Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Δεν είμαι θερολάτρης

Δεν είμαι θερολάτρης. Καθόλου μα καθόλου. Αλλά χρειάζεται μια ειδικού τύπου γενικευμένη αναπηρία για να μην μπορείς να χαρείς όσα σου προσφέρει το καλοκαίρι, μια αναπηρία που δεν έχω. Μπαίνεις στο τραμ, χωρίς λεφτά και χωρίς κινητό. Κολυμπάς σε μια παραλία νησιωτικών προδιαγραφών. Παίρνεις το τραμ. Τρεις γερμανίδες λες και είναι για νυχτερινή έξοδο στη Στουτγάρδη δίπλα σου: όμορφες, φορώντας πλατφόρμες, κρατώντας τσαντάκια. Απέναντι μια οικογένεια Πολωνών λέει φωναχτά τα ονόματα των στάσεων. Φτάνεις σπίτι. Τρως. Κοιμάσαι. Αχ, αυτός ο ανίδρωτος μεσημεριανός ύπνος της Αθήνας. Αχ. Δε θα καταλάβετε ποτέ όσοι ζείτε στην Αθήνα. Κι είναι και που, μέχρι στιγμής, μας φέρθηκε καλά το καλοκαίρι.

Χτες στα Εξάρχεια βρέθηκα με έναν φίλο που είχαμε να βγούμε από το 1996. Περπατήσαμε, μιλήσαμε. Τα Εξάρχεια έβγαζαν ζωή και ευεξία και χαρά (ναι, χαρά) που είχα να δω από το 2009 στην Κολωνία. Για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια στη νεκρή Πανεπιστημίου, στη σκυφτή Σταδίου, στην αμήχανη Πλάκα και την κάπως παραζαλισμένη Αρεοπαγίτου, στο αέναα χυδαίο Κολωνάκι και στους αποξηραμένους Αμπελοκήπους, στο προστυχούτσικο Γκάζι και την ασυνάρτητη Συγγρού είχα την αίσθηση ότι περπατάω σε μια ζωντανή πόλη ζωντανών ανθρώπων.

Τα θυμάμαι τα Εξάρχεια όταν, ελέω ΕΛ.ΑΣ., τα κατέλαβαν οι πρεζέμπορες και κυκλοφορούσε ο καθόλα δεξιός κι αξιοπρεπής θειος μου, που έμενε Τοσίτσα κι Ερεσσού γωνία, μοιράζοντας εικοσάδραχμα και πενηντάδραχμα στα καμένα πρεζάκια. Τα θυμάμαι τα Εξάρχεια και υπό πλήρη αστυνομική κατοχή. Τα θυμάμαι και πιο τρέντυ. Με τόση βοή ζωής, με τόση ευεξία δεν τα θυμάμαι. Έφαγα κεμπάπ στον Σάββα, θαύμασα τα θηλυκά πλήθη (επίτηδες το κάνουν), ανακατεύτηκα με τους πιτσιρικάδες, πειράχτηκα με όσους με είπανε γέρο, μελέτησα κρασιά σε πλαστικά δίλιτρα, φτηνές ουκρανικές μπύρες και αξιοπρεπείς βουλγάρικες λάγκερ. Πέρασα από το Κ-Βοξ. Άκουσα χιπ χοπ στην Κωλέττη στο πάρκινγκ. Λιβανίστηκα. Έψαξα έναν Φίλο στον Μαύρο Γάτο. Είδα κάτι αναβάτες του Δία και της Δέλτα να τρέχουν άσκοπα αλλά δειλά πάνω σε πεζοδρόμους, περνώντας τρεις φορές από το σημείο που καθόμουν. Και περπάτησα. Περπάτησα.

Ξέρετε, πρόλαβα την εποχή που ο κόσμος έβγαινε έξω χωρίς να χρειάζεται να καταναλώσει πολύ. Μεγάλωσα και δίπλα σε ένα μεγάλο πάρκο, άλλωστε. Από την άνοιξη και μετά, οι ερωτευμένοι κατέφευγαν στα πάρκα και στις πλατείες και στους πεζοδρόμους που πρωτοέφτιαξε ο Μπέης για να φιληθούν και ίσως κάτι παραπάνω, οι γονείς για να κοινωνικοποιηθούν (και κάτι παραπάνω), οι ηλικιωμένοι για να πάρουν αέρα. Οι υπόλοιποι καθόμασταν σε παγκάκια και τα λέγαμε με κανα παγωτό και καμμιά μπύρα. Μετά ήρθαν τα νάιντιζ και τα ζίροουζ κι όλοι σχεδόν ήθελαν να "κάθονται κάπου" για να κοινωνικοποιούνται, να ξεφυλλίζουν περιοδικά κομμωτηρίου, να πληρώνουν τραπεζοκάθισμα και να παίζει Fashion TV σε οθόνες. Επικράτησαν οι παιδότοποι και κάτι μπαρ που μόνον αλκοόλ δεν ξέρουνε να σου σερβίρουν, οι καφετέριες κυριλέψαν, οι ηλικιωμένοι αλυσοδέθηκαν μπροστά στον Άλφα και στον Σταρ, τα πάρκα και οι πλατείες και οι πεζόδρομοι άδειασαν από γηγενείς (τρομάρα) και γέμισαν ξένους ταλαιπωρημένους από καύσωνες και αφεντικά. Και οι γηγενείς τότε βρήκαν ακόμη έναν λόγο να μην κάθονται σε πάρκα, πλατείες, πεζόδρομους. Μέχρι και οι παιδικές χαρές είχανε "γεμίσει αλβανάκια". Με την κρίση, όσοι ταύτισαν το ξέσκασμα με την κατανάλωση, όσοι είχαν απαρνηθεί και τυπικά τους δημόσιους χώρους των πόλεων, ορφάνεψαν. Καθόλου μα καθόλου δεν τους λυπάμαι.

Θα με πείτε "dark and brooding", που με είχε πει η AKG, λες και ήμουνα φτηνό νουάρ μυθιστόρημα -- μπορεί όμως και να ήμουν τότε. "Proud Greek", με έλεγε επίσης, που μούτρωνα εύκολα. Μα εγώ είμαι πρόσχαρος άνθρωπος, εύθυμος, γελαστός. Ασχέτως αν αποφεύγω να γελάω για σκοπούς αντισεισμικής προστασίας.

GatheRate

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου