Είμαι κατά των επετείων και σε επίπεδο αρχής και για λόγους ιδιοσυγκρασίας, αν και αντιλαμβάνομαι την αναγκαιότητά τους. Θα είμαι σύντομος λοιπόν.
Το 30% που, κατά τη δημοσκόπηση, θεωρεί ότι περνάγαμε (ποιοι άραγε; ποιας ηλικίας είναι όσοι φρονούν κάτι τέτοιο;) καλύτερα επί Χούντας δε δημιουργήθηκε πρόπερσι και δεν έχει σχέση με τη ναζιστική συμμορία. Σταματήστε επιτέλους να πέφτετε από τα σύννεφα: ο φασισμός στην Ελλάδα έχει ερείσματα και ρίζες, τέλος. Διαβάστε το Χαστουκόδεντρο, αν τα θέλετε αφηγηματικώς και με πηγές.
Εγώ πάντως, από παιδί τα άκουγα: "με τον Παπαδόπουλο περνάγαμε καλά, είχαμε ησυχία, χάρισε τα δάνεια: δεν είχανε τον νου τους στο πώς να φάνε. Όποιος καθόταν στα αυγά του και δεν ανακατευόταν με τα πολιτικά δεν τον ενοχλούσε κανείς -- τους ιδεολόγους, ε, και πριν τους κυνηγούσαν".
Μεγαλώνοντας, έβλεπα κάθε 21η Απριλίου τα τηλεοπτικά αφιερώματα: και επί πασοκταετίας και μετά παρουσιαζόταν ως μια γκροτέσκα εποχή, οι εκπομπές σοβάρευαν για λίγο με αναφορές σε ήρωες (Γεωργάκη, Καράγιωργα, Παναγούλη), σε βασανισμούς και στο Πολυτεχνείο. Η Χούντα παρουσιαζόταν σαν μια εποχή τόσο μακρινή όσο η Κατοχή ή και ο Εθνικός Διχασμός. Γκροτέσκα εποχή: υλικό για επιθεωρήσεις και τραγουδάκια λογοκριμένα. Γκροτέσκα και σχεδόν τίποτε άλλο.
Πριν πολλά χρόνια, στην κηδεία του παππού μου, στην οποία παρευρέθηκα σχεδόν κατά λάθος μια και ο θάνατός του ήταν μάλλον απροσδόκητος, εμφανίστηκε ο αρχιβασανιστής ξάδερφος της γιαγιάς. Η γιαγιά, ως "κομμουνίστρια" αρνιόταν για χρόνια την ίδια του την ύπαρξή. Αυτή την άρνηση τη διευκόλυνε το ότι με την πτώση της Χούντας ο αρχιβασανιστής (αυτό ήτανε το ανομολόγητο παρατσούκλι του -- μπορεί βεβαίως να ήταν απλός βασανιστής, χοιρινό απλό κι όχι αρχιχοιρινό) έφυγε για την Τζέντα "γιατί θα τον λιανίζανε", από την οποία τελικά επέστρεψε στα μέσα της δεκαετίας του '90. Μετά το ξόδι, στον καφέ, η ξαδέρφη του πατέρα μου με γύριζε γύρω γύρω με ένα ποτήρι κονιάκ στο χέρι και με επιδείκνυε στο σόι. "Κι αυτός είναι ο [αρχιβασανιστής], ήτανε χρόνια στην Τζέντα." Τον κοίταξα καλά, αν και αποφεύγω να κοιτάζω ανθρώπους στα μάτια συνήθως. Ένα σιτεμένο χαμογελαστό γεροντάκι. Μου είπε ότι έχει ακούσει πολλά για μένα, πόσο χαιρόταν που με γνώριζε κτλ. Δεν απάντησα, άλλωστε είχα και το πρόσχημα του πένθους για να παραμείνω αμίλητος -- πρόσχημα όμως. Μου έδωσε το χέρι και μου το έσφιξε. Η αποστροφή που αισθάνθηκα είναι απερίγραπτη, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.
Το 30% που, κατά τη δημοσκόπηση, θεωρεί ότι περνάγαμε (ποιοι άραγε; ποιας ηλικίας είναι όσοι φρονούν κάτι τέτοιο;) καλύτερα επί Χούντας δε δημιουργήθηκε πρόπερσι και δεν έχει σχέση με τη ναζιστική συμμορία. Σταματήστε επιτέλους να πέφτετε από τα σύννεφα: ο φασισμός στην Ελλάδα έχει ερείσματα και ρίζες, τέλος. Διαβάστε το Χαστουκόδεντρο, αν τα θέλετε αφηγηματικώς και με πηγές.
Εγώ πάντως, από παιδί τα άκουγα: "με τον Παπαδόπουλο περνάγαμε καλά, είχαμε ησυχία, χάρισε τα δάνεια: δεν είχανε τον νου τους στο πώς να φάνε. Όποιος καθόταν στα αυγά του και δεν ανακατευόταν με τα πολιτικά δεν τον ενοχλούσε κανείς -- τους ιδεολόγους, ε, και πριν τους κυνηγούσαν".
Μεγαλώνοντας, έβλεπα κάθε 21η Απριλίου τα τηλεοπτικά αφιερώματα: και επί πασοκταετίας και μετά παρουσιαζόταν ως μια γκροτέσκα εποχή, οι εκπομπές σοβάρευαν για λίγο με αναφορές σε ήρωες (Γεωργάκη, Καράγιωργα, Παναγούλη), σε βασανισμούς και στο Πολυτεχνείο. Η Χούντα παρουσιαζόταν σαν μια εποχή τόσο μακρινή όσο η Κατοχή ή και ο Εθνικός Διχασμός. Γκροτέσκα εποχή: υλικό για επιθεωρήσεις και τραγουδάκια λογοκριμένα. Γκροτέσκα και σχεδόν τίποτε άλλο.
Πριν πολλά χρόνια, στην κηδεία του παππού μου, στην οποία παρευρέθηκα σχεδόν κατά λάθος μια και ο θάνατός του ήταν μάλλον απροσδόκητος, εμφανίστηκε ο αρχιβασανιστής ξάδερφος της γιαγιάς. Η γιαγιά, ως "κομμουνίστρια" αρνιόταν για χρόνια την ίδια του την ύπαρξή. Αυτή την άρνηση τη διευκόλυνε το ότι με την πτώση της Χούντας ο αρχιβασανιστής (αυτό ήτανε το ανομολόγητο παρατσούκλι του -- μπορεί βεβαίως να ήταν απλός βασανιστής, χοιρινό απλό κι όχι αρχιχοιρινό) έφυγε για την Τζέντα "γιατί θα τον λιανίζανε", από την οποία τελικά επέστρεψε στα μέσα της δεκαετίας του '90. Μετά το ξόδι, στον καφέ, η ξαδέρφη του πατέρα μου με γύριζε γύρω γύρω με ένα ποτήρι κονιάκ στο χέρι και με επιδείκνυε στο σόι. "Κι αυτός είναι ο [αρχιβασανιστής], ήτανε χρόνια στην Τζέντα." Τον κοίταξα καλά, αν και αποφεύγω να κοιτάζω ανθρώπους στα μάτια συνήθως. Ένα σιτεμένο χαμογελαστό γεροντάκι. Μου είπε ότι έχει ακούσει πολλά για μένα, πόσο χαιρόταν που με γνώριζε κτλ. Δεν απάντησα, άλλωστε είχα και το πρόσχημα του πένθους για να παραμείνω αμίλητος -- πρόσχημα όμως. Μου έδωσε το χέρι και μου το έσφιξε. Η αποστροφή που αισθάνθηκα είναι απερίγραπτη, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.
"...ο φασισμός στην Ελλάδα έχει ερείσματα και ρίζες, τέλος."
ΑπάντησηΔιαγραφήSraosha, σίγουρα δεν είσαι πολιτικός, αλλά σίγουρα είσαι πολιτικό όν :)