Εξαιτίας ενός μικροτραυματισμού στη φτέρνα, εδώ και τρεις βδομάδες περπατάω κουτσαίνοντας ελαφρά. Κάθε δεύτερο βήμα και πόνος. Σχεδόν κανείς δεν το προσέχει, άλλωστε όλα είναι λοξά πάνω μου, ζαβά. Το χαμόγελό μου, π.χ. Και πάντα περπατάω άγαρμπα κι ατσούμπαλα, χτυπώντας τις φτέρνες στο οδόστρωμα και στο πεζοδρόμιο "σαν τσέλιγκας". Λες και θα ανοίξουν οι πλάκες και η άσφαλτος. Λες και οι δρόμοι καταλαβαίνουν από οργή κι élan. Περνάει πάντως κι αυτό, η χωλότητα σχεδόν πέρασε κι αυτή. Θα γιάνω.
*
Περπάταγα την Αριστοτέλους σήμερα. Εντυπωσιακός δρόμος, όπως και να το κάνεις, με τις αδιάσπαστες προσόψεις των πολυκατοικιών ένθεν και ένθεν, με την αναλογία πλάτους δρόμου προς ύψος να σε κάνουνε να σκέφτεσαι ότι εδώ είναι πραγματική πόλη, όχι κάποια γειτονιά. Κοίταγα τον ήλιο, τις μουριές, τα καταστήματα, τον κόσμο που περπάταγε στα πεζοδρόμια. Ασύγκριτα πιο εντυπωσιακή από την Αχαρνών, λόγου χάρη, που τη νιώθω σαν μια λεωφόρο παγιδευμένη στη μέση γειτονιών.
Αισθάνθηκα λοιπόν για μια στιγμή την Αριστοτέλους όπως όταν την πρωτοείδα, πολύ μακριά τότε από το πάτριο Γκύζη, πιασμένος από το χέρι γονιού ή θείας μάλλον: με γουρλωμένα μάτια. Όταν ήταν ακόμα καλή γειτονιά αλλά "με θόρυβο, μέσα στο καυσαέριο". Όμως στη χωροταξία και στις αρχιτεκτονικές αναλογίες του δρόμου, ένα στενό πάνω από τη Φυλής, ένα κάτω από την ασυνάρτητη Γ' Σεπτεμβρίου, παραμένουν αποτυπωμένα το όνειρο και το μεγαλείο της πόλης. Όπως την κοίταγα την Αριστοτέλους θα την κοίταξε σίγουρα κάποτε και ο νεοφερμένος από την Γιαουρτοπλαγιά, την Αγκάθα, το Λιθαρίτσι, τα Ντράβαλα, το Ξηρόμερο, τα Καραμπάχανα, τη Μαργίστα, το Μπούκοβο, το Μπαρακλί και το Σουρουκλί, το Κτήμα και τη Στύψη, τη Νέα Μήδεια και την Παλιά Μίλητο, το Γοργορόθι, το Ξωμπορειό και την Βαλανιδιά. Όπως κοιτάμε τους 42 δρόμους στο Μανχάταν σήμερα: κεχηνότες. Κοίταγαν το μεγάλο σκηνικό με τις γραμμές φυγής στην Αριστοτέλους και έβλεπαν όνειρα ελευθερίας και υπόσχεση χαράς ενσαρκωμένα σε μπετό και τούβλο, σε εισόδους πολυκατοικιών με γυαλί και μάρμαρο, ημιυπόγεια καταστήματα και ισόγεια, σε προσόψεις μεγάλων δημόσιων κτηρίων, σε μπαλκονάκια και σε ακάλυπτους και στη θέα στην Ακρόπολη. Και δε βρίσκεται πολύ μακριά από αυτόν τον τόπο της φαντασίας και της επιθυμίας, από αυτό το δομημένο όνειρο, η πόλη-φυλακή, η πόλη του "δεν έχω πάει μέχρι την Ομόνοια".
*
Πέρασα μπροστά από τα γραφεία της ναζιστικής συμμορίας. Έχει και κατάστημα από κάτω, ήταν κλειστό. Αρχικά νόμιζα ότι θα την ξεπλύνουν και θα τη σοβατίσουν τη Συμμορία, όπως έκαναν με το ανεκδιηγήτο φασιστοκόμμα ΛΑ.Ο.Σ. Δε χρειάζεται: κατρακυλάμε όλοι προς το μέρος των ναζί, τον Καιάδα, την Άβυσσο, ή ό,τι άλλο αρχαιοποιητικό θέλετε να αποκαλέσετε τον βοθρολυματικό Τάρταρο του σκότους.
Πέρασα από μπροστά. Ένας τυπάκος που έμοιαζε με υπάλληλο ψησταριάς (μπορεί και να ήταν, δεν επρόκειτο για φουσκωτό ρόμποκοπ πάντως, παρά για κανονικό άνθρωπο) φόραγε ένα μαύρο μπλουζάκι "Χρυσή Αυγή -- Ασφάλεια". Ένα φουσκωτό ρομποκοποειδές φύλαγε όμως την είσοδο. Φόβο δεν ένιωσα, όπως περίμενα να νιώσω. Ούτε αποστροφή. Ούτε τίποτε. Δεν ένιωσα τίποτε. Όπως κοιτούν τα ζώα, αναντίληπτα, κοίταξα: ένα αμάξι χωρίς πινακίδες παρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο, η Μεσογείων σιγομουρμούριζε τον μηχανικό της φλοίσβο.
"Ναζιστικό κόμμα", σκέφτηκα στην Κατεχάκη, πάνω στην πεζογέφυρα, λείψανο του Καλατράβα, κοιτάζοντας τα χουντικά πρίσματα του Γουδιού βαμμένα με το φως της δύσης. Ένιωσα κουρέλι -- ράκος, που λένε. Συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει πια επιστροφή. Καμμία επιστροφή. Τώρα πια, ακόμα και εξέγερση να γινόταν, θα ήτανε πάρα πολύ αργά: θα αποτελούσε χρυσή αφορμή να παραθραυστεί και το τελευταίο θεσμικό πρόσκομμα που εμποδίζει τις ανηλεείς ελίτ να σώσουν -- με τη βία, αν χρειαστεί -- τη Χιλή, την Ινδονησία, τη Γερμανία κτλ. Δε θα χρειαστεί πραξικόπημα, βεβαίως: έκτακτη ανάγκη, κατάσταση πολιορκίας, προεδρικά διατάγματα, ΠΝΠ, υπουργικές αποφάσεις. Τρόποι υπάρχουν. Άλλωστε ούτε οι αποφάσεις των δικαστηρίων χρειάζεται να εφαρμόζονται, ούτε το Σύνταγμα να τηρείται, ούτε στοιχειώδη δικαιώματα να προασπίζονται.
*
Βγήκα από το μετρό στον Ευαγγελισμό και περπάτησα στα τυφλά προς το νοσοκομείο. Κάθησα στο πεζούλι φάτσα στην πτέρυγα Πατέρα. Αν και ποτέ δεν έχω εισαχθεί σαν ασθενής, από το 1980-τόσο τραβιέμαι ξανά και ξανά στα νοσοκομεία, συνέχεια. Και από τον Ευαγγελισμό έχω περάσει. Η μυρωδιά, τα πρόσωπα των συγγενών, κορμιά να λιώνουν σαν να είναι το μόνο αναμενόμενο θέαμα στον κόσμο, τα Ορθοπεδικά με νεαρούς τσακισμένους από μηχανές, αλλά ζωντανούς, να σκέφτονται πότε θα ξαναγαμήσουν και να τους φαίνεται. Κάθησα στο πεζούλι. Αριστερά μου μια παχειά τσιγγάνα καθισμένη οκλαδόν, με τη φούστα να καλύπτει την πασαλίδικη στάση της. Νόμισα προς στιγμήν ότι την είχα ξαναδεί έξω από το Παίδων τον Ιούλιο του '11, τυχαία. Σχεδόν αναπήδησα. Μετά θυμήθηκα ότι τις τσιγγάνες τις διώχνουν από τους διαδρόμους των νοσοκομείων και καταλήγουν να περιφέρονται απ' έξω: τις προωθούνε προς την έξοδο οι νοσηλευτές γιατί οχλαγωγούν και γιατί οι αράπικοι τρόποι τους, οι τρόποι των παριών, των διηνεκώς καταπιεσμένων κι αποκλεισμένων, ενοχλούν τους αξιοπρεπώς αγωνιούντες ή βουβά πενθούντες λευκούς συγγενείς.
Η Τσιγγάνα (δε θα πω 'Ρομ', που οι μπαλαμοί χρησιμοποιούμε όχι από σεβασμό στον αυτοπροσδιορισμό των Τσιγγάνων, παρά ως αλσαλεχιανό συνώνυμο του ελεεινού "Αθίγγανος") δεν ήτανε πολύ παχειά: τα ρούχα της αυστηρής σεμνότητας την έκαναν να φαίνεται φουσκωμένη. Δεν ήτανε γερόντισσα τελικά: μετά από ποιος ξέρει πόσες γέννες, σπας ρε χρυσή μου· μετά από τόσες δουλειές του ποδαριού κι αγροτικές ή στην καρότσα, ε, η επιδερμίδα είναι διψασμένη· με τον ένα γιο φυλακή, τον άλλο στο χώμα και με τον βιοπορισμό όλων αβέβαιο, με τις μπουλντόζες του κάθε δημάρχου να σε παίρνουν παραμάζωμα, τέτοιο σκουπίδι που είσαι, για να χτιστούν ναοί των ΠΑΕ, ε, ασπρίζεις και ρυτιδιάζεις.
Αυτή η γυναίκα με το σκεπασμένο οκλαδόν κάπνιζε. Και δεν έχω ξαναδεί γυναίκα να καπνίζει με τόση χάρη. Κάποιες γυναίκες καπνίζουνε δειλά, μην τυχόν και νομίσουν οι άντρες ότι μοιάζουνε σαν να χειρίζονται πίπες (σάρκινες). Άλλες γυναίκες καπνίζουνε λες και όντως το τσιγάρο είναι ανατομικά θλιβερή πίπα (σάρκινη επίσης). Άλλες καπνίζουνε σαν άντρες. Η Τσιγγάνα κάπνιζε λεβέντικα, αλλά με χάρη. Κάπνιζε γιατί έπρεπε να καπνίσει. Δεν έχω τι άλλο να πω. Είδα ακόμα μια εικόνα αξιοπρέπειας, αυτές τις μέρες που η αξιοπρέπεια λοιδωρείται. Είδα μια Τσιγγάνα να καπνίζει με χάρη, να καπνίζει στ' αλήθεια κι όχι "γιατί την ομορφαίνει η κίνηση". Να καπνίζει όπως -- λέει -- πρέπει να σφάλλουμε: fortiter.
*
Στο καλύτερο κινέζικο εστιατόριο της Αθήνας (ακκισμός α λα μανιέρ ΑV και LiFO), που δεν κάνει ντελίβερυ, περίμενα την παραγγελία. Μια παρέα κινέζων έτρωγε το καταπέτασμα, θυμήθηκα τους κινέζους συγκατοίκους μου με τα επικά τραπεζώματά τους. Έλεγαν "Ελλάδα" και "φαΐ" κάθε τόσο. Βεβαίως, αυτές είναι οι δύο κινέζικες λέξεις που μπορώ να πιάσω. Απέναντί μου ο απαραίτητος βωμός στους προγόνους, με δύο λιβανάκια σωσμένα μέσα στο ας πούμε μανουάλι του, ξέρετε: σαν κι αυτά τα λιβάνια που καίγαμε φοιτητές για να μη μυρίζει το pot και το weed στα δωμάτιά μας -- έμαθα το λεξιλόγιο της φούντας στα αγγλικά και έκτοτε με κοροϊδεύουν ασταμάτητα. Θυμήθηκα και την Bee Eng, μια κινέζα φίλη από τη Μαλαισία, χριστιανή. Έχω να τη δω από το 2001. Μου έλεγε ότι υποκλίνεται μπροστά στον βωμό των προγόνων αλλά ότι ποτέ δεν καίει λιβάνι. "Τιμώ τους προγόνους μου αλλά λατρεύω μόνον τον Θεό. Λιβάνι δεν καίω στον βωμό, κι ας στραβομουτσουνιάζει ο πατέρας μου." Μου είχε κάνει εντύπωση, αυτή ήτανε λοιπόν η κόκκινη γραμμή του κινέζου χριστιανού: υποκλίνομαι μπροστά στον βωμό αλλά δεν προσφέρω θυμίαμα. Λεπτές κόκκινες γραμμές -- περίπου τότε είχε βγει η ακατανόητη ταινία του Μάλικ: από εδώ η αποστασία, από εκεί η μαρτυρία. Από αυτή τη μεριά ο εξευτελισμός, από την άλλη η αξιοπρέπεια. Μέρες απεργίας πείνας. Ας μην ξεχάσουμε το όνομα, ό,τι κι αν του συμβεί: Κώστας Σακκάς. Απεργός πείνας. Πανελλήνιο ρεκόρ προφυλάκισης (το μετάλλιο παραλαμβάνει το Συμβούλιο Εφετών εκ μέρους της ελληνικής δικαιοσύνης).
Η πείνα και η δίψα. Θυμάμαι στη δεκαετία του '80 το χριστιανικό κήρυγμα ότι "ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος" (γι' αυτήν την επική μονομαχία του tibi dabo, τη μόνη στην Καινή Διαθήκη, θα γράψω άλλη φορά: έχω και πρόσφατες φωτογραφίες από την έρημο της Ιουδαίας, όπου διεξήχθη). Πίστευαν τότε ότι η ευημερία και ο κόρος είναι εξασφαλισμένα και ότι θα έπρεπε να βρούμε τον Χριστό για να χορτάσει και η ψυχούλα μας κτλ. Βεβαίως αυτά ήταν χριστιανοϋπαρξιστικά αναμασήματα Γάλλων αστών των δεκαετιών του '60 και του '70 που δεν τους έπαιζαν ούτε στην επανάστα, ούτε στην παρτούζα. Εν πάση περιπτώσει, είχανε μια βάση τέτοιες ανησυχίες: τότε όλοι πίστευαν ότι θα είμαστε πλούσιοι για πάντα, είχε τελειώσει κι η Ιστορία, και ανησυχούσαν μήπως μείνει η ψυχή μας στεγνή κι απότιστη, ή και πεινασμένη. Όλα αυτά στην Ελλάδα του '80, που μόλις είχε αρχίσει να τρώει καλά ο κόσμος: θυμάμαι ακριβώς την εποχή που άρχισε να τρώει. Στην Ελλάδα του '80, που οι πορνοβιντεοκασέτες ξεγέλαγαν σα λιόσποροι τη σεξουαλική πείνα του Έλληνα άντρα -- η Ελληνίδα γυναίκα θα έπρεπε να περίμενει το Κομσομολπόλιταν για να μάθει πόσο πεινασμένη είναι.
Η πείνα και η δίψα του Χριστού στο όρος του Πειρασμού, η πείνα του Σακκά. Αναρωτιούνται πολλοί -- μετά από εκείνη την υπερδημοφιλή χαζαμάρα ανά τη χριστιανοσύνη, τη Μίμηση Χριστού -- what would Jesus do? Δεν έχει σημασία, και σας το λέω και από θεολογικής σκοπιάς. Σημασία δεν έχει τι κάνει ένας άνθρωπος ακολουθώντας τη μισγάγγεια (χάχα) της Ιστορίας, των συνθηκών, της ανάγκης, του τυχαίου. Σημασία έχουν οι αρχές που ακολουθεί συνεπώς ή μη, σημασία έχει πού θα στυλώσει τα πόδια του και γιατί. Ναι, ο Τσε δεν ήτανε τέλειος και ναι συμμετείχε στους διωγμούς των γκέι και των διεμφυλικών. Ναι, ο Γκάντι πιθανότατα τον έπαιρνε ή ήθελε να τον πάρει και δεν. Ναι, ο Τζέφερσον είχε δούλους. Κι η Ρόζα και ο Ράσελ και ο Ντουρούτι και ο Αναστάσιος Αλβανίας και ο Τρότσκυ και ο Τσόμσκυ και ο δεν ξέρω ποιος, θα έχουνε τα σφάλματα, τις αντιφάσεις, τα μικρά εγκλήματα και τα μεγάλα λάθη ίσως. Κι ο Ρουσώ κουμάσι ήταν, κι ο Νεύτωνας πολύ χειρότερο. Και ίσως όντως η Πάνκχερστ να ήταν άθλια μάνα. Όμως, we shouldn’t be looking for heroes, we should be looking for good ideas.
*
Περπάταγα την Αριστοτέλους σήμερα. Εντυπωσιακός δρόμος, όπως και να το κάνεις, με τις αδιάσπαστες προσόψεις των πολυκατοικιών ένθεν και ένθεν, με την αναλογία πλάτους δρόμου προς ύψος να σε κάνουνε να σκέφτεσαι ότι εδώ είναι πραγματική πόλη, όχι κάποια γειτονιά. Κοίταγα τον ήλιο, τις μουριές, τα καταστήματα, τον κόσμο που περπάταγε στα πεζοδρόμια. Ασύγκριτα πιο εντυπωσιακή από την Αχαρνών, λόγου χάρη, που τη νιώθω σαν μια λεωφόρο παγιδευμένη στη μέση γειτονιών.
Αισθάνθηκα λοιπόν για μια στιγμή την Αριστοτέλους όπως όταν την πρωτοείδα, πολύ μακριά τότε από το πάτριο Γκύζη, πιασμένος από το χέρι γονιού ή θείας μάλλον: με γουρλωμένα μάτια. Όταν ήταν ακόμα καλή γειτονιά αλλά "με θόρυβο, μέσα στο καυσαέριο". Όμως στη χωροταξία και στις αρχιτεκτονικές αναλογίες του δρόμου, ένα στενό πάνω από τη Φυλής, ένα κάτω από την ασυνάρτητη Γ' Σεπτεμβρίου, παραμένουν αποτυπωμένα το όνειρο και το μεγαλείο της πόλης. Όπως την κοίταγα την Αριστοτέλους θα την κοίταξε σίγουρα κάποτε και ο νεοφερμένος από την Γιαουρτοπλαγιά, την Αγκάθα, το Λιθαρίτσι, τα Ντράβαλα, το Ξηρόμερο, τα Καραμπάχανα, τη Μαργίστα, το Μπούκοβο, το Μπαρακλί και το Σουρουκλί, το Κτήμα και τη Στύψη, τη Νέα Μήδεια και την Παλιά Μίλητο, το Γοργορόθι, το Ξωμπορειό και την Βαλανιδιά. Όπως κοιτάμε τους 42 δρόμους στο Μανχάταν σήμερα: κεχηνότες. Κοίταγαν το μεγάλο σκηνικό με τις γραμμές φυγής στην Αριστοτέλους και έβλεπαν όνειρα ελευθερίας και υπόσχεση χαράς ενσαρκωμένα σε μπετό και τούβλο, σε εισόδους πολυκατοικιών με γυαλί και μάρμαρο, ημιυπόγεια καταστήματα και ισόγεια, σε προσόψεις μεγάλων δημόσιων κτηρίων, σε μπαλκονάκια και σε ακάλυπτους και στη θέα στην Ακρόπολη. Και δε βρίσκεται πολύ μακριά από αυτόν τον τόπο της φαντασίας και της επιθυμίας, από αυτό το δομημένο όνειρο, η πόλη-φυλακή, η πόλη του "δεν έχω πάει μέχρι την Ομόνοια".
*
Πέρασα μπροστά από τα γραφεία της ναζιστικής συμμορίας. Έχει και κατάστημα από κάτω, ήταν κλειστό. Αρχικά νόμιζα ότι θα την ξεπλύνουν και θα τη σοβατίσουν τη Συμμορία, όπως έκαναν με το ανεκδιηγήτο φασιστοκόμμα ΛΑ.Ο.Σ. Δε χρειάζεται: κατρακυλάμε όλοι προς το μέρος των ναζί, τον Καιάδα, την Άβυσσο, ή ό,τι άλλο αρχαιοποιητικό θέλετε να αποκαλέσετε τον βοθρολυματικό Τάρταρο του σκότους.
Πέρασα από μπροστά. Ένας τυπάκος που έμοιαζε με υπάλληλο ψησταριάς (μπορεί και να ήταν, δεν επρόκειτο για φουσκωτό ρόμποκοπ πάντως, παρά για κανονικό άνθρωπο) φόραγε ένα μαύρο μπλουζάκι "Χρυσή Αυγή -- Ασφάλεια". Ένα φουσκωτό ρομποκοποειδές φύλαγε όμως την είσοδο. Φόβο δεν ένιωσα, όπως περίμενα να νιώσω. Ούτε αποστροφή. Ούτε τίποτε. Δεν ένιωσα τίποτε. Όπως κοιτούν τα ζώα, αναντίληπτα, κοίταξα: ένα αμάξι χωρίς πινακίδες παρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο, η Μεσογείων σιγομουρμούριζε τον μηχανικό της φλοίσβο.
"Ναζιστικό κόμμα", σκέφτηκα στην Κατεχάκη, πάνω στην πεζογέφυρα, λείψανο του Καλατράβα, κοιτάζοντας τα χουντικά πρίσματα του Γουδιού βαμμένα με το φως της δύσης. Ένιωσα κουρέλι -- ράκος, που λένε. Συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει πια επιστροφή. Καμμία επιστροφή. Τώρα πια, ακόμα και εξέγερση να γινόταν, θα ήτανε πάρα πολύ αργά: θα αποτελούσε χρυσή αφορμή να παραθραυστεί και το τελευταίο θεσμικό πρόσκομμα που εμποδίζει τις ανηλεείς ελίτ να σώσουν -- με τη βία, αν χρειαστεί -- τη Χιλή, την Ινδονησία, τη Γερμανία κτλ. Δε θα χρειαστεί πραξικόπημα, βεβαίως: έκτακτη ανάγκη, κατάσταση πολιορκίας, προεδρικά διατάγματα, ΠΝΠ, υπουργικές αποφάσεις. Τρόποι υπάρχουν. Άλλωστε ούτε οι αποφάσεις των δικαστηρίων χρειάζεται να εφαρμόζονται, ούτε το Σύνταγμα να τηρείται, ούτε στοιχειώδη δικαιώματα να προασπίζονται.
*
Βγήκα από το μετρό στον Ευαγγελισμό και περπάτησα στα τυφλά προς το νοσοκομείο. Κάθησα στο πεζούλι φάτσα στην πτέρυγα Πατέρα. Αν και ποτέ δεν έχω εισαχθεί σαν ασθενής, από το 1980-τόσο τραβιέμαι ξανά και ξανά στα νοσοκομεία, συνέχεια. Και από τον Ευαγγελισμό έχω περάσει. Η μυρωδιά, τα πρόσωπα των συγγενών, κορμιά να λιώνουν σαν να είναι το μόνο αναμενόμενο θέαμα στον κόσμο, τα Ορθοπεδικά με νεαρούς τσακισμένους από μηχανές, αλλά ζωντανούς, να σκέφτονται πότε θα ξαναγαμήσουν και να τους φαίνεται. Κάθησα στο πεζούλι. Αριστερά μου μια παχειά τσιγγάνα καθισμένη οκλαδόν, με τη φούστα να καλύπτει την πασαλίδικη στάση της. Νόμισα προς στιγμήν ότι την είχα ξαναδεί έξω από το Παίδων τον Ιούλιο του '11, τυχαία. Σχεδόν αναπήδησα. Μετά θυμήθηκα ότι τις τσιγγάνες τις διώχνουν από τους διαδρόμους των νοσοκομείων και καταλήγουν να περιφέρονται απ' έξω: τις προωθούνε προς την έξοδο οι νοσηλευτές γιατί οχλαγωγούν και γιατί οι αράπικοι τρόποι τους, οι τρόποι των παριών, των διηνεκώς καταπιεσμένων κι αποκλεισμένων, ενοχλούν τους αξιοπρεπώς αγωνιούντες ή βουβά πενθούντες λευκούς συγγενείς.
Η Τσιγγάνα (δε θα πω 'Ρομ', που οι μπαλαμοί χρησιμοποιούμε όχι από σεβασμό στον αυτοπροσδιορισμό των Τσιγγάνων, παρά ως αλσαλεχιανό συνώνυμο του ελεεινού "Αθίγγανος") δεν ήτανε πολύ παχειά: τα ρούχα της αυστηρής σεμνότητας την έκαναν να φαίνεται φουσκωμένη. Δεν ήτανε γερόντισσα τελικά: μετά από ποιος ξέρει πόσες γέννες, σπας ρε χρυσή μου· μετά από τόσες δουλειές του ποδαριού κι αγροτικές ή στην καρότσα, ε, η επιδερμίδα είναι διψασμένη· με τον ένα γιο φυλακή, τον άλλο στο χώμα και με τον βιοπορισμό όλων αβέβαιο, με τις μπουλντόζες του κάθε δημάρχου να σε παίρνουν παραμάζωμα, τέτοιο σκουπίδι που είσαι, για να χτιστούν ναοί των ΠΑΕ, ε, ασπρίζεις και ρυτιδιάζεις.
Αυτή η γυναίκα με το σκεπασμένο οκλαδόν κάπνιζε. Και δεν έχω ξαναδεί γυναίκα να καπνίζει με τόση χάρη. Κάποιες γυναίκες καπνίζουνε δειλά, μην τυχόν και νομίσουν οι άντρες ότι μοιάζουνε σαν να χειρίζονται πίπες (σάρκινες). Άλλες γυναίκες καπνίζουνε λες και όντως το τσιγάρο είναι ανατομικά θλιβερή πίπα (σάρκινη επίσης). Άλλες καπνίζουνε σαν άντρες. Η Τσιγγάνα κάπνιζε λεβέντικα, αλλά με χάρη. Κάπνιζε γιατί έπρεπε να καπνίσει. Δεν έχω τι άλλο να πω. Είδα ακόμα μια εικόνα αξιοπρέπειας, αυτές τις μέρες που η αξιοπρέπεια λοιδωρείται. Είδα μια Τσιγγάνα να καπνίζει με χάρη, να καπνίζει στ' αλήθεια κι όχι "γιατί την ομορφαίνει η κίνηση". Να καπνίζει όπως -- λέει -- πρέπει να σφάλλουμε: fortiter.
*
Στο καλύτερο κινέζικο εστιατόριο της Αθήνας (ακκισμός α λα μανιέρ ΑV και LiFO), που δεν κάνει ντελίβερυ, περίμενα την παραγγελία. Μια παρέα κινέζων έτρωγε το καταπέτασμα, θυμήθηκα τους κινέζους συγκατοίκους μου με τα επικά τραπεζώματά τους. Έλεγαν "Ελλάδα" και "φαΐ" κάθε τόσο. Βεβαίως, αυτές είναι οι δύο κινέζικες λέξεις που μπορώ να πιάσω. Απέναντί μου ο απαραίτητος βωμός στους προγόνους, με δύο λιβανάκια σωσμένα μέσα στο ας πούμε μανουάλι του, ξέρετε: σαν κι αυτά τα λιβάνια που καίγαμε φοιτητές για να μη μυρίζει το pot και το weed στα δωμάτιά μας -- έμαθα το λεξιλόγιο της φούντας στα αγγλικά και έκτοτε με κοροϊδεύουν ασταμάτητα. Θυμήθηκα και την Bee Eng, μια κινέζα φίλη από τη Μαλαισία, χριστιανή. Έχω να τη δω από το 2001. Μου έλεγε ότι υποκλίνεται μπροστά στον βωμό των προγόνων αλλά ότι ποτέ δεν καίει λιβάνι. "Τιμώ τους προγόνους μου αλλά λατρεύω μόνον τον Θεό. Λιβάνι δεν καίω στον βωμό, κι ας στραβομουτσουνιάζει ο πατέρας μου." Μου είχε κάνει εντύπωση, αυτή ήτανε λοιπόν η κόκκινη γραμμή του κινέζου χριστιανού: υποκλίνομαι μπροστά στον βωμό αλλά δεν προσφέρω θυμίαμα. Λεπτές κόκκινες γραμμές -- περίπου τότε είχε βγει η ακατανόητη ταινία του Μάλικ: από εδώ η αποστασία, από εκεί η μαρτυρία. Από αυτή τη μεριά ο εξευτελισμός, από την άλλη η αξιοπρέπεια. Μέρες απεργίας πείνας. Ας μην ξεχάσουμε το όνομα, ό,τι κι αν του συμβεί: Κώστας Σακκάς. Απεργός πείνας. Πανελλήνιο ρεκόρ προφυλάκισης (το μετάλλιο παραλαμβάνει το Συμβούλιο Εφετών εκ μέρους της ελληνικής δικαιοσύνης).
Η πείνα και η δίψα. Θυμάμαι στη δεκαετία του '80 το χριστιανικό κήρυγμα ότι "ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος" (γι' αυτήν την επική μονομαχία του tibi dabo, τη μόνη στην Καινή Διαθήκη, θα γράψω άλλη φορά: έχω και πρόσφατες φωτογραφίες από την έρημο της Ιουδαίας, όπου διεξήχθη). Πίστευαν τότε ότι η ευημερία και ο κόρος είναι εξασφαλισμένα και ότι θα έπρεπε να βρούμε τον Χριστό για να χορτάσει και η ψυχούλα μας κτλ. Βεβαίως αυτά ήταν χριστιανοϋπαρξιστικά αναμασήματα Γάλλων αστών των δεκαετιών του '60 και του '70 που δεν τους έπαιζαν ούτε στην επανάστα, ούτε στην παρτούζα. Εν πάση περιπτώσει, είχανε μια βάση τέτοιες ανησυχίες: τότε όλοι πίστευαν ότι θα είμαστε πλούσιοι για πάντα, είχε τελειώσει κι η Ιστορία, και ανησυχούσαν μήπως μείνει η ψυχή μας στεγνή κι απότιστη, ή και πεινασμένη. Όλα αυτά στην Ελλάδα του '80, που μόλις είχε αρχίσει να τρώει καλά ο κόσμος: θυμάμαι ακριβώς την εποχή που άρχισε να τρώει. Στην Ελλάδα του '80, που οι πορνοβιντεοκασέτες ξεγέλαγαν σα λιόσποροι τη σεξουαλική πείνα του Έλληνα άντρα -- η Ελληνίδα γυναίκα θα έπρεπε να περίμενει το Κομσομολπόλιταν για να μάθει πόσο πεινασμένη είναι.
Η πείνα και η δίψα του Χριστού στο όρος του Πειρασμού, η πείνα του Σακκά. Αναρωτιούνται πολλοί -- μετά από εκείνη την υπερδημοφιλή χαζαμάρα ανά τη χριστιανοσύνη, τη Μίμηση Χριστού -- what would Jesus do? Δεν έχει σημασία, και σας το λέω και από θεολογικής σκοπιάς. Σημασία δεν έχει τι κάνει ένας άνθρωπος ακολουθώντας τη μισγάγγεια (χάχα) της Ιστορίας, των συνθηκών, της ανάγκης, του τυχαίου. Σημασία έχουν οι αρχές που ακολουθεί συνεπώς ή μη, σημασία έχει πού θα στυλώσει τα πόδια του και γιατί. Ναι, ο Τσε δεν ήτανε τέλειος και ναι συμμετείχε στους διωγμούς των γκέι και των διεμφυλικών. Ναι, ο Γκάντι πιθανότατα τον έπαιρνε ή ήθελε να τον πάρει και δεν. Ναι, ο Τζέφερσον είχε δούλους. Κι η Ρόζα και ο Ράσελ και ο Ντουρούτι και ο Αναστάσιος Αλβανίας και ο Τρότσκυ και ο Τσόμσκυ και ο δεν ξέρω ποιος, θα έχουνε τα σφάλματα, τις αντιφάσεις, τα μικρά εγκλήματα και τα μεγάλα λάθη ίσως. Κι ο Ρουσώ κουμάσι ήταν, κι ο Νεύτωνας πολύ χειρότερο. Και ίσως όντως η Πάνκχερστ να ήταν άθλια μάνα. Όμως, we shouldn’t be looking for heroes, we should be looking for good ideas.
Θερμή παράκληση: να περπατάς συνέχεια -ακόμα κι όταν κοιμάσαι, να περπατάς στον ύπνο σου. Το περπάτημά σου μου κάνει καλό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ συγκρότηση ενός λαού σε πολιτική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά κάτι που δημιουργείται.
ΑπάντησηΔιαγραφή[...]Βλέπουμε, επίσης, ότι οι πολιτικές κατατάξεις και διαιρέσεις είναι συχνά σχετικές με τα πρόσωπα των «αρχηγών» και όχι με ιδέες, με προγράμματα, ούτε καν με «ταξικά» συμφέροντα.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η στάση απέναντι στην εξουσία. Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες.
http://www.thessalonikiartsandculture.gr/blog/dimitris-symeonidis/kornilios-kastoriadis-oux-ellinikon-to-proskynein#.UdwrFFopadN
Όντας σε ένα είδος διακοπών ξέχασα να γράψω χτες, Σρα, πόσο μου αρέσουν αυτά τα ποστ.
ΑπάντησηΔιαγραφή