Κατέβηκα στον
σταθμό του Υπογείου και πήγα στην αποβάθρα της Μαύρης Γραμμής, κατεύθυνση
βόρεια. Στάθηκα άκρη άκρη στην αποβάθρα, αν και είχε λίγο κόσμο. Κόλλησα στην
άκρη και στράφηκα προς τον μαύρο και μπαρουτοκαπνισμένο τοίχο. Η λεπτή μυρωδιά
πίσσας και καμένου λάστιχου, η μυρωδιά του Υπογείου. Με την άκρη του ματιού μου,
χωρίς να στρέφω όμως το βλέμμα, έπιανα τα ποντίκια να τρέχουν ανάμεσα στις
γραμμές χωρίς να παθαίνουν ηλεκτροπληξία. Μπροστά μου ακριβώς και στους
δεκαπέντε πόντους ήτανε μια αράχνη που αιωρούνταν στη μέση μιας επίσης βρώμικης
εσοχής, που γι’ αυτήν έπρεπε να είναι το φρέαρ της αβύσσου. Ίσως δηλητηριασμένη
από τις σπίθες που φτύνει το ατσάλι καθώς φρενάρει πάνω στις ράγες και
ζαλισμένη από τα αρώματα και τις μπόχες τόσου κόσμου εδώ μέσα στην υπόγα,
ύφαινε κάτι αλλόκοτους τρισδιάστατους ιστούς σαν χωροδικτυώματα που έμοιαζαν με
Υ. Οι δύο κεραίες του Υ διακλαδίζονταν σε άλλα Υ κι αυτές σε άλλα Υ και αυτωνών
οι κεραίες στηρίζονταν στον απέναντι τοίχο της εσοχούλας. Κι έτσι γεφύρωνε το
χάσμα που της είχε δοθεί να γνέσει. Με διαδοχικά Υ. Με αυτόν τον ιστό που έμοιαζε
με δέντρο. Είχε ήδη φτιάξει δύο τέτοιους ιστούς και τρέχοντας πάνω στα
διακλαδωτά μονοπάτια του ιστού της έτρεχε πίσω στον τοίχο από τον οποίο είχε
ξεκινήσει για να ξαναρχίσει. Un poco maestoso, μόνον un poco όμως. Καθώς ύφαινε
ένα ακόμη Υ, ήρθε το τραίνο κι έτσι κοίταξα καλά αυτό το τεχνούργημα που αμέσως
θα ξέχναγα και μπήκα μέσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου