damnatio memoriae ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων επιτυγχάνεται είτε με την αποσιώπηση της ύπαρξής τους είτε με τον στιγματισμό τους ως φανατικών, ηλιθίων, εγκληματικών μαζών ή πλέμπας που εκφράζεται μέσα από ακρότητες κι ευτελείς εκτονώσεις (όπως π.χ. τα σπορ). Σε αυτή τη damnatio συντελούν τα μέγιστα (όπως είναι η διαχρονικώς σπουδαιοφανής διατύπωση) οι δοκιμασμένες μορφές ελέγχου: αυταρχική παιδεία, ολοκληρωτική οικογένεια, θρησκεία ενοχής και υποκρισίας. Παιδεία, οικογένεια και θρησκεία αναγορεύονται σε ιδανικά, ανανεώνονται και ξαναπλασάρονται ως συνεκτικοί δεσμοί ή απλώς ως το τσιμέντο που πνίγει και σαβανώνει τα bricks in the wall.

Στα δικά μας τώρα, το μακροπρόθεσμο πρόβλημα με τον Σύριζα δεν είναι η ανικανότητα και ο ερασιτεχνισμός των στελεχών του, ποιότητες που διακρίνουν όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά τον Σημίτη. Η διαφορά του Σύριζα είναι ότι δεν διαθέτει τη μαγιά αδίστακτων που προσέδιδε στις πριν από τις δικές του κυβερνήσεις αίγλη ηγετική -- η κυβέρνηση Σημίτη (που κι εγώ θαύμασα) πιθανόν μόνον από αδίστακτους ήταν στελεχωμένη. Το πρόβλημα του Σύριζα δεν είναι ούτε o θρυλούμενος αυταρχισμός του, που φαιδρώς και φαντασιακώς αποδίδεται σε σταλινικά αντανακλαστικά: υπό την καθοδήγηση του Νίκου Παππά και με ξεκάρφωμα 2-3 χρήσιμους ονειροπόλους, η κυβέρνηση Σύριζα είναι μια κανονικά αυταρχική ελληνική κυβέρνηση (θυμάστε λ.χ. κάποιον Μαρούδα; τα έργα της κυβέρνησης Μητσοτάκη; ας μην επεκταθούμε).

Το μακροπρόθεσμο πρόβλημα με τον Σύριζα δεν είναι ούτε οι άψογα κεντροδεξιές πολιτικές του, δεν είνα καν ότι πρώτα συνθηκολόγησε και μετά προσπάθησε να μας κάνει όλους εθελουσίως μεν, happy δε, δούλους. Το πρόβλημα είναι ότι η υπόσχεσή του να περιορίσει τον χώρο της βαρβαρότητας και του αυταρχισμού μέσα στην ελληνική κοινωνία ακόμα και αν αποτύγχανε οικονομικά. Την υπόσχεση αυτή την εκπλήρωσε μερικώς με το Σύμφωνο Συμβίωσης και με την αναγνώριση της Ταυτότητας Φύλου, ταυτόχρονα μάς φόρτωσε τόνους έρμα για αντιστάθισμα: στεγνή δεσποτοκρατία, καταστολή όπως παλιά, καουμπόικες εξωτερικές πολιτικές, πατριδοκαπηλία α λα πατριώτα (που συγκινεί και τους κνίτες).

Ο Σύριζα είναι ένα κεντροδεξιό κόμμα που παριστάνει το κεντροαριστερό ενώ τα στελέχη του νοσταλγικώς ακούνε Βσταβάι και Κατιούσα πίσω από κλειστές πόρτες. Εξαιτίας του Σύριζα κανονικοποιήθηκε η κρίση και ολοκληρώθηκε η damnatio memoriae όσων παραμένουν αφανή κι άφωνα θύματά της αλλά και όσων προορίζονται να γίνουν θύματά της στο εγγύς μέλλον. Χάρη στον Σύριζα επικράτησε επιτέλους η κοινωνική σιωπή που τόσο λαχτάρησαν οι σαμαράδες και ο δένδιες, ηττήθηκε πρακτικά κάθε δοκιμή οργάνωσης από τα κάτω, πείσθηκαν όλοι πια ότι η μη επαναστατική αριστερά δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο ύπαρξης εκτός από το ότι δεν φλερτάρει με τον φασισμό, όπως τα δεξιά κόμματα. Κι αυτό είναι σχεδόν έγκλημα.

GatheRate

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Wir sind die Tat


Σε ένα πούλμαν στη Γαλλία το 1995 άκουσα τους Τούρκους φοιτητές να τραγουδούν ένα καταπληκτικό τραγούδι. Αν και εγγονός κομμουνιστή δεν αναγνώρισα το "Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά", οπότε ρώτησα τι ήταν αυτό.

"Το τραγούδι των εργατών της Αυστρίας"

Με ξένισε αυτό: ήδη από τότε αντιπαθούσα τους Αυστριακούς συλλήβδην, τους θεωρούσα όλους ξινούς δυσκοίλιους χαλβάδες που νομίζουν ότι τους ανήκει ο γερμανόφωνος κόσμος αν και είναι καθολικοί τσομπαναραίοι. Κακώς μεν, αυτά είναι στερεότυπα που αφορούν μόνον τους μη-Βιεννέζους. Όμως τότε δεν το ήξερα και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ένα επαναστατικό τραγούδι μπορεί να λέγεται το τραγούδι των εργατών της Αυστρίας.

Τη μελωδία τη μουρμούραγα για χρόνια με ό,τι θυμόμουν από τους τούρκικους στίχους. Την εποχή του Ίντερνετ, κάποιος φίλος του Κόμματος μού είπε ότι βεβαίως αυτό είναι το Белая армия, чёрный барон, του 1920, εδώ με ωραίο βίντεο στο οποίο κάνει εμφάνιση ένας αρπακτικός δικέφαλος αετός.

Αναρωτιόμουν πλέον πώς από το τραγούδι του Κόκκινου Στρατού φτάσαμε στους Τουρκόφωνους εργάτες της Αυστρίας και στο πανάθλιο στιχουργικά συνθηματολογικό μοιρολόι του ΚΚΕ για τον Δημητρώφ (το οποίο είχα ανακαλύψει και μελετήσει στο μεταξύ). Χάρη στο Ίντερνετ και πάλι βρήκα τον ελλείποντα κρίκο πριν κάτι μήνες: τη γερμανική εκδοχή του τραγουδιού, απευθείας διασκευή του 'Λευκός Στρατός, Μαύρος Βαρώνος' (Белая армия, чёрный барон) που λέγεται Arbeiter von Wien: Οι εργάτες της Βιέννης.

Είχα βρει αυτό που έψαχνα.

Η αυστριακή εκδοχή είναι το κάτι άλλο στιχουργικά. Τα γερμανικά μου είναι για τα μπάζα, αλλά υποκλίνομαι σε όποιον σύντροφο στιχουργό έγραψε τους εξής στίχους:

Wir sind die Zukunft und wir sind die Tat.

είμαστε η δράση

αλλά και

Wie auch die Lüge uns schmähend umkreist,
alles besiegend erhebt sich der Geist.
Kerker und Eisen zerbricht seine Macht,
wenn wir uns rüsten zur letzten Schlacht.

χωρίς να πω για την εικόνα της κόκκινης σημαίας που φλογίζει. Τι να λέμε.

Το άσμα με μετάφραση στα αγγλικά το βλέπετε εδώ:


Φωτογραφία: Γιάννης Κολεσίδης

GatheRate

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

«Καθώς γίνεσαι μαλάκας» από το «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»

Εάν πράγματι μαλάκα σε κάνουν οι βεβαιότητες, ποια είναι η διαφορά βεβαιοτήτων και πεποιθήσεων; Η διαφορά είναι μάλλον απλή: οι βεβαιότητες δεν μεταβάλλονται, δεν αναθεωρούνται, δεν αναιρούνται και, βεβαίως, δεν καταρρίπτονται. Ήδη νιώθει κανείς να σχηματίζεται το προφίλ του ιδανικού μαλάκα: εκείνου που δεν θα σαλέψει ούτε ρούπι από τις βεβαιότητές του, που μερικά χρόνια πριν θα σου έλεγε κιόλας το παλιακό "ου με πείσεις καν με πείσης".

Οι βεβαιότητές σου σε κάνουνε σιγά σιγά μαλάκα καθώς αμφισβητούνται ή καθώς ο κόσμος ή ο εαυτός σου σε εξαναγκάζουνε να τις αναθεώρησεις. Αυτό που σε καθιστά σιγά σιγά μαλάκα είναι η άρνηση: η αντίστασή σου στην πραγματικότητα· επιπλέον, η αντίστασή σου στον ίδιο σου τον εαυτό, στις ιδιαιτερότητες και στους περιορισμούς του, μπορεί να σε κάνει δυστυχισμένο ή μαλάκα.
Εδώ κάνουμε μια πρώτη διάκριση σε δύο τύπους μαλάκα:
  1. εκείνου που αντιστέκεται στην πραγματικότητα και συνεπώς έχει βεβαιότητες κυρίως για τον κόσμο γύρω του (και συνεπώς και για τον εαυτό του) και
  2. εκείνου που αντιστέκεται στον ίδιο του τον εαυτό και συνεπώς έχει βεβαιότητες κυρίως για τον εαυτό του -- αφού τον κόσμο γύρω του τον έχει εντελώς γραμμένο.
Αυτή η δεύτερη κατηγορία μαλάκα είναι η πιο επιδραστική, αφού περιλαμβάνει ανθρώπους που ναι μεν είναι μαλάκες απροσχημάτιστα αλλά εντοπίζονται δύσκολα γιατί δεν σε προειδοποιεί κανενός είδους κενοδοξία, μεγαλαυχία, αμετροέπεια, επιδειξιομανία, στόμφος κ.ο.κ. Πολλοί λοιπόν προτιμούν την ατραπό του μαλάκα τύπου 2 από εκείνη της δυστυχίας, αγκιστρωμένοι επώδυνα και οριακά στο τσιγκέλι των βεβαιοτήτων τους. Άλλωστε, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση, όταν είσαι μαλάκας βλάπτεις μόνο τους γύρω σου, όχι τον εαυτό σου. Είναι λοιπόν εύλογο να προτιμάει κανείς να είναι μαλάκας παρά δυστυχισμένος.

Έχοντας ακλόνητες βεβαιότητες έχεις λοιπόν πάντοτε δίκιο. Πάντοτε. Δεν είναι δυνατόν να έχεις άδικο. Έτσι ξεκινάει η διαδικασία και έτσι εξελίσσεται. Καθώς λοιπόν γίνεσαι μαλάκας διαπιστώνεις επιπλέον ότι οι βεβαιότητές σου για τον κόσμο ή για τον εαυτό σου σε θωρακίζουν από τη δυστυχία και από την ενοχή. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του μαλάκα: δεν φταίει ποτέ.
Το πλεονέκτημα αυτό υφίσταται ακόμα και αν ανήκεις σε εκείνη την κατηγορία μαλάκα του οποίου οι βεβαιότητες έχουν χαρακτήρα αυτομεμψίας ή και αυτοκαταστροφικό. Και σε αυτή την περίπτωση, που η δυστυχία καταφέρνει τελικά να σε διαποτίσει παρότι είσαι μαλάκας, βρίσκεσαι σε καλύτερη μοίρα από τον απλώς δυστυχισμένο: με τη βεβαιότητά σου ότι είσαι άχρηστος, ένοχος γενικώς, ανίκανος και λούζερ, συνελόντι ειπείν χάλιας, και πάλι απαλλάσσεις τον εαυτό σου από κάθε ευθύνη. Χαμηλώνοντας τις προσδοκίες σου, γίνεσαι μια ωραία αυτοεκπληρούμενη δυσοίωνη προφητεία ενώ, όπως κάθε μαλάκας, εσύ δεν φταις και δεν ευθύνεσαι για τίποτα.

Καθώς ανεβαίνει κανείς τούς αναβαθμούς του μαλάκα, συνήθως εγκαταλείπεται σταδιακά από τους ανθρώπους γύρω του εκτός και αν α) εξασφαλίσει την ανοχή τους με ταλέντα κι ικανότητες ή β) την εκβιάσει με ψυχαναγκασμό, δόλο, χειρισμό ή και βία ή γ) την εξαγοράσει με εξουσία, σεξ ή χρήμα. Ωστόσο, όπως είδαμε, ο μαλάκας είναι βλαπτικός για τους γύρω του και συνήθως ανυπόφορα βλαπτικός -- ακόμα και όταν δεν είναι εξόφθαλμα αντικοινωνικός. Περιττό να πούμε ξανά ότι βεβαίως ο μαλάκας δεν έχει καμμία επίγνωση του ότι φταίει ο ίδιος που εγκαταλείπεται και αποξενώνεται από τους άλλους: εξυπακούεται ότι φταιν εκείνοι.

Αν είναι μαλάκας τύπου 1, γνωρίζει ότι φταιν οι άλλοι που φεύγουν τρέχοντας να σωθούν από την ευθυκρισία του και από το ότι έχει πάντα δίκιο. Αν είναι μαλάκας τύπου 2 διαισθάνεται πως οι δραπέτες από το μεγαλείο του είναι μάλλον είτε ανήθικοι, είτε λίγοι, είτε (απλούστατα) βλάκες. Σε αυτό ο μαλάκας τύπου 2 θυμίζει σταλινικά καθεστώτα και κάθε λογής θεοκρατίες: αν δεν αντέχεις φταις εσύ που είσαι είτε δόλιος, είτε βλαξ, είτε λίγος, είτε -- απλούστατα -- τρελός. Κι έτσι όσο ανεβαίνει την κλίμακα του μαλάκα ο μαλάκας μαθαίνει να δουλεύει με αυτούς που τον ανέχονται, με αυτούς που εκβιάζει και με αυτούς που εξαγοράζει. Ενδεχομένως δεν τους θεωρεί αντάξιούς του αλλά -- ως έρμαιο των βεβαιοτήτων του -- ο μαλάκας συμπεραίνει ότι η μοναδικότητά του ευθύνεται για τη σχετική μοναξιά του και όχι που είναι μαλάκας.

GatheRate