Σταμάτησα να δουλεύω στις 11.20, πιο αργά απ' ό,τι συνήθως αλλά όχι αρκετά αργά. Τέλος πάντων. Ευκαιρία να γράψω για το Μέσα του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Είδα συνολικά δύο ώρες από τις έξι. Ξεκινώντας από τα περιφερειακά γνωρίσματα της παράστασης, η σκηνογραφία και τα σκηνικά ευρήματα δημιουργούν αμέσως τη σωστή ατμόσφαιρα. Ξεκάθαρα. Επίσης, οι χορευτές και οι χορεύτριες φαίνεται να έχουν επιλεγεί με βάση τα σώματά τους να μην έχουν κάτι το ιδιάζον, το υπερβολικά θελκτικό ή το εντυπωσιακά άρτιο πάνω τους: είναι μεν όλα σώματα ανθρώπων που κάνουνε χορό, αλλά κοντινά στα δικά μας, ούτε υπερβολικά ποθεινά, ούτε άσαρκα και νευρώδη: αναπαριστούν τελικά σώματα καθημερινών ανδρών και γυναικών. Ο φωτισμός είναι μεταμορφωτικός όπως ακριβώς πρέπει: καθόμουν εκεί μέσα στο Παλάς και σχεδόν νοστάλγησα το λοξό πρωινό φως μέσα από τα πατζούρια και την κουρτίνα του υπνοδωματίου μου μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, όπως το είχα αντικρύσει ελάχιστες ώρες πρωτύτερα.
Το έργο είναι αποθεωτικό της φόρμας, και μάλιστα της μινιμαλιστικής φόρμας, επαναληπτικό με ενδιαφέρουσες πυκνώσεις και αραιώσεις: άλλοτε ένας επί σκηνής, άλλοτε μέχρι και έντεκα, άλλοτε ακολουθείται η τάδε ακολουθία κινήσεων, άλλοτε άλλη, άλλοτε οι χρόνοι είναι συνοπτικοί, άλλοτε εξακολουθητικοί. Μέσα από αυτή τη μινιμαλιστική επανάληψη όμως βγαίνει συναίσθημα, ίσως όχι εκρηκτικό, σαν πίδακας, αλλά γαργαριστό και λίγο-λίγο.
Η συγκίνηση, το συναίσθημα, πηγάζουν ακριβώς από τη μινιμαλιστικά επαναληπτική φόρμα: μέσα από την επανάληψη ο θεατής γρήγορα εξασκείται στο να προσέχει λεπτομέρειες: τις μικρές κινήσεις, τις μικρές διαφορές στις ίδιες κινήσεις από διαφορετικούς χορευτές (το άνοιγμα της μπαλκονόπορτας, ένα ποτήρι νερό, το βγάλσιμο του εσώρουχου, ο διακόπτης του θερμοσίφωνα, η στάση μπροστά στο παράθυρο...) , τις όψεις των σωμάτων. Αναδεικνύονται κινήσεις και σώματα και τελικά αυτά πρωταγωνιστούν στο Μέσα, με φόντο τα αστικά τοπία έξω από το Μέσα, ως θέα από το μπαλκόνι. Το θέαμα ολόκληρο αναλύεται σε κινήσεις και σε μέλη, η ματιά από ηδονοβλεπτική και ερευνητική του καθέκαστου ημερεύει και ασκείται στο να δει το σώμα, την κίνηση και, μέσα από αυτά, το πυκνό αλλά ανομολόγητο συνήθως συναίσθημα που περιέχει η καθημερινότητά μας, αυτό που λέμε ρουτίνα. Η ίδια η σωματικότητα λοιπόν, όχι λ.χ. η ομορφιά ή η χάρη, δίνει περιεχόμενο και βάρος στο σκούπισμα με μια πετσέτα, στην κατάκλιση, στο πάτημα του διακόπτη, στο θρόνιασμα στη λεκάνη ή το μάζεμα του πιάτου.
Το Μέσα πάει και πιο πέρα, στο σχόλιο: ακόμα και όταν συνυπάρχουν και κινούνται ταυτόχρονα παραπάνω από ένας χορευτής επί σκηνής, είναι φανερό ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζούνε μόνοι -- κάτι που στην Ελλάδα της δεκαετίας του '10 είναι τόσο ριζοσπαστικό ή άγαρμπο όσο περίπου το να λες ότι είσαι αριστερός στην Ελλάδα του '50. Συνυπάρχουν στον ίδιο σκηνικό χώρο σαν να έχει συμπτυχθεί ο χρόνος π.χ. δεκαετίας, κατά τον οποίο πολλοί ένοικοι κατέλαβαν διαδοχικά ένα διαμέρισμα, μέσα σε λίγα λεπτά. Υπάρχει μόνο μία εξαίρεση, ένα αμφίσημο ζευγάρι που δεν ξέρεις αν συνυπάρχει ή αν είναι κι αυτό δυο φαντάσματα που χωρίζει ο χρόνος: το είδα μια φορά μόνο στις δύο ώρες αλλά το σχεδόν υπαινικτικό αγκάλιασμά τους και η ανάληψή τους στους ουρανούς, όπου η πόλη χάνεται και το μπαλκόνι βγάζει στον γαλανό ουρανό, είναι από τα συγκινητικότερα και σθεναρότερα εγκώμια του έρωτα (κι εμένα προσωπικά με έκανε να θέλω να ξαναφωτογραφίσω).
Τέλος, η εξάωρη κίνηση επί σκηνής βρίσκεται σε παραπληρωματική σχέση με τη διαρκή κίνηση του κοινού. Ώσπου οι χορευτές αφήνουνε τη σκηνή και διώχνουν το κοινό.
Πάντως όσοι γνωστοί μου πήγαν να το δουν το βρήκαν απαράδεκτο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα περίμενα να διαβάσω και κάτι για την αρπαχτή, το άκαιρο του θέματος που πραγματεύετε σε μια χώρα που σπαράζει και σπαράζεται, για το οικονομίστικο της υπόθεσης, την καρατόμηση της περφορμανς ανα ευρώ και λεπτό ανάλογα με το εισιτήριο που πλήρωσες (δυσανάλογα ακριβό για αυτό που θα δεις), για το παρωχημένο νεωτερισμό που πλασαρει σε συσκευασία πανοπτικού, τον διαρκη έλεγχο αλλά μεγάλου αδερφού με πινακίδες πόσοι μπήκαν, πόσοι βγήκαν, πόσοι είναι "μέσα"
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι για το πως μια μέρα σαν και αυτή που πεθαίνει ο μεγαλύτερος κωμικός έν ζωή που είχε αυτη η σκατούλα σαν χώρα εμεις ασχολούμαστε με την αφορητη αυτοαναφορικότητα ενός παπαιωάννου....
@the elf: ναι μωρέ, μαλακίες του μαλάκα. :-)
ΑπάντησηΔιαγραφή@narabuko: δείχνετε να το έχετε σκεφτεί πολύ ξεκάθαρα το θέμα, αντί λοιπόν να περιμένετε να διαβάσετε όσα λέτε, γράφτε τα.
Τώρα, κάποια σχόλια επί της ουσίας:
Άκαιρο θέμα; Είπαμε, ο καθένας ας κάνει αυτό που ξέρει ή αυτό που θέλει, με τη σκέψη και τη δημιουργία θα βγούμε από τα σκατά. Αν πάλι κάποιος μπορούσε να κάνει κάτι εξίσου αξιόλογο με θέμα τον ξάδερφό μου τον Τ., σαραντάρη ειδικευμένο εργάτη που ζει σε δωμάτια ξενοδοχείου ακολουθώντας τη δουλειά εδώ κι εκεί πάνω κάτω στην Ελλάδα, ας το κάνει να πάω το δω.
Σχετικά με το εισιτήριο, "μέχρι το 1980", λέει ο Κηθ, "από τα πενήντα δολάρια του εισιτηρίου των Στόουνς εμείς παίρναμε τα τρία" δολάρια.
Αυτό με το πανοπτικό μου φάνηκε ενδιαφέρον αλλά νομίζω ότι εξήγησα πώς η φόρμα σπάει κάθε ηδονοβλεπτική 1984άρικη διάθεση, κι εκεί θριαμβεύει το Μέσα.
Θα ήταν ελαφρώς άκομψο να γράψω ένα ολόκληρο ποστ στο δικό σας μπλόγκ σχετικά με το ΜΕΣΑ. Θεωρησα μιας και διάβασα το κειμενό σας να προσθέσω όλιγη τροφή για σκέψη σε κάποιους που ίσως ψηθούν για το μεγαλειώδες του έργου από τα γραφομενά σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν αναιρώ πως αν είχε συμπυκνθεί και παρουσιαστεί σε ενα διαφορετικό χωρο (μουσείο, γκαλλερί κλπ) θα μπορούσα να το κρίνω διαφορετικά. Από την στιγμή που επέλεξε το χώρο αυτό και τους όρους αυτούς θα κριθεί ανάλογα και η δημιουργία του.
Εγω πιστεύω ακόμα στην τέχνη και στο ρόλο που διαδραματίζει ή θα έπρεπε να διαδραματίσει στο κοινωνικό και πολίτικο γίγνεσθαι.
Το θέμα της μοναξίας είναι λίγο σούπα. Εχει γίνει και έχει συζητηθεί χρόνια πριν και το να το επαναφέρει ο παπιωάννου δεν κάνει τπτ περισσότερο από την επιλογή στανταράκι- σιγουράκι. Κοινώς δεν ρίσκαρε, έπαιξε στα ευκολά και σίγουρα.
Σχετικά με το κόστος του εισιτηρίου τώρα ο Κηθ μπορεί να τα έλεγε αλλά εδω είναι ελλάντα και ο παπαιώνανου σαφώς έχει εξαργυρώσει την φήμη που απέκτησε με το "2004" και το κοινό που ακολούθησε. Επίσης μπορεί το παλλάς να είναι απο τις ακριβότερες στέγες της αθήνας αλλά εγω θυμάμαι και ένα Manu Chao που απαίτησε το εισιτήριο να είναι μεχρι 15 ευρά στο Λυκαβηττό πρίν ποοολλά χρόνια.
Κλείνοντας, το Πανοπτικό εχεί να κάνει με πολλά περισσότερα από ενα απλό ηδονοβλεπτικό αλλά 1984 διαθεσάκι.
Τελικά είχα δεν είχα, καταχράστηκα το χώρο σας.
Δεν καταχράσθε τίποτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντάξει, νομίζω ότι το Πανόπτικο είναι άσχετο με αυτό που γίνεται στο Μέσα. Εδώ ο Παπαϊωάννου ελάχιστα πρωτοτυπεί, απλώς έριξε κι αυτός τον τέταρτο τοίχο.
Το θέμα του Μέσα ΔΕΝ είναι η μοναξιά, είναι ο κατά μόνας βίος, που λένε. Αυτά τα δύο είναι πολύ διαφορετικά, πάρα πολύ διαφορετικά. Βεβαίως, για να επιστρέψω προς στιγμήν στις εμμονές μου, ο μέσος Έλληνας και Ελληνίδα, που πάνε καρφωτή από τη μαμά στη συμβίωση / γάμο, σιγά μην πιάσουν τη διαφορά μοναξιάς και μόνωσης. Γι' αυτό χρειαζόμαστε την τέχνη, για να μας δείξει κάτι που δεν ξέρουμε, κάτι που νιώσαμε και δεν το ξέρουμε ή κάτι που δε νιώσαμε. Μέσω αυτών θα επηρεαστεί και το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και ό,τι άλλο.
Μάνου Τσάο; Νο με γούστα. Κι ας είναι φιλολαϊκός καλλιτέχνης. Ζήτω οι Mano Negra.
Το ΜΕΣΑ μου έδωσε σίγουρα τροφή για σκέψη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ διείσδυση σε καταστάσεις με όχημα την παρατηρητικότητα μπορεί να ακούγεται απλό και εύκολο, στην πράξη όμως απαιτεί υπομονή. Όπως και η παράσταση: αν δεν έχει κανείς υπομονή, εύκολα θα βγάλει ένα βιαστικό συμπέρασμα υποτιμώντας συχνά αυτό που παρακολουθεί.
Όποιος θέλει, μπορεί να τσεκάρει και μια άλλη ανάρτηση για το ΜΕΣΑ: http://psypath.blogspot.com/
Eυχαριστώ!
Πολύ ενδιαφέρουσα η παρατήρησή για τη σύμπτυξη του χρόνου στη διάρκεια του οποίου συνυπάρχουν διαδοχικοί ένοικοι μιας δεκαετίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εμένα η παράσταση μου ξύπνησε τη διάθεση να φωτογραφήσω, αλλά μια που δεν επιτρεπόταν "αναγκάστηκα" να σκιτσάρω.
Α, μα τι ωραίο!
ΑπάντησηΔιαγραφή@Τσαλαπετεινός
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραία, όντως!