Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Τότε


Λοιπόν, το σημαντικό είναι να μη μιλάς. Πρέπει να ακούς. Να ακούς και να μη μιλάς πριν έρθει η ώρα να πεις αυτό που πρέπει. Ούτε μετά. Να μη μιλάς κατόπιν εορτής. Στην ώρα σου. Να λές αυτό που πρέπει και να το λες στην ώρα του. Σαν ηθοποιός, να περιμένεις την ατάκα σου. Πολλοί άνθρωποι μιλάν έτσι, για να γεμίζουνε την ώρα μέχρι να έρθει η ώρα να μιλήσουνε. Και μετά λένε αυτό που έπρεπε να πούνε αλλά κανείς δεν το προσέχει γιατί όλοι ασχολούνται με τα παραγεμίσματα που έλεγαν μέχρι να έρθει πραγματικά η ώρα να μιλήσουν. Άλλοι, πολλές φορές οι ίδιοι όμως όχι απαραίτητα, συνεχίζουνε να μιλάνε κι αφού παρέλθει η ώρα τους. Δεν ξέρουν να σταματάνε. Να βάζουνε τελεία. Μιλάνε. Συνεχίζουν. Δεν λέω ότι πρέπει να λακωνίζεις, δεν λέω ότι πρέπει να σιωπάς και να σκύβεις το κεφάλι και τέτοια, όχι. Αυτά τα λένε όσοι θέλουνε να φιμώνουν τους άλλους και το μπορούνε κιόλας. Δεν λέω αυτό. Αν πρέπει να πεις πολλά, πολλά να πεις. Όμως στην ώρα τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πρέπει να ακούς: θα καθορίσει και τι θα πεις αλλά και πότε πρέπει να μιλήσεις, τη σωστή στιγμή. Και μετά, αφού μιλήσεις, πάλι πρέπει να σωπαίνεις και να ακούς, να ακούς τον απόηχο και τον αντίκτυπο όσων είπες.

Κυρίως να ακούς. Έχεις όλον τον χρόνο να ακούς, προτού πεις τα δικά σου και αφού τελειώσουν όσα έχεις να πεις. Είναι απόλαυση να ακούς τους άλλους. Σαν το φαγητό: πέρα από τη γεύση, υπάρχει και το άρωμα του φαγητού και η όψη του, οι υφές. Έτσι κι όταν ακούς τον άλλο, είναι ολόκληρο γεύμα. Βλέπεις την όψη του και πώς στέκεται, πώς κουνάει τα χέρια του και τις γκριμάτσες που σκαρώνει. Αν ο άλλος μιλάει πολύ, αφαιρείσαι λιγάκι και αφήνεσαι στον ρυθμό της φωνής του και στις όποιες ιδιαίτερες πινελιές της άρθρωσής του. Και, εννοείται, δεν χρειάζεται καν να σου αρέσει αυτό που ακούς.

Παράδειγμα. Κάποτε δούλευα με έναν άνθρωπο που συνδύαζε κακοήθεια με βλακεία. Ήταν, όπως θα το θέταμε συνοπτικά, μεγάλος μαλάκας. Σε κάποια συγκυρία με έβριζε επί είκοσι λεπτά. Πότε τον κοίταγα να με βρίζει κατακόκκινος με τα μάτια εξογκωμένα σαν ροφός που ασφυκτιά στον καθαρό αέρα, πότε κοίταζα στο απέναντι μπαλκόνι δυο αδερφάκια να βγαίνουνε στο μπαλκόνι και να πετάνε παπούτσια στον δρόμο μέχρι που ήρθε η μάνα τους και τα μπερντάχιασε. Ο συνάδερφος ορυόταν, μπουρδούκλωνε τη γλώσσα του, με έβριζε και όσο με έβριζε τόσο εξέθετε τον εαυτό του. Ήταν έξω φρενών, για να γίνω σαφέστερος. Επίσης πρέπει να μου έριχνε πλάγιες ματιές που χαμογέλαγα, αλλά δεν ήταν ο μόνος υπεύθυνος για το μειδίαμά μου: ήτανε και τα πιτσιρίκια που με ενθουσιασμό και μπρίο πέταγαν ένα ένα τα παπούτσια στο σπίτι τους από το μπαλκόνι, στα σαράντα μέτρα απέναντί μου. Τον άκουγα όμως. Όσο τον άκουγα τόσο ηρεμούσα (βοηθούσαν και τα παπούτσια που έπεφταν ένα ένα απέναντι), τόσο πιο βαθιά κατανοούσα ότι είναι και κουτός και παλιάνθρωπος, πόσο ανεπανόρθωτα ανόητος και φαύλος. Έριχνα κλεφτές ματιές στους άλλους, που τον κοίταγαν με φρίκη να ξεφτιλίζεται, μέχρι που ένας συνάδερφος του είπε να σταματήσει γιατί όσο συνεχίζει τόσο επιβαρύνει τη θέση τη δική του. Μετά ήρθε η ώρα να μιλήσω. Είπα ότι δεν είχα τίποτε να πω και είπα αυτό που είχα να πω.

Ναι, στον εαυτό μου μιλάω τώρα. Του υπενθυμίζω να σωπαίνει μέχρι να έρθει η ώρα του να μιλήσει και να μιλάει μόνον τόσο όσο χρειάζεται.

GatheRate

3 σχόλια:

  1. Αν, αντί να το πεις,το γράψεις,τι λες,χάνει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οι άνθρωποι νομίζουμε συνήθως, πως σωπαίνει όποιος δεν έχει κάτι να πει, όχι όποιος σκέφτεται. Δεν την έχουμε τη σιωπή σε υπόληψη (την ερμηνεύουμε κι αυθαίρετα). Κι όμως, όσοι ξέρουν σωστά να σιωπούν, αλλά και όσοι μπορούν να "ακούν" τη σιωπή, είναι οι πραγματικοί μυημένοι στην επικοινωνία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή