Δε με τρομάζει το αίμα. Καθόλου. Λέει ο Ανρί Τρουαγιά, διά στόματος ενός ήρωά του προς το τέλος του πρώτου τόμου των Eygletière: "μη φοβάσαι το αίμα, τίποτε δεν είναι πιο καθαρό από το αίμα". Το αίμα μυρίζει σφαγείο, μυρίζει και σίδερο. Δε με φρικάρουν τα πτώματα, τα οικτίρω. Δε μου φέρνουν αποστροφή ξεριζωμένα σπλάχνα και μυαλά χυμένα, κορμιά καμένα από τα χημικά του Μποπάλ το '84 (και αργότερα). Όταν βλέπω ή αναλογίζομαι κομμένα κεφάλια για τρόπαια, βγαλμένα μάτια, κομμένα δάχτυλα κι αυτιά και γεννητικά όργανα για τιμωρία, πολτοποιημένα βρέφη για παραδειγματισμό, αισθάνομαι βουβή και άλαλη φρίκη για τη μεθοδικότητα της βίας, καθαρή αποστροφή για τη συμβολική της χρήση: αν ποτέ κατέφευγα στην αυτοδικία, θα το διέπραττα κτηνωδώς, ορμητικά και μέσα σε μια βουή παραφοράς. Χωρίς μηχανές και μέθοδο, χωρίς σχέδιο. Χωρίς σκοπό.
Απεναντίας, αισθάνομαι φρίκη στην ιδέα ότι υποφέρει κάποιος. Ότι σπαταλιέται, έστω και ήσυχα, έστω και χωρίς πόνο. Με στοιχειώνουνε βεβαίως παιδιά που σβήνουν, καρκινοπαθείς και ζωντανά σφάγια που παρακαλούν για μορφίνη, θύματα βασανιστηριών κάθε μορφής, εγκλωβισμένοι σε ερείπια. Με ταράζει η σκέψη ανθρώπων που υποφέρουν γιατί πεινάνε τα παιδιά τους, γιατί πονάνε τα παιδιά τους, γιατί τα παιδιά τους πέθαναν. Με σκοτώνει η ανημπόρια να βοηθήσεις και να κάνεις κάτι ουσιαστικό, σαν τυπικός πρωτότοκος που είμαι: γι' αυτό και δεν έγινα γιατρός.
Όπως λοιπόν είναι σαφές, τα ταριχευμένα ζώα δε με φρικάρουν καθόλου. Για χρόνια, το σπίτι του αγαπημένου (και μοναδικού πλέον) θείου μου κοσμούσε μία βαλσαμωμένη αλεπού με ένα πουλάκι στο στόμα. Την είχε σκοτώσει κατά λάθος στο Πήλιο με το αμάξι, την περισυνέλεξε και την έδωσε για ταρίχευση, σαν ενός είδους εξιλέωση. Μη λησμονείτε, άλλωστε, πως τη δεκαετία του '70 τα βαλσαμωμένα ζώα ήταν πρώτης τάξεως μπιμπελό: θυμηθείτε τσόντα της εποχής με μουσάτους και μακρυμαλλούσες στη φλοκάτη υπό το ασώματο βλέμμα κάποιας εντοιχισμένης κεφαλής ζαρκαδιού ή αλκής ή κάπρου.
Η αλεπουδίτσα ήτανε μικρή. Ξάπλωνα στον υπερσέβεντις καναπέ και έπαιρνα το ταριχευμένο σύμπλεγμα στα χέρια μου: αλεπού και πουλάκι. Το περιεργαζόμουν. "Ταχιρευμένη" την έλεγα τότε την αλεπού και δεν είχα δει ποτέ καμμία ζωντανή του είδους της. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι υπήρξε ποτέ ζωντανή, η γούνα της είχε την αφή λούτρινου πολύ κακής ποιότητας, με τη σκληρή της τρίχα. Άλλωστε τα μάτια και της αλεπούς και του ζώου ήταν γυάλινα. Γενικά, κάτι πολύ αφύσικο είχαν αυτά τα πλάσματα του δάσους που ζούσανε στο σαλόνι της οδού Ιωλκού.
Ο πατέρας του θείου, ο παππούς μου, μισούσε τις αλπούδες. Έμπαιναν στο κοτέτσι και αφάνιζαν τις κότες. Δεν τις έτρωγαν όλες, όχι: κάποιες τις έπνιγαν για πλάκα και μόνο, πολλές κότες πάθαιναν ανακοπή και μόνο στο θέαμα της αλεπούς που είχε μπουκάρει. Εγώ κοίταγα τη βαλσαμωμένη, την "ταχιρευμένη" αλεπού και αναρωτιόμουν πώς αυτό το όμορφο ζώο, αν ήταν ποτέ ζώο ζωντανό κι αληθινό, θα μπορούσε να είναι πιο τρομερό από μια κακιά γάτα, λ.χ. από εκείνη την παλιόγατα την Ερμιόνη που μου είχε καταγδάρει τα χέρια γιατί νόμιζα ότι η ουρά της ήτανε χερούλι. Ήτανε πιο όμορφη κι από γάτα η αλεπού, πιο όμορφη από γάτα (και στις γάτες είμαι πάντοτε αφοσιωμένος).
Πολλά χρόνια μετά, ο φίλος μου ο Π. μού συστησε να διαβάσω το "Ακριβό φαρμάκι" της Μαίρης Γουέμπ. Το διάβασα, δεν κατάλαβα και πάρα πολλά. Λίγους μήνες μετά, από σύμπτωση, ο πρώτος μου έρωτας, που έμοιαζε κάπως με αλεπουδίτσα, μου πρότεινε να διαβάσω την "Αλεπουδίτσα" της Μαίρης Γουέμπ. Μου άρεσε. Δε θυμάμαι πολλά, παρά ότι μιλάει για μια κοπέλα που ήθελε να είναι ανεξάρτητη κι ελεύθερη. Είχε και μια αλεπουδίτσα. Που της την έφαγαν, νομίζω, σε κάποιο κυνήγι αλεπούς. Έκτοτε αποφάσισα ότι συμπαθώ τις αλεπούδες, που είναι ίσως πιο όμορφες κι από γάτες.
Ζωντανή αλεπού είδα χρόνια μετά. Αφού προσπέρασα με οίκτο δυο-τρεις πολτοποιημένες από αυτοκίνητα. Ζωντανή ήτανε το πιο όμορφο και χαριτωμένο πλάσμα που έχω δει. Ντροπαλό αλλά σίγουρα τσαχπίνικο και κρυφά τρυφερό: άλλωστε η κρυμμένη τρυφερότητα είναι το πιο ισχυρό βάλσαμο, το πιο ακριβό φάρμακο που υπάρχει. Η αλεπού φαινόταν ακόμα πιο όμορφη από όσο ήταν, όπως και κάθε παρεξηγημένο πλάσμα σε αυτόν τον κόσμο.
Απεναντίας, αισθάνομαι φρίκη στην ιδέα ότι υποφέρει κάποιος. Ότι σπαταλιέται, έστω και ήσυχα, έστω και χωρίς πόνο. Με στοιχειώνουνε βεβαίως παιδιά που σβήνουν, καρκινοπαθείς και ζωντανά σφάγια που παρακαλούν για μορφίνη, θύματα βασανιστηριών κάθε μορφής, εγκλωβισμένοι σε ερείπια. Με ταράζει η σκέψη ανθρώπων που υποφέρουν γιατί πεινάνε τα παιδιά τους, γιατί πονάνε τα παιδιά τους, γιατί τα παιδιά τους πέθαναν. Με σκοτώνει η ανημπόρια να βοηθήσεις και να κάνεις κάτι ουσιαστικό, σαν τυπικός πρωτότοκος που είμαι: γι' αυτό και δεν έγινα γιατρός.
Όπως λοιπόν είναι σαφές, τα ταριχευμένα ζώα δε με φρικάρουν καθόλου. Για χρόνια, το σπίτι του αγαπημένου (και μοναδικού πλέον) θείου μου κοσμούσε μία βαλσαμωμένη αλεπού με ένα πουλάκι στο στόμα. Την είχε σκοτώσει κατά λάθος στο Πήλιο με το αμάξι, την περισυνέλεξε και την έδωσε για ταρίχευση, σαν ενός είδους εξιλέωση. Μη λησμονείτε, άλλωστε, πως τη δεκαετία του '70 τα βαλσαμωμένα ζώα ήταν πρώτης τάξεως μπιμπελό: θυμηθείτε τσόντα της εποχής με μουσάτους και μακρυμαλλούσες στη φλοκάτη υπό το ασώματο βλέμμα κάποιας εντοιχισμένης κεφαλής ζαρκαδιού ή αλκής ή κάπρου.
Η αλεπουδίτσα ήτανε μικρή. Ξάπλωνα στον υπερσέβεντις καναπέ και έπαιρνα το ταριχευμένο σύμπλεγμα στα χέρια μου: αλεπού και πουλάκι. Το περιεργαζόμουν. "Ταχιρευμένη" την έλεγα τότε την αλεπού και δεν είχα δει ποτέ καμμία ζωντανή του είδους της. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι υπήρξε ποτέ ζωντανή, η γούνα της είχε την αφή λούτρινου πολύ κακής ποιότητας, με τη σκληρή της τρίχα. Άλλωστε τα μάτια και της αλεπούς και του ζώου ήταν γυάλινα. Γενικά, κάτι πολύ αφύσικο είχαν αυτά τα πλάσματα του δάσους που ζούσανε στο σαλόνι της οδού Ιωλκού.
Ο πατέρας του θείου, ο παππούς μου, μισούσε τις αλπούδες. Έμπαιναν στο κοτέτσι και αφάνιζαν τις κότες. Δεν τις έτρωγαν όλες, όχι: κάποιες τις έπνιγαν για πλάκα και μόνο, πολλές κότες πάθαιναν ανακοπή και μόνο στο θέαμα της αλεπούς που είχε μπουκάρει. Εγώ κοίταγα τη βαλσαμωμένη, την "ταχιρευμένη" αλεπού και αναρωτιόμουν πώς αυτό το όμορφο ζώο, αν ήταν ποτέ ζώο ζωντανό κι αληθινό, θα μπορούσε να είναι πιο τρομερό από μια κακιά γάτα, λ.χ. από εκείνη την παλιόγατα την Ερμιόνη που μου είχε καταγδάρει τα χέρια γιατί νόμιζα ότι η ουρά της ήτανε χερούλι. Ήτανε πιο όμορφη κι από γάτα η αλεπού, πιο όμορφη από γάτα (και στις γάτες είμαι πάντοτε αφοσιωμένος).
Πολλά χρόνια μετά, ο φίλος μου ο Π. μού συστησε να διαβάσω το "Ακριβό φαρμάκι" της Μαίρης Γουέμπ. Το διάβασα, δεν κατάλαβα και πάρα πολλά. Λίγους μήνες μετά, από σύμπτωση, ο πρώτος μου έρωτας, που έμοιαζε κάπως με αλεπουδίτσα, μου πρότεινε να διαβάσω την "Αλεπουδίτσα" της Μαίρης Γουέμπ. Μου άρεσε. Δε θυμάμαι πολλά, παρά ότι μιλάει για μια κοπέλα που ήθελε να είναι ανεξάρτητη κι ελεύθερη. Είχε και μια αλεπουδίτσα. Που της την έφαγαν, νομίζω, σε κάποιο κυνήγι αλεπούς. Έκτοτε αποφάσισα ότι συμπαθώ τις αλεπούδες, που είναι ίσως πιο όμορφες κι από γάτες.
Ζωντανή αλεπού είδα χρόνια μετά. Αφού προσπέρασα με οίκτο δυο-τρεις πολτοποιημένες από αυτοκίνητα. Ζωντανή ήτανε το πιο όμορφο και χαριτωμένο πλάσμα που έχω δει. Ντροπαλό αλλά σίγουρα τσαχπίνικο και κρυφά τρυφερό: άλλωστε η κρυμμένη τρυφερότητα είναι το πιο ισχυρό βάλσαμο, το πιο ακριβό φάρμακο που υπάρχει. Η αλεπού φαινόταν ακόμα πιο όμορφη από όσο ήταν, όπως και κάθε παρεξηγημένο πλάσμα σε αυτόν τον κόσμο.
Οταν μπορεσουμε να δωσουμε "σημασια"
ΑπάντησηΔιαγραφήσ'αυτα που οι πολλοι αγνοουν
ο κοσμος θα γινει ουσιαστικα "μεγαλυτερος".
Ειχε πει καποιος,πως ακομα και η σκονη
στη δεσμη του ηλιου
ειναι μια κυρα που χορευει.
Καλημερα απο καρδιας !
Παιδί στο Δημοτικό ήμουν όταν πήγαμε μια βόλτα στον άθλιο ζωολογικό κήπο της Όασης που ευτυχώς μετά έκλεισε. Τελευταίο σε μια σειρά από δυστυχισμένα ζώα, σ' ένα κλουβί 1x2 με ένα κουτί για φωλιά και καλά, μέσα στη βρωμιά και στη μιζέρια, ήταν μια αλεπουδίτσα. Ήταν έξω από το κουτί και κοίταζε πέρα από τα πλέγματα όταν μας άκουσε να πλησιάζουμε γύρισε να κρυφτεί. Κι εκεί στη στροφή του κορμιού της, για ένα λεπτό απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας, τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν και σταμάτησε. Με κοίταξε μ' ένα βλέμμα ανάκατης θλίψης, πόνου, ανημπόριας, παραίτησης και συνενοχής. Με κοίταξε σαν να ήμουν το μόνο πλάσμα που μπορούσε να νιώσει τον εγκλεισμό της, σαν να ήξερε πως αν μπορούσα θα της άνοιγα την πόρτα, αλλά δεν πειράζει που δεν μπορούσα· το ήξερε πως δεν μπορούσα. Και κρύφτηκε. Ούτε θυμάμαι πόσα παρακάλια, κλάματα, διακανονισμούς επιχείρησα για να πείσω τους γονείς να με ξαναπάνε αύριο, μέσα στη βδομάδα, να βρούμε τον υπεύθυνο ν' ανοίξουμε το κλουβί να κάνουμε κάτι τέλος πάντων· πόσα βράδια δεν κοιμήθηκα. Όταν ξαναπήγαμε η αλεπουδίτσα δεν ήταν εκεί. Την είχαν λέει "ελευθερώσει", θα έκλεινε ο κήπος. Αν και προσπάθησαν να με πείσουν ότι θα τριγύριζε ελεύθερη στ' αμπέλια, για κάποιο λόγο δεν πείστηκα. Και το βλέμμα της δεν το ξέχασα ποτέ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκριβό φαρμάκι και Αλεπουδίτσα. Γυμνάσιο. Βαλτός είσαι αδερφάκι μου;
Ιδέα δεν είχα ότι η Γουέμπ ήτανε τόσο δημοφιλής...
ΔιαγραφήΤόσο δηλαδή πόσο; Δεν είμαι και το γράδο της δημοφιλίας.
ΔιαγραφήΜου έγραψαν κι άλλοι για τα βιβλία της...
Διαγραφή