Κάθησα να δω το 'Δεμένη κόκκινη κλωστή'. Άντεξα περίπου δέκα λεπτά: το εμφυλιοπολεμικό θέαμα είναι πια υπερβολικά επίκαιρο σε μια χώρα στης οποίας τα σύνορα πεθαίνουν εκατοντάδες άμοιροι άνθρωποι, στους δρόμος της οποίας αλωνίζουνε συμμορίες ναζιστών ενώ η αστυνομία της έχει αφοσιωθεί στη στυγνή καταστολή, που μέσα στις εφημερίδες της πίνουνε καφέ και γράφουν άνθρωποι έτοιμοι για όλα, έτοιμοι να δικαιολογήσουνε τα πάντα προκειμένου να γλυτώσουμε από την ανομία και την "ακροαριστερή βία".
Για μια φορά ακόμα σκέφτηκα το προφανές: δεν υπάρχουνε δύο άκρα. Υπάρχει η πλευρά των λίγων, προνομιούχων και καλά οπλισμένων που επιτίθεται. Υπάρχει και η πλευρά των πολλών που υφίστανται την κατακρεούργηση, την εξαθλίωση, τη σύνθλιψη, την υποδούλωση (το "εξανδραποδισμός" ακούγεται σαν ανεπίτρεπτη καλλιέπεια πια) και την καταπίεση. Κάποιοι από τους πολλούς αμύνονται. Τότε είναι που οι λίγοι επικαλούνται τη μεσότητα, τη σωφροσύνη, την κοσμιότητα, την πραότητα, τη μετριοπάθεια. Συνήθως δι' αντιπροσώπων.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρά μου να δω την ταινία, ξαναθυμήθηκα το 'Χαστουκόδεντρο' του Άρη Μαραγκόπουλου. Τελειώνοντας τη δική μου ανάγνωση του βιβλίου πριν λίγο καιρό αποκόμισα έντονα, έκτυπα σχεδόν, δύο συμπεράσματα. Ενδεχομένως 'συμπεράσματα' να είναι ο λάθος όρος: επρόκειτο για κάτι βαθύτερο και σαφέστερο από 'εντυπώσεις', αλλά και πιο υπόρρητο και υπαινικτικό από τα 'συμπεράσματα' στα οποία καταλήγει κανείς μελετώντας π.χ. μια μονογραφία ή μια ιστορική πραγματεία.
Το πρώτο συμπέρασμα το υπαινίχθηκα ήδη: μεγάλωσα σε μια οικογένεια και σε μια κοινωνία στις οποίες οι μακρινές και ξορκισμένες (νομίζαμε) αναμνήσεις του Εμφυλίου και του ζόρικου 1950-1967 αποδίδονταν σε "φαγωμάρες για τα πολιτικά", λες και τα πολιτικά είναι κάποιου είδους βίαιο και υψηλού ρίσκο ποδόσφαιρο, όπου εξ ορισμού κανείς δεν έχει δίκιο ή άδικο. Άκουγα για τη "διχόνοια της φυλής" που γεννάει εμφυλίους και διχασμούς, λες και επρόκειτο για λ.χ. τη βρώση ζωικού λίπους και κατάποση άφθονων ποσοτήτων αλκοόλ που κουτσουρεύουν τα προσδόκιμα ζωής των λαών του ευρωπαϊκού Βορρά: ενός είδους πολιτισμική ιδιορρυθμία. Μιλούσανε για "τους μεν και τους δε", λες και ο θίασος των βλαχοαστών που παρελαύνουν από το Χαστουκόδεντρο (και την Ελλάδα του '50, του '60 και του '70) είναι εξίσου ισχυροί και προνομιούχοι με τον ακτήμονα, τον εργάτη του Μαντζάκου, ή και τον πατέρα μου, γιο τυπογράφου που είχε φάκελο (αν και με περιεχόμενα διόλου ηρωικά ή αγωνιστικά). Με δυο λόγια: η ισότιμη κι ισοβαρής αντιπροσώπευση των δύο "παρατάξεων", "άκρων" αν θέλετε, είναι μαζί μας από τη δεκαετία του '40: ίσα κι όμοια ο κατσαπλιάς κι ο αντάρτης με τον ταγματασφαλίτη και τον χίτη -- με το αόρατο Κέντρο να απαρτίζεται από όσους ήσυχα έκαναν αντίσταση μέσα στη φαντασία τους. Ο νεόπλουτος μαυραγορίτης ή από τα περιουσιακά εξοντωμένων Εβραίων ίσα κι όμοια με τον εξόριστο και βασανισμένο κομμουνιστή κι "ιδεολόγο" -- ενώ το φαντασιακό Κέντρο στελεχώνεται με δηλωσίες, φιλήσυχους νομοταγείς, "οικογενειάρχες". Και πάει λέγοντας. Και εν πάση περιπτώσει, το Χαστουκόδεντρο τα λέει τάξεις μεγέθους καλύτερα από μένα.
Το δεύτερο συμπέρασμα: το Χαστουκόδεντρο είναι πανοραμικό, πολυφωνικό βιβλίο. Όταν λέω πολυφωνικό εννοώ γνήσια πολυφωνικό, με την μπαχτινική έννοια: οι πολλές φωνές που αρθρώνονται δεν συγκλίνουν προς μία και δεσπόζουσα ερμηνεία είτε της βασικής πλοκής είτε του ελληνικού πανοράματος που πλαισιώνει την πλοκή. Ίσα-ίσα, οι φωνές εξακτινώνονται τελικά, αφού συνδιαλεχθούνε μεταξύ τους, λοξά συνήθως, αφού η μία -- μερικώς και ημιτελώς πολλές φορές -- απαντήσει στην άλλη. Αποτελεί κείμενο γεμάτο τάσεις και εντάσεις μεταξύ όχι αντιθέτων αλλά ανάμεσα σε διακριτές αποχρώσεις, διαθέσεις και (σίγουρα) αρχές: έρωτας και πολιτική, Ελλάδα και αλλού, Ωνάσης και Πάππας, Μπελογιάννης και Λαμπράκης, ελευθεριακότητα και κομματικός αυταρχισμός, αίμα και γέλιο, επαρχία και Αθήνα, εστεμμένοι και σελέμπριτυ, Σπυριδούλα και... -- και πάει λέγοντας. Μέσα από αυτό το πολυφωνικό και πολυπρισματικό έργο (ασυνήθιστα τεκμηριωμένο σε κάποια σημεία, ανέμελο μυθοπλαστικά σε άλλα) συντίθεται μια εικόνα πολύ ενδιαφέρουσα, όσο και ανησυχητική: αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα μετά το 2008, αυτό που ο Rakasha συζήτησε με όρους της 'κατάστασης εξαίρεσης' του Agamben, δεν είναι καθόλου μα καθόλου κατάσταση εξαίρεσης, παρά το business as usual της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Της εκάστοτε άρχουσας τάξης (πείτε τους 'διαπλεκόμενους' ή ό,τι άλλο) που μόνον προσχηματικά ενδιαφέρεται για εργασιακά, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία τιμά τους δημοκρατικούς θεσμούς με τον τρόπο που χειρίζονταν οι παλιοί αγρότες την κρεωφαγία: ως δαπανηρή και ίσως περιττή πολυτέλεια.
Για μια φορά ακόμα σκέφτηκα το προφανές: δεν υπάρχουνε δύο άκρα. Υπάρχει η πλευρά των λίγων, προνομιούχων και καλά οπλισμένων που επιτίθεται. Υπάρχει και η πλευρά των πολλών που υφίστανται την κατακρεούργηση, την εξαθλίωση, τη σύνθλιψη, την υποδούλωση (το "εξανδραποδισμός" ακούγεται σαν ανεπίτρεπτη καλλιέπεια πια) και την καταπίεση. Κάποιοι από τους πολλούς αμύνονται. Τότε είναι που οι λίγοι επικαλούνται τη μεσότητα, τη σωφροσύνη, την κοσμιότητα, την πραότητα, τη μετριοπάθεια. Συνήθως δι' αντιπροσώπων.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρά μου να δω την ταινία, ξαναθυμήθηκα το 'Χαστουκόδεντρο' του Άρη Μαραγκόπουλου. Τελειώνοντας τη δική μου ανάγνωση του βιβλίου πριν λίγο καιρό αποκόμισα έντονα, έκτυπα σχεδόν, δύο συμπεράσματα. Ενδεχομένως 'συμπεράσματα' να είναι ο λάθος όρος: επρόκειτο για κάτι βαθύτερο και σαφέστερο από 'εντυπώσεις', αλλά και πιο υπόρρητο και υπαινικτικό από τα 'συμπεράσματα' στα οποία καταλήγει κανείς μελετώντας π.χ. μια μονογραφία ή μια ιστορική πραγματεία.
Το πρώτο συμπέρασμα το υπαινίχθηκα ήδη: μεγάλωσα σε μια οικογένεια και σε μια κοινωνία στις οποίες οι μακρινές και ξορκισμένες (νομίζαμε) αναμνήσεις του Εμφυλίου και του ζόρικου 1950-1967 αποδίδονταν σε "φαγωμάρες για τα πολιτικά", λες και τα πολιτικά είναι κάποιου είδους βίαιο και υψηλού ρίσκο ποδόσφαιρο, όπου εξ ορισμού κανείς δεν έχει δίκιο ή άδικο. Άκουγα για τη "διχόνοια της φυλής" που γεννάει εμφυλίους και διχασμούς, λες και επρόκειτο για λ.χ. τη βρώση ζωικού λίπους και κατάποση άφθονων ποσοτήτων αλκοόλ που κουτσουρεύουν τα προσδόκιμα ζωής των λαών του ευρωπαϊκού Βορρά: ενός είδους πολιτισμική ιδιορρυθμία. Μιλούσανε για "τους μεν και τους δε", λες και ο θίασος των βλαχοαστών που παρελαύνουν από το Χαστουκόδεντρο (και την Ελλάδα του '50, του '60 και του '70) είναι εξίσου ισχυροί και προνομιούχοι με τον ακτήμονα, τον εργάτη του Μαντζάκου, ή και τον πατέρα μου, γιο τυπογράφου που είχε φάκελο (αν και με περιεχόμενα διόλου ηρωικά ή αγωνιστικά). Με δυο λόγια: η ισότιμη κι ισοβαρής αντιπροσώπευση των δύο "παρατάξεων", "άκρων" αν θέλετε, είναι μαζί μας από τη δεκαετία του '40: ίσα κι όμοια ο κατσαπλιάς κι ο αντάρτης με τον ταγματασφαλίτη και τον χίτη -- με το αόρατο Κέντρο να απαρτίζεται από όσους ήσυχα έκαναν αντίσταση μέσα στη φαντασία τους. Ο νεόπλουτος μαυραγορίτης ή από τα περιουσιακά εξοντωμένων Εβραίων ίσα κι όμοια με τον εξόριστο και βασανισμένο κομμουνιστή κι "ιδεολόγο" -- ενώ το φαντασιακό Κέντρο στελεχώνεται με δηλωσίες, φιλήσυχους νομοταγείς, "οικογενειάρχες". Και πάει λέγοντας. Και εν πάση περιπτώσει, το Χαστουκόδεντρο τα λέει τάξεις μεγέθους καλύτερα από μένα.
Το δεύτερο συμπέρασμα: το Χαστουκόδεντρο είναι πανοραμικό, πολυφωνικό βιβλίο. Όταν λέω πολυφωνικό εννοώ γνήσια πολυφωνικό, με την μπαχτινική έννοια: οι πολλές φωνές που αρθρώνονται δεν συγκλίνουν προς μία και δεσπόζουσα ερμηνεία είτε της βασικής πλοκής είτε του ελληνικού πανοράματος που πλαισιώνει την πλοκή. Ίσα-ίσα, οι φωνές εξακτινώνονται τελικά, αφού συνδιαλεχθούνε μεταξύ τους, λοξά συνήθως, αφού η μία -- μερικώς και ημιτελώς πολλές φορές -- απαντήσει στην άλλη. Αποτελεί κείμενο γεμάτο τάσεις και εντάσεις μεταξύ όχι αντιθέτων αλλά ανάμεσα σε διακριτές αποχρώσεις, διαθέσεις και (σίγουρα) αρχές: έρωτας και πολιτική, Ελλάδα και αλλού, Ωνάσης και Πάππας, Μπελογιάννης και Λαμπράκης, ελευθεριακότητα και κομματικός αυταρχισμός, αίμα και γέλιο, επαρχία και Αθήνα, εστεμμένοι και σελέμπριτυ, Σπυριδούλα και... -- και πάει λέγοντας. Μέσα από αυτό το πολυφωνικό και πολυπρισματικό έργο (ασυνήθιστα τεκμηριωμένο σε κάποια σημεία, ανέμελο μυθοπλαστικά σε άλλα) συντίθεται μια εικόνα πολύ ενδιαφέρουσα, όσο και ανησυχητική: αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα μετά το 2008, αυτό που ο Rakasha συζήτησε με όρους της 'κατάστασης εξαίρεσης' του Agamben, δεν είναι καθόλου μα καθόλου κατάσταση εξαίρεσης, παρά το business as usual της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Της εκάστοτε άρχουσας τάξης (πείτε τους 'διαπλεκόμενους' ή ό,τι άλλο) που μόνον προσχηματικά ενδιαφέρεται για εργασιακά, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία τιμά τους δημοκρατικούς θεσμούς με τον τρόπο που χειρίζονταν οι παλιοί αγρότες την κρεωφαγία: ως δαπανηρή και ίσως περιττή πολυτέλεια.
Το έβαλα στη λίστα με τα μελλοντικά αναγνώσματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα μεγάλο δημόσιο ευχαριστώ, διότι από τις 30 τόσες κριτικές που γράφτηκαν για το βιβλίο αυτή επιμένει στα δύο πιο σημαντικά σημεία του «Χαστουκόδεντρου».
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ σ' ευχαριστώ, για τον καλό τον λόγο.
ΔιαγραφήΕυχαριστούμε για αυτό το κείμενο. Πολύ αληθινό, και πολύ σημαντικό να αναδεικνύονται βιβλία που αξίζουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ σας ευχαριστώ!
Διαγραφή