Με την ποίηση δεν το 'χω, μου είπαν κάποτε. Συμφωνώ. Δεν μπορώ να γράψω ποίηση και ό,τι άθλια σκαριφήματα είχα σκαρώσει τα έκαψα, ως γνωστόν, στην μπανιέρα του πατρικού μου σπιτιού πριν περίπου είκοσι χρόνια.
Επίσης, έχω ένα πρόβλημα: με δυσκολεύει η ποίηση. Μου προκαλεί συνήθως δυσφορία ή ανυπομονησία ή και τα δύο. Προτιμώ ένα πεζό με μουρμουρητό ρυθμό, ας πούμε. Γι' αυτό και δεν μπορώ να διαβάσω ποίηση μετά τον τρίτο με τέταρτο στίχο, δεν γίνεται να συνεχίσω, ακόμα και αν το ποίημα είναι μόλις 7-8 στίχοι. Εκτός και αν πράξει κάτι το ποίημα, αν με μετατοπίσει από το σημείο όπου βρίσκομαι και κοιτάζω τα πράγματα και τους άλλους κι εμένα. Σε αυτήν την περίπτωση διαβάζω και δεν χορταίνω, αφού το ποίημα με πάει εκεί όπου αυτό θέλει και με μετατοπίζει.
Εδώ και χρόνια ήθελα να πω ποιοι Έλληνες ζώντες ποιητές με συγκινούν. Δίσταζα για δύο λόγους: πρώτον, οι δύο από αυτούς είναι γνωστοί μου, ο ένας Φίλος. Ωστόσο, μια ματιά στο άτεχνο κι απροσχημάτιστα στημένο παιχνίδι που λέγεται κριτική στην Ελλάδα με μετέπεισε: τουλάχιστον πρέπει πια όσοι κάθονται και με διαβάζουν χρόνια να ξέρουν ότι δεν χαρίζω κάστανα. Δεύτερον, δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω για ποίηση. Ωστόσο, μια ματιά στο άτεχνο κι απροσχημάτιστα στημένο παιχνίδι που λέγεται κριτική στην Ελλάδα με μετέπεισε: επιπλέον, η ποίηση είναι κανονικά για όλους, όπως η πολιτική. Άλλωστε, άσημος και ανώνυμος εγώ, λέγοντας ποιοι ποιητές μου αρέσουν μάλλον θα καταφέρω τελικά να ακούσω συστάσεις για κάποιους που δεν έχω προσέξει ή που μου διαφεύγουν: γούστα πάντως δεν θα διαμορφώσω, ούτε θα αξίωνα κάτι τέτοιο.
Ζώντες ποιητές λοιπόν, όχι ποιήτριες. Στα ελληνικά. Οι δικοί μου:
Αντώνης Αντωνάκος: Ο άνθρωπος γράφει γι' αυτά που θέλω να διαβάζω με τον τρόπο που με συνεπαίρνει. Παρ' όλα αυτά ποτέ δεν μου χαϊδεύει τα αυτιά, ίσα ίσα με πάει λίγο πιο δίπλα με πολλά από τα ποιήματά του. Ποίηση όλο ζουμιά που σφύζει και καμμιά φορά ρίχνει και κανα σκαμπίλι δυνατό. Ποίηση που μυρίζει μουνάκι και καμένη άσφαλτο.
Θωμάς Τσαλαπάτης: Ποίηση που με δυσκολεύει. Που είναι πρωτοποριακή και τραχειά, κάποτε σφήνα ή και υπομόχλιο. Διαβάζω κάτι δικό του και λιγάκι χάνομαι, σαν να κατέβασα κανα ποτηράκι απότομα θεονήστικος. Λέω: έτσι πρέπει να είναι η πρωτοποριακή ποίηση, να μην παίρνεις καν χαμπάρι ότι είναι πρωτοποριακή ή ότι μόλις έχασες το έδαφος κάτω από τα πόδια σου, που λένε. Δεν είναι "ένα ποίημα καληνύχτα", είναι "τρέμε, ποίηση".
George Le Nonce: Στριφνή και αγχογόνος ποίηση, ανοίγει ξέφωτα και πάνω που πας να ανασάνεις σε σκεπάζει με ασφυξία. Με όρους "καθαρής ποίησης" -- ό,τι και αν είναι αυτό: όραμα, ρυθμός, εξακτίνωση, η λεπτομέρεια που οδηγεί στο γενικό -- είναι ο σπουδαιότερος. Σκεφτείτε: ποιήματα για αδιανόητους κόσμους και ανεξιχνίαστες νόσους και οθνείες συγγένειες και συνάφειες να σε αγγίζουν. Όχι γιατί αναγνωρίζεις μέσα τους κάτι δικό σου προτού τα διαβάσεις, παρά γιατί τα ίδια τα ποιήματα σε αναγκάζουν να ταυτιστείς με ό,τι περιγράφουν, διεκτραγωδούν, αναθυμούνται ή εξυπακούουν.
Τους ευχαριστώ και τους τρεις. Τους είμαι ευγνώμων, δηλαδή.
Θαυμάσια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα πάρω από μόνη μου το credit για την επιμονή στην προώθηση του πρώτου, ναι;
rigidsky
Και ορθώς.
Διαγραφή