Τα τοπία εδώ που είμαι είναι σαν την ίδια την άνοιξη: πολύ μα πολύ εφήμερες υποθέσεις, αφού υπάρχουνε για μία με δύο εβδομάδες, μέχρι να επέλθει η Μεγάλη Ζέστη (Μάιο με Οκτώβριο) και να τα κατακάψει όλα, να μαράνει τα πάντα, να ερημώσει το στείρο χώμα από κάθε ίχνος πόας, αναδεικνύοντας τα καύκαλα της γης από κάτω, κάτι ασβεστόλιθους και πωρόλιθους και γρανίτη με εμφυτευμένα δέντρα ασθενικά και ταλαίπωρα. Αν έχει βρέξει, τα τοπία εδώ μπορεί και να ζήσουνε για ένα, ενάμιση μήνα. Μόνον η θάλασσα είναι αμετάβλητη, δηλαδή περιμένει τη Μεγάλη Ζέστη για να δοξαστεί το ηγεμονικό και μεταλλικώς απλοειδές μπλε της, το πράσινό της που παριστάνει τη διαφάνεια. Αλλά τη θάλασσα, την ἀτρύγετο, ποτέ δεν την αγάπησα πολύ.
Κι έτσι ονειρεύομαι την Κρήτη, με τα λουλούδια της και τα Λευκά Όρη. Το Μέτσοβο και το Ανήλιο, ούτε που τολμώ: ό,τι είναι μακρινό μου δεν τολμώ καν να το ποθώ συνήθως.
Κι όμως τα εφήμερα αυτά τοπία, έχουνε τη δική τους δόξα. Όπως οι ελαφρώς λιγότερο εφήμερες ζωές μας. Καμμιά φορά λάμπουν κι αστράφτουν. Κοιτάζεις τον χάρτη και λες "πού είμαι;". Κάπου ανώνυμα, κάπου όπου έχεις ξαναπάει και δε θυμάσαι. Οι χάρτες όλο τέτοια μικρά ψέματα λένε. Οι χάρτες σε κάνουν να πιστεύεις ότι γνωρίζεις κι ότι εποπτεύεις, ενώ αποσιωπούν τα πιο σπουδαία, τα πιο πραγματικά (όσα καρφιτσάκια-πινεζάκια και να τους καρφώσεις) και σίγουρα τα πιο όμορφα: τις στιγμές σου, τις μικρές, τις εφήμερες, ομορφιές που δε βλέπει κανείς χαρτογράφος, κανείς τοπογράφος, κανείς δορυφόρος.
Λόγου χάρη: τον τρελό χορό τρελών χελιδονιών. Τα περιστέρια ας είναι σύμβολα της Θεότητας, του Αγίου Αθανάτου, των μεγάλων και ωραίων ιδανικών: τα χελιδόνια δε θα γίνουνε ποτέ σύμβολα, θα ζούνε πάντα μέσα στον τρελό χορό της χαράς τους, ερωτευμένα και γοργόφτερα, παίζοντας και μεγαλώνοντας μικρά, χτίζοντας και παίζοντας με τον αέρα. Τα χελιδόνια θα είναι άνθρωποι.
Λόγου χάρη: χωράφια από κριθάρι ήδη ώριμο, που σταματούν στη θάλασσα. Μια χαρουπιά στη μέση.
Και μετά, η θάλασσα, αυτή η απεραντοσύνη αλατόνερου, αχανής σα θάνατος, σχεδόν ευγενική.
Κι έτσι ονειρεύομαι την Κρήτη, με τα λουλούδια της και τα Λευκά Όρη. Το Μέτσοβο και το Ανήλιο, ούτε που τολμώ: ό,τι είναι μακρινό μου δεν τολμώ καν να το ποθώ συνήθως.
Κι όμως τα εφήμερα αυτά τοπία, έχουνε τη δική τους δόξα. Όπως οι ελαφρώς λιγότερο εφήμερες ζωές μας. Καμμιά φορά λάμπουν κι αστράφτουν. Κοιτάζεις τον χάρτη και λες "πού είμαι;". Κάπου ανώνυμα, κάπου όπου έχεις ξαναπάει και δε θυμάσαι. Οι χάρτες όλο τέτοια μικρά ψέματα λένε. Οι χάρτες σε κάνουν να πιστεύεις ότι γνωρίζεις κι ότι εποπτεύεις, ενώ αποσιωπούν τα πιο σπουδαία, τα πιο πραγματικά (όσα καρφιτσάκια-πινεζάκια και να τους καρφώσεις) και σίγουρα τα πιο όμορφα: τις στιγμές σου, τις μικρές, τις εφήμερες, ομορφιές που δε βλέπει κανείς χαρτογράφος, κανείς τοπογράφος, κανείς δορυφόρος.
Λόγου χάρη: τον τρελό χορό τρελών χελιδονιών. Τα περιστέρια ας είναι σύμβολα της Θεότητας, του Αγίου Αθανάτου, των μεγάλων και ωραίων ιδανικών: τα χελιδόνια δε θα γίνουνε ποτέ σύμβολα, θα ζούνε πάντα μέσα στον τρελό χορό της χαράς τους, ερωτευμένα και γοργόφτερα, παίζοντας και μεγαλώνοντας μικρά, χτίζοντας και παίζοντας με τον αέρα. Τα χελιδόνια θα είναι άνθρωποι.
Λόγου χάρη: χωράφια από κριθάρι ήδη ώριμο, που σταματούν στη θάλασσα. Μια χαρουπιά στη μέση.
Και μετά, η θάλασσα, αυτή η απεραντοσύνη αλατόνερου, αχανής σα θάνατος, σχεδόν ευγενική.
Πλην ομως αποδημητικα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εκει χανεται η συνεχεια.
Καληνυχτα..