Δεν μπορώ να την ξεχάσω, σας λέω. Με τίποτα. Πάνε χρόνια. Εγώ δεν μπορώ. Όχι ότι έχω μείνει κολλημένος στη Μαρίκα, όχι βέβαια, έχω κάνει διάφορα έκτοτε, και σχέσεις σοβαρές. Γενικά είμαι των σοβαρών σχέσεων. Αγαπούλης, έτσι λέει ο Παντελής. Άμα το κάνω με γυναίκα πάνω από μία φορά, την ερωτεύομαι επιτόπου, την αγαπάω, ζω γι' αυτήν και πεθαίνω. Ο Παντελής ανησυχεί, με λέει ότι έχω μπλέξει την καψούρα με τα αισθήματα τα μεγάλα, λέει ότι είμαι καψούρης, απλά. Ο Προφέσσορας δεν θέλει να το κουβεντιάζει το ζήτημα αλλά με κοιτάζει κάπως. Κι αυτός ανησυχεί για μένα, έτσι με φαίνεται. Μια φορά με είπε ότι πρέπει να δω κάποιον ειδικό, να το κοιτάξω αυτό και να ζητήσω βοήθεια. Αλλά δεν το είπε σαν μαλάκας (συγγνώμη κιόλας), να με βγάλει ψυχάκια, σαν αδερφός το είπε.
Δεν μπορώ να την ξεχάσω τη Μαρίκα. Ούτε Μαίρη, ούτε Μαρικάκι: Μαρίκα. "Χάχα Μητσοτάκη" με έλεγαν τότε, σκασίλα μου. Πάνε βέβαια και δέκα χρόνια. Ήμουν στα τριαντατρία τότε, "η ηλικία που ολοκληρώνεται ο άνθρωπος". Εκείνη την ώρα στη ζωή μου ήρθε κι η Μαρίκα. Στα τριαντατρία.
Η Μαρίκα ήταν ένα κανονικό κορίτσι, γραμματέας. Ερχότανε στο μαγαζί, τότε δούλευα στα ντελικατέσεν, στα τυριά. Εγώ την εξυπηρετούσα τυπικά, δεν την κοίταγα στα μάτια ή οπουδήποτε αλλού -- τέτοιος είμαι. Την εξυπηρετούσα, τέλος. Αυτό ήταν. Μια φορά με βρήκε μόνο. Την κοίταξα κάπως καλύτερα, με ρώταγε αν έχουμε αρσενικό τυρί Νάξου. Δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό και με τάραξε που μια γυναίκα σαν τη Μαρίκα, με το το μακρύ μαλλί το κορακί, τα μάτια τα έξυπνα, τα ωραία χείλια (σαν μια Αιγύπτια βασίλισσα), τα μικρά στητά βυζάκια (ναι, αυτά κοίταξα, τι να πω) μέσα από εκείνο το μαύρο πουκάμισο με ρώτηξε για "αρσενικό τυρί". Την είπα ότι είχαμε γραβιέρα Νάξου. Χαμογέλασε, είπε ότι δεν είναι το ίδιο, το αρσενικό το φτιάχνουν από γάλα που δεν είναι παστεριωμένο κι έχει "πιο έντονη γεύση", έτσι είπε. Ζαλίστηκα σχεδόν.
Η σχέση μας λοιπόν ξεκίνησε από μια παρεξήγηση: εγώ νόμισα ότι με έκανε καμάκι, εκείνη πιο μετά έλεγε "όχι ρε συ Αντώνη, έτσι θα σε την έπεφτα;". Και γέλαγε. Και της άρεσε που δεν κοίταζα τη γυναίκα εκεί που την κοιτάν οι άλλοι. Εγώ πια όμως έλεγα πως με θέλει. Όταν ξανάρθε, την εξυπηρέτησα καλύτερα: την κοίταγα και στα μάτια πολύ. Μέχρι και να χαμογελάσω κατάφερα. Μετά με έλεγε η Μαρίκα ότι τότε πρόσεξε τα μάτια μου κάτω από το καπέλο, που την αρέσανε, και τους ώμους μου. Γιατί όλες τις προηγούμενες φορές καμπούριαζα σκυμμένος. Την έπιανα και την κουβέντα, για τυριά και τέτοια, τι να κουβεντιάσω. Μια την έλεγα για κάποιο καινούργιο τυρί (που συνήθως δεν το έτρωγε), μια για ελιές. Ένιωθα μαλάκας. Αλλά δεν τα έχω εύκολα κι αυτά. Τουλάχιστον ήξερα ότι θα την δω Δευτέρα και Πέμπτη, καμμιά φορά και Σάββατο. Κάτι ήταν κι αυτό. Το ρεπό το έπαιρνα λοιπόν πάντα μα πάντα Τρίτη ή Παρασκευή, αλλά Παρασκευή ήθελε κι ο Σάκης ο Μακρής, σκαντζάριζα λοιπόν κανα Σάββατο, που εγώ το δούλευα μήπως και έρθει η Μαρίκα για μουρταδέλλα.
Αυτό τράβηξε κανα δίμηνο. Πολλές φορές, άμα ήταν ήσυχα στο μαγαζί, έπαιρνα ανάσα για να βγάλω κανα "θες να βγούμε;". Αλλά η ανάσα δεν έβγαινε. Με τίποτα. Τελικά με λέει η Μαρίκα μια Πέμπτη: "Ανύπαντρος είσαι ή θα πρέπει να κρυβόμαστε;". Παραλίγο να με κόψει δάχτυλα το μαχαίρι. Ναι, αυτό το κυκλικό που γυρίζει, που δεν χαρίζει κάστανα. Εγώ αυτά δεν τα έχω εύκολα, δεν είμαι ετοιμόλογος, δεν είμαι αλάνι. Χαντακώθηκα. Μα δεν γινότανε να χάσω την ευκαιρία: "Ελεύθερο παιδί είμαι." Κοίταξε τη στολή και με είπε: "Ε, βάλε κάτι άλλο το Σάββατο και πάμε πουθενά."
Πήγαμε. Μέχρι να τη δω ένιωθα να πνίγομαι. Θα έμενα στον τόπο. Δεν μπορούσα να περιμένω. Δεν άντεχα. Τρελαινόμουνα. Δεν πέρναγε η ώρα. Σαν να ήμουν 15 χρονών. Μετά αγχώθηκα. Διάλεξα ρούχα. Μετά πλύθηκα. Μετά έβαλα και πορνοταινίες να δω, να είμαι κάπως έτοιμος σαν άντρας, καταλαβαίνετε, όταν με δει. Μετά φοβήθηκα μην έχω ρεύση και τις έκλεισα. Μετά με ξαναέπιασε άγχος. Ίδρωνα. Ξαναέκανα μπάνιο.
Είπαμε, δεν τα έχω εύκολα αυτά. Δεν περίμενα ότι θα γίνουν πολλά πράγματα. Είχα όμως άγχος. Σαν ριζικό με φαινόταν αυτή η γυναίκα. Όσο ήμασταν μαζί στα μπουζούκια έπινα σαν νεροφίδα. Εκεί κατά τις 3 με λέει η Μαρίκα: "Δεν είσαι να οδηγήσεις, μη σκοτωθείς κιόλας". Τι είχαμε κουβεντιάσει 4 ώρες; Δεν θυμάμαι. Δεν μίλαγα πολύ, ούτε εκείνη. Δεν ξέρω. Αλλά με πήγε σπίτι της. Εγώ μέσα στο μεθύσι από τα σίβας (σκέτη μπόμπα, δηλητήρια) κατάλαβα ότι με πάει σπίτι της. Λίγο ανησύχησα, πολύ χάρηκα.
Το σπίτι της ήτανε στη Νέα Ιωνία, "άει μωρή, Ινδιάνα είσαι;" είπα αλλά εκείνη αμέσως γέλασε. Κι εγώ ξαναχαντακώθηκα: τι γάιδαρος. Τώρα γύριζε το κεφάλι μου κανονικά. Ανακατευόμουν. Σαν τώρα το θυμάμαι.
Εγώ πάντως δεν είμαι κανας εκλεκτικός τύπος με γούστα και βίτσια ειδικά. Ό,τι μου προσφέρεται το δέχομαι ευχαρίστως, λέω κι ευχαριστώ. Άμα έρθω στο κέφι με γυναίκα και στη διάθεση, κάνω τα πάντα, καμμιά φορά κι εγώ τα χάνω τι κάνω. Και για να έρθω στο κέφι, να καυλώσω που λέμε, πρέπει να νιώσω ελεύθερος.
Λέω λοιπόν τώρα, ότι εκείνη τη βραδιά και τους επόμενους 11 μήνες πρέπει να ένιωθα πολύ ελεύθερος. Ελευθερία. Και ναι, με τη Μαρίκα όλα τα κάναμε. Κι η καύλα έφτανε μέχρι το μεδούλι μου -- κι αλλιώς δεν μπορώ να το πω. Και μυαλό δεν είχα παρά για να τη βλέπω και να το κάνουμε, κάθε φορά αλλιώς (κι ας μην ήταν πάντοτε αλλιώς). Λεπτομέρειες δεν θα πω. Και πώς δεν έχασα όλα τα δάχτυλά μου στο μαχαίρι, ένας Θεός το ξέρει. Και πήγαμε το καλοκαίρι Αλόνησο και ξεχάσαμε να γυρίσουμε, τόσο όμορφα. Παράδεισος. Παράδεισος.
Και νύχτα βγαίναμε και σπίτι της μέναμε (με είχε χάσει η μάνα μου τότε) και στο φως της μέρας κυκλοφοράγαμε. "Άει ρε μαλάκα πια, με τη ζωντοχήρα" έλεγε ο Παντελής. Ο Προφέσσορας έκλεινε το συνεργείο του, κανονικά όμως, και με κέρναγε τσίπουρα: "Χαίρου", με έλεγε, "χαίρου γιατί αυτή είναι ο κολοφώνας της ζωής σου". Έτσι έλεγε: "χαίρου".
Δεν ένιωθα ότι εγώ κι η Μαρίκα είχαμε σχέση και τέτοια. Αλλά δεν με ένοιαζε και καμμιά άλλη. Μετά, μία ωραία πρωία η Μαρίκα είπε "Αντώνη, χωρίζουμε". Μιλήσαμε, κλάψαμε, φιληθήκαμε. Κλάψαμε πολύ. Αλλά δεν την ξαναείδα. Αυτό ήταν, Τέλος, μαχαίρι. Και το μαχαίρι δεν χαρίζει κάστανα. Ο Παντελής ακόμη αναρωτιέται πού πήγε, τι απέγινε, πώς και δεν ήξερα τίποτε για τη ζωή της για να πάω να την ψάξω μετά: 11 ολόκληρους μήνες ήμασταν μαζί. Τον λέω ότι δεν με ένοιαζε τίποτα από όσα δεν ήθελε να με δώσει, να με πει, να κάνουμε μαζί: γι' αυτό δεν είχα πληροφορίες.
Όχι, δεν την αγάπησα τη Μαρίκα. Ναι, κατέστρεψε για πάντα κάθε τσόντα, την έκανε να μοιάζει κουκλοθέατρο, καραγκιόζης, ψέμα. Όχι, δεν ήμουνα ποτέ πιο ευτυχισμένος, ούτε μίλησα ποτέ τόσο πολύ και για τόσα πολλά με γυναίκα. Και ας μην ήξερα πολλά γι' αυτήν. Κι ας μην ήμουν ερωτευμένος, που λένε. Ξέρω που σου λέω, ρε γέροντα, πάνε δέκα χρόνια, έχει πήξει πια το μυαλό μου. Γι' αυτο σε λέω, άσε το κήρυγμα και τα πνευματικά για γάμους κι αγάπες και δεσμούς αγάπης. Άσε να χαρείς, πάτερ.
(Η εικονογράφηση είναι, βεβαίως, της Apollonia Saintclair.)
Δεν μπορώ να την ξεχάσω τη Μαρίκα. Ούτε Μαίρη, ούτε Μαρικάκι: Μαρίκα. "Χάχα Μητσοτάκη" με έλεγαν τότε, σκασίλα μου. Πάνε βέβαια και δέκα χρόνια. Ήμουν στα τριαντατρία τότε, "η ηλικία που ολοκληρώνεται ο άνθρωπος". Εκείνη την ώρα στη ζωή μου ήρθε κι η Μαρίκα. Στα τριαντατρία.
Η Μαρίκα ήταν ένα κανονικό κορίτσι, γραμματέας. Ερχότανε στο μαγαζί, τότε δούλευα στα ντελικατέσεν, στα τυριά. Εγώ την εξυπηρετούσα τυπικά, δεν την κοίταγα στα μάτια ή οπουδήποτε αλλού -- τέτοιος είμαι. Την εξυπηρετούσα, τέλος. Αυτό ήταν. Μια φορά με βρήκε μόνο. Την κοίταξα κάπως καλύτερα, με ρώταγε αν έχουμε αρσενικό τυρί Νάξου. Δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό και με τάραξε που μια γυναίκα σαν τη Μαρίκα, με το το μακρύ μαλλί το κορακί, τα μάτια τα έξυπνα, τα ωραία χείλια (σαν μια Αιγύπτια βασίλισσα), τα μικρά στητά βυζάκια (ναι, αυτά κοίταξα, τι να πω) μέσα από εκείνο το μαύρο πουκάμισο με ρώτηξε για "αρσενικό τυρί". Την είπα ότι είχαμε γραβιέρα Νάξου. Χαμογέλασε, είπε ότι δεν είναι το ίδιο, το αρσενικό το φτιάχνουν από γάλα που δεν είναι παστεριωμένο κι έχει "πιο έντονη γεύση", έτσι είπε. Ζαλίστηκα σχεδόν.
Η σχέση μας λοιπόν ξεκίνησε από μια παρεξήγηση: εγώ νόμισα ότι με έκανε καμάκι, εκείνη πιο μετά έλεγε "όχι ρε συ Αντώνη, έτσι θα σε την έπεφτα;". Και γέλαγε. Και της άρεσε που δεν κοίταζα τη γυναίκα εκεί που την κοιτάν οι άλλοι. Εγώ πια όμως έλεγα πως με θέλει. Όταν ξανάρθε, την εξυπηρέτησα καλύτερα: την κοίταγα και στα μάτια πολύ. Μέχρι και να χαμογελάσω κατάφερα. Μετά με έλεγε η Μαρίκα ότι τότε πρόσεξε τα μάτια μου κάτω από το καπέλο, που την αρέσανε, και τους ώμους μου. Γιατί όλες τις προηγούμενες φορές καμπούριαζα σκυμμένος. Την έπιανα και την κουβέντα, για τυριά και τέτοια, τι να κουβεντιάσω. Μια την έλεγα για κάποιο καινούργιο τυρί (που συνήθως δεν το έτρωγε), μια για ελιές. Ένιωθα μαλάκας. Αλλά δεν τα έχω εύκολα κι αυτά. Τουλάχιστον ήξερα ότι θα την δω Δευτέρα και Πέμπτη, καμμιά φορά και Σάββατο. Κάτι ήταν κι αυτό. Το ρεπό το έπαιρνα λοιπόν πάντα μα πάντα Τρίτη ή Παρασκευή, αλλά Παρασκευή ήθελε κι ο Σάκης ο Μακρής, σκαντζάριζα λοιπόν κανα Σάββατο, που εγώ το δούλευα μήπως και έρθει η Μαρίκα για μουρταδέλλα.
Αυτό τράβηξε κανα δίμηνο. Πολλές φορές, άμα ήταν ήσυχα στο μαγαζί, έπαιρνα ανάσα για να βγάλω κανα "θες να βγούμε;". Αλλά η ανάσα δεν έβγαινε. Με τίποτα. Τελικά με λέει η Μαρίκα μια Πέμπτη: "Ανύπαντρος είσαι ή θα πρέπει να κρυβόμαστε;". Παραλίγο να με κόψει δάχτυλα το μαχαίρι. Ναι, αυτό το κυκλικό που γυρίζει, που δεν χαρίζει κάστανα. Εγώ αυτά δεν τα έχω εύκολα, δεν είμαι ετοιμόλογος, δεν είμαι αλάνι. Χαντακώθηκα. Μα δεν γινότανε να χάσω την ευκαιρία: "Ελεύθερο παιδί είμαι." Κοίταξε τη στολή και με είπε: "Ε, βάλε κάτι άλλο το Σάββατο και πάμε πουθενά."
Πήγαμε. Μέχρι να τη δω ένιωθα να πνίγομαι. Θα έμενα στον τόπο. Δεν μπορούσα να περιμένω. Δεν άντεχα. Τρελαινόμουνα. Δεν πέρναγε η ώρα. Σαν να ήμουν 15 χρονών. Μετά αγχώθηκα. Διάλεξα ρούχα. Μετά πλύθηκα. Μετά έβαλα και πορνοταινίες να δω, να είμαι κάπως έτοιμος σαν άντρας, καταλαβαίνετε, όταν με δει. Μετά φοβήθηκα μην έχω ρεύση και τις έκλεισα. Μετά με ξαναέπιασε άγχος. Ίδρωνα. Ξαναέκανα μπάνιο.
Είπαμε, δεν τα έχω εύκολα αυτά. Δεν περίμενα ότι θα γίνουν πολλά πράγματα. Είχα όμως άγχος. Σαν ριζικό με φαινόταν αυτή η γυναίκα. Όσο ήμασταν μαζί στα μπουζούκια έπινα σαν νεροφίδα. Εκεί κατά τις 3 με λέει η Μαρίκα: "Δεν είσαι να οδηγήσεις, μη σκοτωθείς κιόλας". Τι είχαμε κουβεντιάσει 4 ώρες; Δεν θυμάμαι. Δεν μίλαγα πολύ, ούτε εκείνη. Δεν ξέρω. Αλλά με πήγε σπίτι της. Εγώ μέσα στο μεθύσι από τα σίβας (σκέτη μπόμπα, δηλητήρια) κατάλαβα ότι με πάει σπίτι της. Λίγο ανησύχησα, πολύ χάρηκα.
Το σπίτι της ήτανε στη Νέα Ιωνία, "άει μωρή, Ινδιάνα είσαι;" είπα αλλά εκείνη αμέσως γέλασε. Κι εγώ ξαναχαντακώθηκα: τι γάιδαρος. Τώρα γύριζε το κεφάλι μου κανονικά. Ανακατευόμουν. Σαν τώρα το θυμάμαι.
Εγώ πάντως δεν είμαι κανας εκλεκτικός τύπος με γούστα και βίτσια ειδικά. Ό,τι μου προσφέρεται το δέχομαι ευχαρίστως, λέω κι ευχαριστώ. Άμα έρθω στο κέφι με γυναίκα και στη διάθεση, κάνω τα πάντα, καμμιά φορά κι εγώ τα χάνω τι κάνω. Και για να έρθω στο κέφι, να καυλώσω που λέμε, πρέπει να νιώσω ελεύθερος.
Λέω λοιπόν τώρα, ότι εκείνη τη βραδιά και τους επόμενους 11 μήνες πρέπει να ένιωθα πολύ ελεύθερος. Ελευθερία. Και ναι, με τη Μαρίκα όλα τα κάναμε. Κι η καύλα έφτανε μέχρι το μεδούλι μου -- κι αλλιώς δεν μπορώ να το πω. Και μυαλό δεν είχα παρά για να τη βλέπω και να το κάνουμε, κάθε φορά αλλιώς (κι ας μην ήταν πάντοτε αλλιώς). Λεπτομέρειες δεν θα πω. Και πώς δεν έχασα όλα τα δάχτυλά μου στο μαχαίρι, ένας Θεός το ξέρει. Και πήγαμε το καλοκαίρι Αλόνησο και ξεχάσαμε να γυρίσουμε, τόσο όμορφα. Παράδεισος. Παράδεισος.
Και νύχτα βγαίναμε και σπίτι της μέναμε (με είχε χάσει η μάνα μου τότε) και στο φως της μέρας κυκλοφοράγαμε. "Άει ρε μαλάκα πια, με τη ζωντοχήρα" έλεγε ο Παντελής. Ο Προφέσσορας έκλεινε το συνεργείο του, κανονικά όμως, και με κέρναγε τσίπουρα: "Χαίρου", με έλεγε, "χαίρου γιατί αυτή είναι ο κολοφώνας της ζωής σου". Έτσι έλεγε: "χαίρου".
Δεν ένιωθα ότι εγώ κι η Μαρίκα είχαμε σχέση και τέτοια. Αλλά δεν με ένοιαζε και καμμιά άλλη. Μετά, μία ωραία πρωία η Μαρίκα είπε "Αντώνη, χωρίζουμε". Μιλήσαμε, κλάψαμε, φιληθήκαμε. Κλάψαμε πολύ. Αλλά δεν την ξαναείδα. Αυτό ήταν, Τέλος, μαχαίρι. Και το μαχαίρι δεν χαρίζει κάστανα. Ο Παντελής ακόμη αναρωτιέται πού πήγε, τι απέγινε, πώς και δεν ήξερα τίποτε για τη ζωή της για να πάω να την ψάξω μετά: 11 ολόκληρους μήνες ήμασταν μαζί. Τον λέω ότι δεν με ένοιαζε τίποτα από όσα δεν ήθελε να με δώσει, να με πει, να κάνουμε μαζί: γι' αυτό δεν είχα πληροφορίες.
Όχι, δεν την αγάπησα τη Μαρίκα. Ναι, κατέστρεψε για πάντα κάθε τσόντα, την έκανε να μοιάζει κουκλοθέατρο, καραγκιόζης, ψέμα. Όχι, δεν ήμουνα ποτέ πιο ευτυχισμένος, ούτε μίλησα ποτέ τόσο πολύ και για τόσα πολλά με γυναίκα. Και ας μην ήξερα πολλά γι' αυτήν. Κι ας μην ήμουν ερωτευμένος, που λένε. Ξέρω που σου λέω, ρε γέροντα, πάνε δέκα χρόνια, έχει πήξει πια το μυαλό μου. Γι' αυτο σε λέω, άσε το κήρυγμα και τα πνευματικά για γάμους κι αγάπες και δεσμούς αγάπης. Άσε να χαρείς, πάτερ.
(Η εικονογράφηση είναι, βεβαίως, της Apollonia Saintclair.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου