Πέρασα μεγάλο μέρος της εφηβείας μου ανεβοκατεβαίνοντας την Κηφισίας με λεωφορεία, με ταξί και με τα πόδια. Αν και ποτέ δε συμπάθησα τα τέρατα του Babis Vovos, που τότε ανεγείρονταν το ένα μετά το άλλο προς γενικό θαυμασμό ολόκληρης της αμφικτυονίας των ΒΠ, για μένα η Κηφισίας ήτανε πρότυπο λεωφόρου και το Ψυχικό πρότυπο συνοικίας -- αν και βεβαίως σαρωτικά μη ρεαλιστικό πρότυπο. Αλλά τότε πίστευα σε άπιαστα ιδανικά και ακολουθούσα πλατωνικά πρότυπα και γενικά δεν ήξερα πού μου παν τα τέσσερα.
Πρωτοείδα τη Λεωφόρο Σχιστού το 1997. Μου προκάλεσε θλίψη και απέχθεια που ακόμα δεν έχουνε καταπραϋνθεί αποτελεσματικά. Μου φάνηκε ένα ελεεινό γραμμικό τοπίο βρωμιάς και αθλιότητας: με ένα καινούργιο νεκροταφείο που όλοι οι πενθούντες μισούσαν, μη θέλοντας να πετάξουν τον άνθρωπό τους στα νταμάρια, με ένα υπαίθριο παζάρι τίγκα στα κλεψιμέικα, με σκουπίδια και με το άλλο όνομά της, με ένα μοναστήρι και κάτι ασυνάρτητες πινακίδες.
Αυτές τις μέρες γύρισα πολύ στο λεκανοπέδιο. Δεν ξέρω αν το λεν ακόμα "λεκανοπέδιο". Μπαίνοντας από τη Λεωφόρο Σχιστού, καθώς πλησίαζα προς το τέλος της, είδα από μακριά τα πρίσματα των πολυκατοικιών στο Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα. Η σύνθεση που έφτιαχναν με έπιασε σχεδόν στον ύπνο. Πριν τα αναγνωρίσω, πριν πω "α, πολυκατοικίες", απλώς είδα μια σύνθεση από πρίσματα στο φως του απομεσήμερου. Ήταν όμορφα, με την αισθητική έννοια. Μια αρμονική σύνθεση, άψογη φόρμα με κυματισμό κι ενδιαφέρον. Τοπίο σαν αυτά που οι άνθρωποι φτιάχνουμε από τον καιρό του Μοχέντζο Ντάρο έως τη Ντεφάνς. Μετά σκέφτηκα "πολυκατοικίες, Κερατσίνι, Δραπετσώνα" και όλα τα σχετικά αντανακλαστικά πυροδοτήθηκαν. Αμέσως μετά όμως σκέφτηκα: "τι ομορφότερο έχουν οι στέγες του Παρισιού ειδωμένες από το Μονπαρνάς; ή -- πολύ περισσότερο -- το Λόουερ Ηστ Σάιντ όταν το κοιτάς από ψηλά;" Η αναπάντεχη απάντηση: "Τίποτε μα τίποτε απολύτως".
Ξαναθυμήθηκα και σκεφτόμουν αυτή την εικόνα, τις πολυκατοικίες στο Δραπετσίνι, φεύγοντας σήμερα από την σκιερή Κηφισιά, που την έχουνε πια γεμίσει μωλ και μικρομώλ, κάτι ξένα σώματα χλιδομαγκιάς που γράφουνε σαν πλατίνες σε ακτινογραφία. Κατεβαίνοντας την Κηφισίας, έστριβα νοερά προς τα Μελίσσια, τα Μαρούσια και τα Χαλάνδρια των φίλων. Αλλά σωματικά προχώραγα ευθεία προς Αθήνα. Είδα τα επιπλάδικα στο Μαρούσι και τον συγκροτημένο ολυμπιακό ερειπιώνα, αγνόησα τους σκελετούς ιχθυόσαυρων, απομιμήσεις Καλατράβα, αγνόησα και το Βωβαριό. Είδα τη σημαία των Εμιράτων και του Κατάρ, χλιδερών αυταρχικών κηλίδων στο απατηλά αστραφτερό πάτωμα του free world. Είδα τότε σαν σε όραμα να μου αποκαλύπτεται η σύνθεση των πρισμάτων καθώς κατεβαίνω τη Σχιστού και αισθάνθηκα πως δε θα χρειαζόμουν καμμία άλλη πόλη στον κόσμο, αν αυτή εδώ είχε λίγα δέντρα παραπάνω (επειδή αγαπώ εγώ τα δέντρα, όχι για καλλωπιστικούς λόγους), αν είχε λιγότερο θόρυβο και λιγότερα σκουπίδια. Αμέσως επιτίμησα τον εαυτό μου που χαριεντίζεται με διανοητικά γουσταρλίκια τύπου "μία, μία, μόνο μία και στον κόσμο καμμία άλλη". Ήδη πέρναγα το Γηροκομείο όμως, οπότε ξανάμπαινα στην πόλη όπως την ξέρω, που εγώ θα λέω πάντα σπίτι μου και καύλα μου. Αν όχι και έρωτα μεγάλο. "Αθήνα", σκέφτηκα.
Πρωτοείδα τη Λεωφόρο Σχιστού το 1997. Μου προκάλεσε θλίψη και απέχθεια που ακόμα δεν έχουνε καταπραϋνθεί αποτελεσματικά. Μου φάνηκε ένα ελεεινό γραμμικό τοπίο βρωμιάς και αθλιότητας: με ένα καινούργιο νεκροταφείο που όλοι οι πενθούντες μισούσαν, μη θέλοντας να πετάξουν τον άνθρωπό τους στα νταμάρια, με ένα υπαίθριο παζάρι τίγκα στα κλεψιμέικα, με σκουπίδια και με το άλλο όνομά της, με ένα μοναστήρι και κάτι ασυνάρτητες πινακίδες.
Αυτές τις μέρες γύρισα πολύ στο λεκανοπέδιο. Δεν ξέρω αν το λεν ακόμα "λεκανοπέδιο". Μπαίνοντας από τη Λεωφόρο Σχιστού, καθώς πλησίαζα προς το τέλος της, είδα από μακριά τα πρίσματα των πολυκατοικιών στο Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα. Η σύνθεση που έφτιαχναν με έπιασε σχεδόν στον ύπνο. Πριν τα αναγνωρίσω, πριν πω "α, πολυκατοικίες", απλώς είδα μια σύνθεση από πρίσματα στο φως του απομεσήμερου. Ήταν όμορφα, με την αισθητική έννοια. Μια αρμονική σύνθεση, άψογη φόρμα με κυματισμό κι ενδιαφέρον. Τοπίο σαν αυτά που οι άνθρωποι φτιάχνουμε από τον καιρό του Μοχέντζο Ντάρο έως τη Ντεφάνς. Μετά σκέφτηκα "πολυκατοικίες, Κερατσίνι, Δραπετσώνα" και όλα τα σχετικά αντανακλαστικά πυροδοτήθηκαν. Αμέσως μετά όμως σκέφτηκα: "τι ομορφότερο έχουν οι στέγες του Παρισιού ειδωμένες από το Μονπαρνάς; ή -- πολύ περισσότερο -- το Λόουερ Ηστ Σάιντ όταν το κοιτάς από ψηλά;" Η αναπάντεχη απάντηση: "Τίποτε μα τίποτε απολύτως".
Ξαναθυμήθηκα και σκεφτόμουν αυτή την εικόνα, τις πολυκατοικίες στο Δραπετσίνι, φεύγοντας σήμερα από την σκιερή Κηφισιά, που την έχουνε πια γεμίσει μωλ και μικρομώλ, κάτι ξένα σώματα χλιδομαγκιάς που γράφουνε σαν πλατίνες σε ακτινογραφία. Κατεβαίνοντας την Κηφισίας, έστριβα νοερά προς τα Μελίσσια, τα Μαρούσια και τα Χαλάνδρια των φίλων. Αλλά σωματικά προχώραγα ευθεία προς Αθήνα. Είδα τα επιπλάδικα στο Μαρούσι και τον συγκροτημένο ολυμπιακό ερειπιώνα, αγνόησα τους σκελετούς ιχθυόσαυρων, απομιμήσεις Καλατράβα, αγνόησα και το Βωβαριό. Είδα τη σημαία των Εμιράτων και του Κατάρ, χλιδερών αυταρχικών κηλίδων στο απατηλά αστραφτερό πάτωμα του free world. Είδα τότε σαν σε όραμα να μου αποκαλύπτεται η σύνθεση των πρισμάτων καθώς κατεβαίνω τη Σχιστού και αισθάνθηκα πως δε θα χρειαζόμουν καμμία άλλη πόλη στον κόσμο, αν αυτή εδώ είχε λίγα δέντρα παραπάνω (επειδή αγαπώ εγώ τα δέντρα, όχι για καλλωπιστικούς λόγους), αν είχε λιγότερο θόρυβο και λιγότερα σκουπίδια. Αμέσως επιτίμησα τον εαυτό μου που χαριεντίζεται με διανοητικά γουσταρλίκια τύπου "μία, μία, μόνο μία και στον κόσμο καμμία άλλη". Ήδη πέρναγα το Γηροκομείο όμως, οπότε ξανάμπαινα στην πόλη όπως την ξέρω, που εγώ θα λέω πάντα σπίτι μου και καύλα μου. Αν όχι και έρωτα μεγάλο. "Αθήνα", σκέφτηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου