Σκόρπιες σκέψεις. Προϊόν κατακερματισμού και βαθειάς κόπωσης.
Πλάνες, πλάνες στο μυαλό μου (αν είναι δυνατόν!)
Ο ολντμπόης έλεγε τις προάλλες τα εξής:
Αχ η Αβού: μοιάζει πια με ένα πελώριο ντανταϊστικό εγχείρημα. Εκδίδεται κάθε βδομάδα ως το ηθικολογικό ισοδύναμο χιλιάδων ρεσώ κι αγιοκεριών εις μνήμην καμένων σινεμά, και σαν τη Χαλιμά που μιλάει με τα παιδιά: μια γροθιά στα μούτρα της κοινής λογικής αρθρωμένη με όρους ορθολογισμού, βαθέος καθωσπρεπισμού (εδώ τρυπώνει το στοιχείο νταντά) και αυτοματοποιημένης αντιλογίας. Ο δικός σου, ξένοιαστος, καθεστωτικός τύπος. Ο Γεωργελές λοιπόν. Πιάνουμε ένα εντιτό του. Το διαβάζουμε. Ναι. Ναι. Καλά το πας. Ναι. Ναι. Και ξαφνικά "Ζμπράααααααααφ!" πετάγεται (όπως οι φαλλοί που μοντάριζε ο Τάιλερ Ντέρντεν σε παιδικές ταινίες) κάτι που θα ήταν απολαυστικά σουρεαλιστικό αν δεν ήταν αποκαρδιωτικό.
Ζούμε τα ύστερα των μικρομεσαίων μας ιδεολογιών: το ΛΑΟΣ τερμάτισε μια εκδοχή του παλαιοπασοκικού πατριωτισμού. Η Μαλβίνα Κάραλη είχε τερματίσει το μεγάλο άρμα του νεορθόδοξου δόγματος (βρε κουτά), φέρνοντάς το μέχρι τις λογικές (ή μη) συνέπειές του. Ο Γεωργελές και (εν μέρει) η Σώτη Τριανταφύλλου μαρτυρούν στο πνεύμα του Νίκου Δήμου, αποτελούν το πλήρωμα του σουσουδισμού που, αντί να ασκεί κριτική, προτείνει τη μαζική φυγή στο παριζιάνικο όνειρο των καλών arrondissement, στα σαρωμένα πεζοδρόμια του Όσλο, στον γλυκασμό της King's Road και του Bloomingdale's: ταξικά όνειρα φερμένα από τις upper middle τάξεις πλούσιων χωρών.
Οπότε ναι: τι πιο δύσκολο και συναρπαστικό από την πραγματικότητα. Κι άσε τον Φίλιπ Ντικ να το παίζει. Θα μπορούσε να προβλέψει ο Ντικ τον Μπαμπινιώτη υπουργό Παιδείας; Κι αν ναι σε τέτοια κυβέρνηση;
(Ο τίτλος διαστρεβλώνει γνωστό στίχο του χιτ "Πάπιες" αυτωνών των θρύλων.)
"Την ευχή σου, δέσποτα", "Του Κυρίου!"
Αργά το πρωί είδα αυτή τη φωτογραφία στο τουίτερ του Audi του Μητροπολίτη Φωκίδος. "Τουλάχιστον δεν είναι μερσεντές", σκέφτηκα καγχάζοντας. Αμέσως θυμήθηκα ένα κείμενο που είχα διαβάσει πριν χρόνια σχετικά με το πόσο εύκολα μπορεί να γίνει ένας άντρας εξουσία (κι όχι παίξε-γέλασε εξουσία, κανονική) αν μπορεί να κηρύττει όσα δεν πιστεύει (όπως και οι πολιτικοί), με ελάχιστα λεφτά και εξίσου ολίγιστες σπουδές: αν γίνει δεσπότης. Ξεκινώντας από τις ατάκες που θυμόμουν, βρήκα στο γκουγκλ παραπομπή στο κείμενο αλλά η σελίδα στην οποία με έστελνε δεν άνοιγε. Με πείσμα ανασύνθεσα το σχετικό κομμάτι του κειμένου, πρόταση-πρόταση, με βάση ό,τι μου εμφάνιζε η αναζήτηση του γκουγκλ:
Θυμάμαι ότι ήταν ένα πολύ καίριο (αν και κάπως συνθηματολογικό) κείμενο. Αν έχετε κάτι περισσότερο, καλοδεχούμενο.
Ναι μεν, αλλά
Στο πρόωρα εορταστικό ποστ για την επταετία μου έλεγα για τους ανθρώπους που γνώρισα μέσα από τα σοσιαλμήντια. Αυτοί οι άνθρωποι (ξέρετε ποιοι είστε) είναι ο λόγος που έγινα "σίγουρα λιγάκι ευτυχέστερος πάντως".
Αυτό που δεν είπα είναι το δυσάρεστο, αυτό που χρειάζεται θάρρος, όχι απλή παρρησία. Πέρασα εφτά χρόνια στα ελληνικά σοσιαλμήντια σχετικά άνετα: αντιμετωπίζοντας ελάχιστη κακεντρέχεια, εκτεθειμένος σε πολύ λιγότερο κουτσομπολιό απ' ό,τι πολλοί αξιότεροί μου και -- πολλές φορές -- μέσα σε μακάρια άγνοια για το τι συνέβαινε γύρω μου. Αυτό οφειλόταν στη γεωγραφική απόσταση και στη γενικευμένη έλλειψη περιέργειάς μου ως ανθρώπου, αλλά και στο ότι αποφεύγω και απέφευγα της δια ζώσης γνωριμίες. Κυρίως όμως στο ότι ήμουνα προστατευμένος πίσω από την ξινή και βαρειά κι ασήκωτη αρματωσιά μου: η περσόνα μου είναι η πανοπλία μου.
Κι έτσι μου ξέφυγαν επικές μικροπρέπειες, μπηχτές και ξεφωνήματα πρώην ενδοσοσιαλμηντιακών σχέσεων (ερωτικών, επαγγελματικών, άλλων). Δε χαμπάριασα καν κάποια λίγο ή πολύ οργανωμένα συμφέροντα και την αλληλεπίδρασή τους με όσους ήθελαν διακαώς να ανακαλυφθούν. Δεν αντιλήφθηκα πως τα σοσιαλμήντια αποτελούνε δεξαμενές υπαλλήλων, εργοδοτών, πελατών, αρπαχτών: νυφοπάζαρα και jobcenter. Επαναλαμβάνω: όχι λόγω ανωτερότητας αλλά λόγω αφασίας μου. Λόγω του ότι στα σοσιαλμήντια μπαίνω λίγο για να ξεσκάσω, λίγο για να ξεσπάσω. Λίγο για να μάθω και λίγο για να συναντήσω. Για να καταλάβω και να με καταλάβουν.
Και για να μην το παίζω αφυψηλέας: υπάρχει πολλή μοναξιά (κάθε λογής -- όχι μόνο ερωτική ή φιλική ή και διανοητική) σε αυτόν τον κόσμο. Κανένας μας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν τον έχει σπρώξει κάποια μοναξιά μέχρι κάποιον βαθμό στα σοσιαλμήντια (εκτός ίσως από τον Τάλω, που είναι μονοπρόσωπο πρακτορείο ειδήσεων-εγκυκλοπαίδεια-πολιτικός αναλυτής). Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, το θέμα είναι αν κρατάμε το κεφάλι μας πάνω από τον χοχλό που βράζει.
Αλλά όλα αυτά είναι λόγια Λόγια: το υλικό που ανταλλάσσουμε όλοι εμείς οι σοσιαλμηντιοναύτες. Άντε και καμμιά φωτό, κανα βίντεο, κανα τραγούδι.
Πλάνες, πλάνες στο μυαλό μου (αν είναι δυνατόν!)
Ο ολντμπόης έλεγε τις προάλλες τα εξής:
Ένα κομμάτι μου -- σαφώς μικρότερο απ' ό,τι στο παρελθόν, πάντως ακόμη υπαρκτό -- κάθε φορά ανασκουμπώνεται: ρε μπας και το έχω παρακάνει; Ρε μπας και το ανεύθυνο είναι αυτό που κάνω εγώ και το υπεύθυνο είναι αυτό που κάνει ο Βενιζέλος (στο σημείο αυτό ανατριχιάζουν όσοι φοβούνται πως θα το γυρίσω πάλι στο "ναι μεν αλλά" και θα ψάξω να βρω τα δίκια του αντιπροέδρου σε αντιδιαστολή με τα δικά μας άδικα).Εμένα το πρόβλημά μου είναι ελαφρώς διαφορετικό. Στην πραγματικότητα είναι το ζήτημα που με απασχολούσε εδώ: χοντρικά, ότι μπορείς να είσαι νηφάλιος, να είσαι συγκροτημένος, να έχει ειρμό αυτό που λες και να βασίζεται σε επιχειρήματα και σε στοιχεία ακόμη -- όλα αυτά -- αλλά να είσαι ντιπ για ντιπ εκτός πραγματικότητας. Και δε μιλάω μόνο για τους πανεπιστημιακούς -- μα τι υπέροχα ασυνάρτητο και ασυνεπές (και μικρόψυχο) στίφος! Έχω υπόψη λ.χ. τα κείμενα του Γεωργελέ στην Αβού.
Nα μην ανατριχιάζουν, δεν θέλω να πω αυτό. Θέλω να πω όμως, πως οσοδήποτε φανατικά και να ενστερνίζομαι την μια πλευρά του δημόσιου λόγου, δεν παύει να με διαβρώνει υπόγεια και η αντίθετη πλευρά. Κάποτε θα θεωρούσα αυτή τη διάβρωση ζωτικά απαραίτητη. Τώρα ούτε αυτό δεν ξέρω.
Αχ η Αβού: μοιάζει πια με ένα πελώριο ντανταϊστικό εγχείρημα. Εκδίδεται κάθε βδομάδα ως το ηθικολογικό ισοδύναμο χιλιάδων ρεσώ κι αγιοκεριών εις μνήμην καμένων σινεμά, και σαν τη Χαλιμά που μιλάει με τα παιδιά: μια γροθιά στα μούτρα της κοινής λογικής αρθρωμένη με όρους ορθολογισμού, βαθέος καθωσπρεπισμού (εδώ τρυπώνει το στοιχείο νταντά) και αυτοματοποιημένης αντιλογίας. Ο δικός σου, ξένοιαστος, καθεστωτικός τύπος. Ο Γεωργελές λοιπόν. Πιάνουμε ένα εντιτό του. Το διαβάζουμε. Ναι. Ναι. Καλά το πας. Ναι. Ναι. Και ξαφνικά "Ζμπράααααααααφ!" πετάγεται (όπως οι φαλλοί που μοντάριζε ο Τάιλερ Ντέρντεν σε παιδικές ταινίες) κάτι που θα ήταν απολαυστικά σουρεαλιστικό αν δεν ήταν αποκαρδιωτικό.
Ζούμε τα ύστερα των μικρομεσαίων μας ιδεολογιών: το ΛΑΟΣ τερμάτισε μια εκδοχή του παλαιοπασοκικού πατριωτισμού. Η Μαλβίνα Κάραλη είχε τερματίσει το μεγάλο άρμα του νεορθόδοξου δόγματος (βρε κουτά), φέρνοντάς το μέχρι τις λογικές (ή μη) συνέπειές του. Ο Γεωργελές και (εν μέρει) η Σώτη Τριανταφύλλου μαρτυρούν στο πνεύμα του Νίκου Δήμου, αποτελούν το πλήρωμα του σουσουδισμού που, αντί να ασκεί κριτική, προτείνει τη μαζική φυγή στο παριζιάνικο όνειρο των καλών arrondissement, στα σαρωμένα πεζοδρόμια του Όσλο, στον γλυκασμό της King's Road και του Bloomingdale's: ταξικά όνειρα φερμένα από τις upper middle τάξεις πλούσιων χωρών.
Οπότε ναι: τι πιο δύσκολο και συναρπαστικό από την πραγματικότητα. Κι άσε τον Φίλιπ Ντικ να το παίζει. Θα μπορούσε να προβλέψει ο Ντικ τον Μπαμπινιώτη υπουργό Παιδείας; Κι αν ναι σε τέτοια κυβέρνηση;
(Ο τίτλος διαστρεβλώνει γνωστό στίχο του χιτ "Πάπιες" αυτωνών των θρύλων.)
"Την ευχή σου, δέσποτα", "Του Κυρίου!"
Αργά το πρωί είδα αυτή τη φωτογραφία στο τουίτερ του Audi του Μητροπολίτη Φωκίδος. "Τουλάχιστον δεν είναι μερσεντές", σκέφτηκα καγχάζοντας. Αμέσως θυμήθηκα ένα κείμενο που είχα διαβάσει πριν χρόνια σχετικά με το πόσο εύκολα μπορεί να γίνει ένας άντρας εξουσία (κι όχι παίξε-γέλασε εξουσία, κανονική) αν μπορεί να κηρύττει όσα δεν πιστεύει (όπως και οι πολιτικοί), με ελάχιστα λεφτά και εξίσου ολίγιστες σπουδές: αν γίνει δεσπότης. Ξεκινώντας από τις ατάκες που θυμόμουν, βρήκα στο γκουγκλ παραπομπή στο κείμενο αλλά η σελίδα στην οποία με έστελνε δεν άνοιγε. Με πείσμα ανασύνθεσα το σχετικό κομμάτι του κειμένου, πρόταση-πρόταση, με βάση ό,τι μου εμφάνιζε η αναζήτηση του γκουγκλ:
[Ένας δεσπότης γηραιός ολιγογράμματος] Στο κρεβάτι εξομολογείται, σαν να μονολογεί: Καλά πορεύτηκαμε με τον Χριστούλη ... Χωρίς πανεπιστήμια, χωρίς τίποτε άλλο, πορευτήκαμε με δόξες και τιμές, [...] Σε αυτό τον κήπο των εν Χριστούλη γερόντων με μερσεντές βλάστησε ο Αρχιεπίσκοπος, αυτός ο κήπος τον εξέλεξε, σε αυτόν τον κήπο βασιλεύει. Αλλάζει ο κήπος; ...
Θυμάμαι ότι ήταν ένα πολύ καίριο (αν και κάπως συνθηματολογικό) κείμενο. Αν έχετε κάτι περισσότερο, καλοδεχούμενο.
Ναι μεν, αλλά
Στο πρόωρα εορταστικό ποστ για την επταετία μου έλεγα για τους ανθρώπους που γνώρισα μέσα από τα σοσιαλμήντια. Αυτοί οι άνθρωποι (ξέρετε ποιοι είστε) είναι ο λόγος που έγινα "σίγουρα λιγάκι ευτυχέστερος πάντως".
Αυτό που δεν είπα είναι το δυσάρεστο, αυτό που χρειάζεται θάρρος, όχι απλή παρρησία. Πέρασα εφτά χρόνια στα ελληνικά σοσιαλμήντια σχετικά άνετα: αντιμετωπίζοντας ελάχιστη κακεντρέχεια, εκτεθειμένος σε πολύ λιγότερο κουτσομπολιό απ' ό,τι πολλοί αξιότεροί μου και -- πολλές φορές -- μέσα σε μακάρια άγνοια για το τι συνέβαινε γύρω μου. Αυτό οφειλόταν στη γεωγραφική απόσταση και στη γενικευμένη έλλειψη περιέργειάς μου ως ανθρώπου, αλλά και στο ότι αποφεύγω και απέφευγα της δια ζώσης γνωριμίες. Κυρίως όμως στο ότι ήμουνα προστατευμένος πίσω από την ξινή και βαρειά κι ασήκωτη αρματωσιά μου: η περσόνα μου είναι η πανοπλία μου.
Κι έτσι μου ξέφυγαν επικές μικροπρέπειες, μπηχτές και ξεφωνήματα πρώην ενδοσοσιαλμηντιακών σχέσεων (ερωτικών, επαγγελματικών, άλλων). Δε χαμπάριασα καν κάποια λίγο ή πολύ οργανωμένα συμφέροντα και την αλληλεπίδρασή τους με όσους ήθελαν διακαώς να ανακαλυφθούν. Δεν αντιλήφθηκα πως τα σοσιαλμήντια αποτελούνε δεξαμενές υπαλλήλων, εργοδοτών, πελατών, αρπαχτών: νυφοπάζαρα και jobcenter. Επαναλαμβάνω: όχι λόγω ανωτερότητας αλλά λόγω αφασίας μου. Λόγω του ότι στα σοσιαλμήντια μπαίνω λίγο για να ξεσκάσω, λίγο για να ξεσπάσω. Λίγο για να μάθω και λίγο για να συναντήσω. Για να καταλάβω και να με καταλάβουν.
Και για να μην το παίζω αφυψηλέας: υπάρχει πολλή μοναξιά (κάθε λογής -- όχι μόνο ερωτική ή φιλική ή και διανοητική) σε αυτόν τον κόσμο. Κανένας μας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν τον έχει σπρώξει κάποια μοναξιά μέχρι κάποιον βαθμό στα σοσιαλμήντια (εκτός ίσως από τον Τάλω, που είναι μονοπρόσωπο πρακτορείο ειδήσεων-εγκυκλοπαίδεια-πολιτικός αναλυτής). Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, το θέμα είναι αν κρατάμε το κεφάλι μας πάνω από τον χοχλό που βράζει.
Αλλά όλα αυτά είναι λόγια Λόγια: το υλικό που ανταλλάσσουμε όλοι εμείς οι σοσιαλμηντιοναύτες. Άντε και καμμιά φωτό, κανα βίντεο, κανα τραγούδι.
"... αν μπορεί να κηρύττει όσα δεν πιστεύει (όπως και οι πολιτικοί)"
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν νομίζω ότι δεν τα πιστεύουν, κ. Sraosha, δεν νομίζω ότι πάει έτσι. Ακόμα κι αν μιλάμε για καθάρματα της Εκκλησίας και της πολιτικής, όπως ο Σεραφείμ ή ο Αβραμόπουλος. Τα πιστεύουν ειλικρινά αυτά που λένε, αισθάνονται δαχτυλιδοκουβαλητές (έχουν και τους αυλοκόλακες να τους γλύφουν συνεχώς). Ελάχιστοι είναι οι συνειδητοί κακοί. Το ερμηνεύουν ότι τους αξίζουν οι τιμές και τα προνόμια, για το πολύ σημαντικό έργο που επιτελούν. Ο κάθε Φρόντο αισθάνεται ότι του αξίζει να ξεκουραστεί λίγο στο δάσος του Λοθλόριεν - στο φινάλε, παλεύει ενάντια στον Άρχοντα του Σκότους, η Μέση Γη κρέμεται απ' αυτόν.
(Είδα Φίλιπ Ντικ και τσίμπησα!)
Κι εγώ, ως πάλαι ποτέ ιστορικός των νοοτροπιών, νομίζω όπως κι ο Ηλίας πως τα πιστεύουν. Εξάλλου υπάρχει πάντα και η μετάνοια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉθελα όμως βασικά να σταθώ στο τρίτο μέρος (μα η μοναξιά, φυσικά, εκτός από τον ιμπεριαλισμό ως γνωστόν), αλλά και στο πρώτο, μια και συχνά σκέφτομαι σαν τον Ολντμπόη -και συχνά, Σοφέ, σαν εσένα στη δουλειά μου (μα, μπορούμε να ξέρουμε όντως το παρελθόν; και λοιπά).
Φυσικά για την Αβού δεν έχω να προσθέσω τίποτα, λίγα και καλά.
@Elias:
ΑπάντησηΔιαγραφήΕννοείται ότι ο Ντικ ήτανε δόλωμα.
Δεν ξέρω τι πιστεύει ο καθένας και εννοείται ότι δε θα το κρίνω και ότι δε μου πέφτει λόγος -- αυτονόητα. Βεβαίως υπάρχει η κατηγορία κληρικού που περιγράφεις. Υπάρχουν επίσης και οι καριερίστες, οι αρχομανείς αλλά και οι "δε βαριέσαι", που αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μιας μορφής κοινωνικό-ποιμαντικό λειτουργό. Υπάρχουν κι αυτοί που ο κόσμος λέει αγίους και τα λοιπά, και είναι αυτοί που δε φαίνονται συνήθως. Θυμάμαι τον γνωστό Κρητικό ιεράρχη για τον οποίο δεν έχω ποτέ ακούσει μια ζαβή κουβέντα αλλά του οποίου την ύπαρξη έμαθα αφού πήγα στην Κρήτη για πρώτη φορά...
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας: τα παραπάνω θα μπορούσαν να ταξινομούν πολλές κατηγορίες ανθρώπων με εξουσία. Το θέμα είναι πόσο εύκολο είναι ένας άντρας να καταλήξει έμμισθος φορέας ανεξέλεγκτης εξουσίας με ελάχιστα προσόντα και -- εάν είναι μιας άλφα ιδιοσυγκρασίας -- πολύ εύκολα.
@δύτη: ο τύπος που έχει ταμπέλα το "νάφε και μέμνασο απιστείν" στην καντίνα του δε θα μπορούσε να διαφωνεί. Αλλά ακόμα και απέναντι στην απορία και την αμφιβολία πρέπει να αμφιβάλλουμε, αλλιώς κατρακυλάμε στη Γ.Αμ.Α. (Γενικευμένη Αμλετική Αμφιβολία / Αμφιθυμία). Κάποιες στιγμές χρειάζεται απλώς η προτροπή του Λούθηρου στον Μελάγχθονα: Pecca fortiter.
To ορφανο παραθεμα με τον αγραμματο δεσπότη έχει πατερα τον Χρ. Γιανναρά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο 'χω χρησιμοποιήσιε κι εγώ...
Δεν υπάρχει όμως πουθενά στο ίντερνετ; Έχεις κάποια παραπομπή; Θα σου ήμουν ευγνώμων.
ΔιαγραφήSraosha, το άρθρο που ψάχνεις, είναι εδώ :)
ΔιαγραφήΕυχαριστώ! Το αντιγράφω γιατί -- απ' ό,τι φαίνεται -- είναι διαθέσιμο μέσω κάποιου cache:
Διαγραφή17 Δεξ 2001
Επιφυλλιδα / Του Χρηστου Γιανναρα
Μεθοδευμένη λοβοτομή
Λέγεται ότι, πριν από κάποια χρόνια, ιεράρχης μεγάλης στην Ελλάδα μητρόπολης, λίγο προτού πεθάνει, είπε σε δικό του άνθρωπο: «Δεν έχω παράπονο. Ενα χωριατόπουλο ήμουν, πάμφτωχο και όχι ικανό για επιστήμες. Αλλά χάρη στο παραμύθι του Χριστούλη πέρασα τη ζωή μου σαν πρίγκιπας».
Αν η πληροφορία αληθεύει, ο κυνισμός εκπλήσσει. Γιατί συνήθως όποιος υπηρετεί μια πίστη που δεν την πιστεύει, δεν τολμάει να ομολογήσει ούτε στον εαυτό του την καπήλευση. Εθίζεται στα προσωπεία της πίστης που επαγγελματικά του επιβάλλονται, παρασύρεται από τις ψυχολογικές ψευδαισθήσεις της πίστης που συχνά και σε πολλούς υποκαθιστούν την πίστη.
Θέλει ψυχικά κότσια ο κυνισμός. Πόσοι επαγγελματίες της πολιτικής θα τολμούσαν την ομολογία ότι πέρασαν τη ζωή τους σαν πρίγκιπες (ή και σαν Κροίσοι), χάρη στο «παραμύθι» της δημοκρατίας ή της εθνικοφροσύνης ή του σοσιαλισμού ή της κοινωνικής αλλαγής που σερβίριζαν στον λαό, χωρίς οι ίδιοι να πιστεύουν το παραμικρό από όσα με φανατισμό διακήρυσσαν. Πάμφτωχα χωριατόπουλα πολλοί, ανίκανοι για τον επιστημονικό ή τον επιχειρηματικό στίβο, προσκολλήθηκαν σε συνδικαλιστική οργάνωση ή σε κομματική νεολαία και έφτασαν σε θώκους υπουργικούς και χρυσοφόρους, λανσάροντας πίστη σε ιδεολογήματα που ποτέ δεν πίστεψαν.
Η ίδια στυγνή καπηλεία ανομολόγητη, άψογα καμουφλαρισμένη, περιβάλλεται ποικίλες τηβέννους, παρασημοφορείται, βραβεύεται, επιβαίνει σε εκθαμβωτικές λιμουζίνες, ασκεί εξουσία, μεθυστική εξουσία, φτάνει στον θάνατο δίχως παράπονο. Και όλα αυτά χάρη σε κάποιο «παραμύθι» πίστης κοινής, που συντηρεί κοινωνικά λειτουργήματα και προσφέρει στους λειτουργούς της κοινωνική καταξίωση, δημοσιότητα, εξουσία, ίσως και ευμάρεια.
Δικαστικοί, με βαθιά απιστία στον ρόλο της θεσμικής δικαιοσύνης, που τον ασκούν αποκλειστικά για λόγους ατομοκεντρικής εξασφάλισης, ασμένως ευάλωτοι στην εξαγορά, ενώ παράλληλα ρητορεύουν για την ιερότητα της ισονομίας. Δάσκαλοι, που δεν πίστεψαν ποτέ σε κάτι περισσότερο από τη χρησιμοθηρική διαδικασία της μάθησης, γι'αυτό και εμπορεύονται αδίστακτα τη μετάδοση της γνώσης, χωρίς να παύουν να εξυμνούν το υπούργημα της πλαστουργίας ψυχών που διακονούν. Ή ποιος πολίτης δεν μένει ενεός μπροστά στην όντως εκθαμβωτική λιμουζίνα που μεταφέρει τον εκάστοτε πρόεδρο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλαδας, προφανώς για να οργανώνει ευχερέστερα την «αντίσταση» στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
Μετράνε τον πολιτισμό των ανθρώπινων κοινωνιών με μέτρο τα επιτεύγματα που εμφανίζουν οι συλλογικές πίστεις: η πίστη σε κράτος δικαίου, στη δημοκρατία, στην κατά κεφαλήν καλλιέργεια, σε κράτος πρόνοιας. Με προϋπόθεση κάθε πίστης το πρωταρχικό «νόημα» της ύπαρξης και του κόσμου, νόημα που κοινωνείται ως εμπειρία και συγκροτεί την πολιτική δυναμική της συλλογικότητας, τη μαρτυρία του λόγου της Τέχνης, τη μεταφυσική ελπίδα που εξανθρωπίζει τον άνθρωπο.
Κι όμως, ενώ εκεί, στις συλλογικές πίστεις εντοπίζουμε τον πολιτισμό, εμφανιζόμαστε σήμερα με ελάχιστες, μηδαμινές ευαισθησίες απέναντι στην ωμή καπηλεία κάθε συλλογικής πίστης. Απωθούμε το σύμπτωμα ωσάν να μην υπάρχει, το ξορκίζουμε με την αιδήμονα σιωπή μας ή προσπαθούμε θορυβωδώς να το υπαλλάξουμε με αληθοφανείς ψευδολογίες. Πόσα εγκώμια σωρεύει συχνά ο δημόσιος επίσημος λόγος (κυβερνητικές ανακοινώσεις, δηλώσεις πολιτικών αρχηγών, ψηφίσματα «πνευματικών» ιδρυμάτων, δημοσιεύματα του Τύπου) για να ψιμμυθιώσει την «ικανότητα» πιθανών παντελώς ατάλαντων, τη «μόρφωση» κραυγαλέα απαίδευτων, την «ευσυνειδησία» καταφανώς ασυνείδητων, την «ανιδιοτέλεια» αισχρά ιδιοτελών.
Η στυγνή καπηλεία κάποιας συλλογικής πίστης είναι πανάρχαιο και πανανθρώπινο σύμπτωμα, συνοδεύει την ανθρώπινη φύση, δεν πρόκειται ποτέ να εξαλειφθεί, όπως δεν θα εξαλειφθεί ποτέ και το έγκλημα. Το ζητούμενο είναι με ποιους θεσμούς και ποιους πρακτικούς τρόπους μπορεί να καλλιεργείται εκείνη η κοινωνική ευαισθησία και κριτική εγρήγορση που θα εντοπίζει το σύμπτωμα και θα περιθωριοποιεί εγκαίρως τον αυτουργό.
* * *
ΔιαγραφήΤο κόμμα που κυβερνάει ακόμα την Ελλάδα σήμερα, αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία το 1981, επέβαλε στην ελλαδική κοινωνία πραγματική «λοβοτομή»: Κατάργησε κάθε θεσμό και διάκριση αριστείας, κάθε έλεγχο και κάθε αξιολόγηση της ανθρώπινης ικανότητας, ευσυνειδησίας, ανιδιοτέλειας, εργατικότητας, ευφυΐας, φαντασίας, δημιουργικότητας. Ισοπέδωσε την ελλαδική κοινωνία «προς τα κάτω»: στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο λειτουργίας ποιοτικών κριτηρίων.
Στα είκοσι χρόνια από την εγκληματική αυτή «λοβοτομή», είδαμε σχεδόν κάθε συλλογική πίστη να μεταβάλλεται σε άκριτο (υπεράνω κριτικής) ρητορικό φληνάφημα, σε «παραμύθι» για την αποχαύνωση του λαού και για την ανάδειξη πριγκίπων και Κροίσων ανεξέλεγκτης εξουσίας και πλούτου. Πλήθουσες οι πιστοποιήσεις καλύπτουν πια σελίδες επί σελίδων άκρως τεκμηριωμένων μελετών.
Μήπως άκουσε ποτέ Ελληνας πολίτης την αξιωματική αντιπολίτευση να καταγγέλλει το σύμπτωμα της μεθοδευμένης «λοβοτομής»; Είναι άδικη η διαπίστωση ότι έχουμε πολιτικά και κοινωνικά ανύπαρκτη αξιωματική αντιπολίτευση;