Ας μιλήσουμε λίγο για το να πέφτεις στα γόνατα και να γονατίζεις.
Θα πέσουμε γονατιστοί μπροστά στη γυναίκα ή μπροστά στον άντρα χάριν ευκολίας και απόλαυσης, γιατί μας καυλώνει ή γιατί θέλουμε να κάνουμε χατήρι ερωτικό. Θα ανταποκριθεί μια γυναίκα ή ένας άντρας στην προτροπή "στα τέσσερα", ή κάποια αντίστοιχη, γιατί αυτό θέλουν και οι δύο (ή όσοι είναι τέλος πάντων). Όλα όσα κάνουμε στην ερωτοπραξία ως συναινούντες ενήλικοι είναι πράξεις ιμερικές, του άγριου παιχνιδιού του πόθου και της ηδονής, της μεγάλης (συνήθως) χαράς της ζωής. Προφανή και στοιχειώδη αυτά, δεν αξίζει να γράφονται καν πια. Δεν θα έπρεπε.
Βεβαίως, ζούμε σε έναν κόσμο που είναι αυτός που είναι. Κι αυτό χιλιοαναλυμένο. Σ' αυτόν τον κόσμο η αναφορά σε όλες ανεξαιρέτως τις ιμερικές πρακτικές και ερωτικές στάσεις ή μέθοδους χρησιμοποιείται ως μεταφορά εξουσίας, υποταγής, τιμωρίας, επιβολής, καταστολής, βλάβης ή -- βεβαίως -- ως μετωνυμία του βιασμού. Όλες: γαμήσαμε, μαλακίζεστε, τον πήρε, έστησες κώλο, μας παίρνετε τσιμπούκι, γαμιούνται, φα' το μουνί μου -- και ούτω καθεξής. Κακώς. Προφανές και στοιχειώδες και αυτό, δεν αξίζει να γράφεται καν πια. Δεν θα έπρεπε.
Αυτό το στοιχειώδες και προφανές, λοιπόν: καμμία στάση μεταξύ συναινούντων ενηλίκων που ερωτοπραγούν ή ερωτοτροπούν δεν σημαίνει τίποτα, δεν έχει κάποιο "νόημα" και δεν κουβαλάει κανένα πολιτικό ή άλλο φορτίο.
Πάμε παρακάτω.
Στη δημόσια σφαίρα, η γονυκλισία και -- περισσότερο -- το να προχωρείς γονυπετής είναι απεναντίας δείγμα εξευτελισμού ή έστω αναγνώριση υποταγής και εξανδραποδισμού από μια αυθεντία, συνήθως από αυθεντία θανάτου όπως ο δυνάστης, ο νόμος, ο κατακτητής, ο θεός. Θυμάμαι από το σχολείο κάπου ότι οι Έλληνες κατά τον Ηρόδοτο είναι περήφανοι γιατί προσεύχονται όρθιοι. Θυμάμαι μη πειστικές εξηγήσεις γιατί κάποιοι κάνουν εδαφιαίες μετάνοιες όταν εκκλησιάζονται. Θυμάμαι την απορία μου γιατί να γονατίζει κάποιος μπροστά σε κληρονομικό μονάρχη ώστε να χρισθεί ιππότης του τάγματος της καλτσοδέτας ("περικνημίδας").
Δεν απόρησα ποτέ όμως γιατί άνθρωποι απελπισμένοι από γιατρούς, είτε γιατί δεν είχανε να πληρώσουν τους κατάλληλους γιατρούς είτε γιατί δεν υπήρχε γιατρός να τους γλυτώσει, γονάτιζαν μπροστά σε λείψανα κι εικονίσματα ή έβαζαν αλλεπάλληλες εδαφιαίες μετάνοιες κι ανέβαιναν την ανηφόρα της Τήνου γονυπετείς. Δεν απόρησα γιατί γονάτιζαν μπροστά σε χυδαίους ανθρώπους που έφεραν το σκοτεινό σχήμα του κληρικού ή του μοναχού, μόνον και μόνο γιατί εκείνοι κράταγαν στο χέρι κάποιο λείψανο, φυλαχτό ή -- στην καλύτερη περίπτωση -- αρτοφόριο ή δισκοπότηρο. Δεν απορούσα μικρός για τον λόγο που είναι γραμμένος στον τάφο του ψυχάκια τυράννου Κρόμγουελ: Christ, no man, is King. Όσο μεγάλωνα εξακολουθούσα όμως να μην απορώ γιατί γνώριζα καλά, και μάθαινα ξανά και ξανά, τι σημαίνει να σε σφίγγει η μέγγενη της αρθρίτιδας συνεπικουρούμενη από την οστεοπόρωση, πόσο πόνο φαίνεται να μπορεί να προκαλέσει ο καρκίνος ή και οι απλές πετρούλες στα νεφρά, έμαθα για τη φριχτή μοίρα να χάνεις παιδιά και για τις προθεσμίες των γιατρών για τη ζωή σου που θα σβήσει -- και δεν θα σβήσει απότομα, παρά μέσα σε πόνο και ανημπόρια εξευτελιστική -- σε μήνες ή, άντε, χρόνια. Και, λυπάμαι, αλλά τότε γονατίζεις. Αλήθεια λυπάμαι. Αλλά δεν παριστάνω ότι δεν ξέρω.
Οπότε, και το λέω ως ευχή και όχι ως μεταφορά τιμωρίας ή βλάβης, όσοι επίμονα ξινίζετε με την ανθρώπινη απελπισία που σε σπρώχνει να γονατίσεις όχι μπροστά σε πηγές ηδονής και χαράς αλλά μπροστά σε θεότητες κι αγίους τους οποίους με το στανιό σε βάζουν ο θάνατος κι ο πόνος να πιστέψεις, ε, άντε γαμηθείτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου