Μετά από τις τόσες αλλεπάλληλες ενηλικιώσεις, έρχεται και η ώρα της δεύτερης νεότητας: δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
Κατέβηκα στην παλιά πόλη με κοντομάνικο και ενιωσα την ψύχρα, ψύχρα για πρώτη φορά εδώ και μήνες. Κάθησα σ' ένα παγκάκι. Λίγο οι λιγοστοί διαβάτες α λα Ντε Κίρικο, το λιγοστό φως Ντελβώ -- ήτανε σαν μέσα σ' όνειρο. Κι όμως, λυκαυγές: η ζωή αρχίζει ξανά σε λίγο.
Δύο χρόνια πριν πέρναγα τη γέφυρα της Φρίντριχστράσε πάνω από τον Σπρέε τραγουδώντας, φάλτσα βεβαίως, έναν από τους προσωπικούς ύμνους μου. Ήξερα ότι ζούσα σ' ένα όνειρο, αλλά χαμογελούσα ούτως ή άλλως. Ήμουν ελεύθερος, ήμουν ευτυχισμένος, η ζωή ξανάρχιζε.
Το κρύο λειτούργησε ευεργετικά, που λένε. Λαμπεντούζα. Ουαλίντ Τάλεπ, ο άνθρωπος που αλυσόδεσαν και βασάνισαν ο φούρναρης της Σαλαμίνας και η παρέα του -- και τώρα απελαύνουν. Τα νέα που δεν κυκλοφορούν. Οι αδιάφοροι του Γκράμσι. Η χώρα που κάθε μέρα λιγοστεύει, αν και εδαφικώς πάντοτε ακέραια: δεν παραχωρήσαμε ούτε σπιθαμή κτλ. κτλ. κτλ.
Η πατρίδα μου είναι σάπια. Μυρίζει σαν ζωντανός σωρός σκατών και πύου. Η γάγγραινα του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας έχει μολύνει σχεδόν τα πάντα, έχει κακοφορμίσει εδώ και καιρό.
Ελευθερία. Αυτοδιάθεση. Λυκαυγές. Το κρύο ερεβώδες σκοτάδι (κνέφας το λέγαν οι αρχαίοι), πριν το λυκαυγές.
Κατέβηκα στην παλιά πόλη με κοντομάνικο και ενιωσα την ψύχρα, ψύχρα για πρώτη φορά εδώ και μήνες. Κάθησα σ' ένα παγκάκι. Λίγο οι λιγοστοί διαβάτες α λα Ντε Κίρικο, το λιγοστό φως Ντελβώ -- ήτανε σαν μέσα σ' όνειρο. Κι όμως, λυκαυγές: η ζωή αρχίζει ξανά σε λίγο.
Δύο χρόνια πριν πέρναγα τη γέφυρα της Φρίντριχστράσε πάνω από τον Σπρέε τραγουδώντας, φάλτσα βεβαίως, έναν από τους προσωπικούς ύμνους μου. Ήξερα ότι ζούσα σ' ένα όνειρο, αλλά χαμογελούσα ούτως ή άλλως. Ήμουν ελεύθερος, ήμουν ευτυχισμένος, η ζωή ξανάρχιζε.
Το κρύο λειτούργησε ευεργετικά, που λένε. Λαμπεντούζα. Ουαλίντ Τάλεπ, ο άνθρωπος που αλυσόδεσαν και βασάνισαν ο φούρναρης της Σαλαμίνας και η παρέα του -- και τώρα απελαύνουν. Τα νέα που δεν κυκλοφορούν. Οι αδιάφοροι του Γκράμσι. Η χώρα που κάθε μέρα λιγοστεύει, αν και εδαφικώς πάντοτε ακέραια: δεν παραχωρήσαμε ούτε σπιθαμή κτλ. κτλ. κτλ.
Η πατρίδα μου είναι σάπια. Μυρίζει σαν ζωντανός σωρός σκατών και πύου. Η γάγγραινα του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας έχει μολύνει σχεδόν τα πάντα, έχει κακοφορμίσει εδώ και καιρό.
Ελευθερία. Αυτοδιάθεση. Λυκαυγές. Το κρύο ερεβώδες σκοτάδι (κνέφας το λέγαν οι αρχαίοι), πριν το λυκαυγές.
Κι αυτός που δεν εντάσσεται είναι αδιάφορος? Και η συμμετοχή ποια έννοια έχει? Και τι αποτέλεσμα μπορεί κανείς να περιμένει? Η ιστορία έχει δυστυχώς δείξει ακριβώς ποιο είναι το ποιόν του ανθρώπου, πέρα από κοελικές αμπελοφιλοσοφίες και κρισναμουρτικές φαντασιώσεις για παγκόσμια αγάπη. Μήπως κάποια στιγμή απλά αντιλαμβάνεσαι ποιος είναι ο κόσμος και αποφασίζεις να ζεις όχι μέσα σ'αυτόν αλλά παράλληλα, γιατί δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά?
ΑπάντησηΔιαγραφή