στον άνθρωπο της ξαπλώστρας, γι' αυτό
Τον τελευταίο καιρό ξυπνάω νωρίτερα από όσο θα ήθελα. Υπήρχαν βέβαια χρόνια που το εγερτήριο ήτανε σταθερά στις 6, δεν παραπονιέμαι. Όμως το μυαλό μου δεν ξυπνάει πριν τις 11. Πριν τις 11 το πρωί τα πάντα είναι απόκοσμα και καινούργια γύρω μου, όχι πάντοτε με ευχάριστο τρόπο: πολλές φορές τα τοπία μοιάζουνε βάρβαρα και προσβλητικά, τα καθήκοντα της ημέρας βουνό, το σπίτι υπερβολικά φωτεινό και ακατάστατο. Όχι, για το σκοτάδι δεν παραπονέθηκα ποτέ. Ακόμα και αν ξεκινήσω δουλειά στις 8, μέχρι εκεί στις 11 τη διεκπεραιώνω αυτόματα: εργάζομαι αυτόματα, μιλάω σε ανθρώπους σαν να έχω πετύχει αστρική προβολή και το πνεύμα μου να είναι αλλού. "Κοιμάται το πνεύμα του", που έλεγαν οι παλιοί.
Με δαγκώνει στο ξύπνημα η στιγμή στην οποία απότομα ξεσκεπάζεται αυτό που με στενοχώρησε την προηγούμενη βραδιά, που το είχα κουκουλωμένο τις ώρες του ύπνου. Με ενοχλεί να οδηγώ, πάντοτε με το πνεύμα να κοιμάται, και να αναδεύονται στενόχωρα οι σκέψεις στο καζάνι του υποσυνείδητου και να με παίρνουν οι αναθυμιάσεις. Σήμερα στο φανάρι είδα ξανά την πτωχομνημειακή πύλη του ταλαίπωρου σκονισμένου πάρκου, θυμήθηκα ότι την ξανακοίταζα πικραμένος -- δε θυμάμαι πότε. Δεν έχει σημασία, είπα. Σκέψου πόσες φορές έχεις σταματήσει σε αυτό το φανάρι ευτυχισμένος. Σκέψου τις χαρές που έρχονται. Το νυσταγμένο μάτι σου, που βλέπει με καθαρότητα και οξυδέρκεια αλλά μόνον αυτό στο οποίο προσηλώνεται και τίποτε γύρω του, το μάτι σου το κυκλώπειο, στρέψε το προς το μέλλον. Δες τη Χαναάν. Το μέλι και το γάλα, τα υπερφυσικά σταφύλια. Δες τον ωραίο ιδρώτα, την ευφρόσυνη μέθη, την ησυχία μεταξύ των ανθρώπων, δες ρε γαμώτο, κοίτα. Δυσκολεύομαι. Δε νυστάζω ακριβώς: κοιμάται το πνεύμα μου, ανεβαίνουνε πικρές αναθυμιάσεις.
Στο αυτοκίνητο. Αυτογνωσία, λέει. Ναι, ωραία είναι, αλλά υπερεκτιμημένη. Η ζέστη που ήρθε πια θα μου στερήσει το περπάτημα. Κόψτε μου το περπάτημα και πέθανα, όπως ο παππούς: είχε δύο διαδρομές για το καθημερινό του περπάτημα μέσα στην Αθήνα, των 8 χιλιομέτρων και των 5 χιλιομέτρων για όταν βαριόταν. Σταμάτησε να περπατάει, πέθανε. Εδώ ποιο περπάτημα. Καθημερινές μικροτραγωδίες παρεξηγήσεων, ευτελείς κι επώδυνες· φόβος με το ξύπνημα πολλές φορές, χειρότερος και από το ξεκουκούλωμα της στενοχώριας της προηγούμενης βραδιάς· εγκλεισμός κι εκτοπισμός: η ζωή είναι αλλού και σου κάνει "γεια σου" και "έλα πιο κοντά" και "τζα" -- εδώ δουλεύουμε.
Ωραία είναι που δε διαβάζουν πια παρά ελάχιστοι τα μπλόγκια: η άμεση αυτοέκδοση, το απαθάνατισμα της παρόρμησης, το ομόλογο της ψηφιακής φωτογραφίας, το WYSIWYG στη γραφή, θα βρει επιτέλους την εκπλήρωσή του, τον σκοπό του: να γράψεις για να γράψεις, όχι ντε και καλά για να σε διαβάσουνε κιόλας. Αυτή είναι η Χαναάν της γραφής για εμάς που δεν ξέρουμε να πούμε ιστορίες, που δεν μπορούμε να γράψουμε ποίηση, που οι συνειρμοί μας είναι χαλαροί κι ευτελείς και βγάζουνε πάντα στη νοσταλγία ή στην προσδοκία σαν οχετοί που πέφτουνε στη θάλασσα, που δεν έχουμε να μοιραστούμε τίποτα παρά την κλαγγή μια στεγνής φωνής, την πολυμάθεια και την αφέλειά μας, άντε και ένα ή δύο καλά κρυμμένα λογοπαίγνια που επιστρέφουνε σε μικρές παραλλαγές σαν επίμονα λαϊτμοτίφ. Κι εν πάση περιπτώσει, η αυτοαναφορικότητα σε σασίμι δεν αφορά όσους δε σε ξέρουν. Κι αυτοί που σε ξέρουν αρκούνται να σ' ακούνε, που λέει κι η Ζ. Σιγά μην κάτσουνε να σε διαβάζουν κι από πάνω.
Ψάχνοντας για καφέ αποφάσισα να οδηγήσω μέχρι πέρα από την παλιά γειτονιά. Το διαμέρισμα από το οποίο με εκδίωξαν είναι ακόμα άδειο, τρία περίπου χρόνια μετά, το πανώ "ενοικιάζεται" έχει γίνει έμβλημα σαρκασμού της γειτονιάς. Μετά τη σπονδή αυτή χαιρεκακίας και αυτοδικαίωσης πάω σε μια γειτονιά σαν Βόλο χωρίς την άκαμπτη ρυμοτομία του. Παρκάρω μπροστά σε μια ταβέρνα: Ylaine's Garden. Ylaine: Elaine, Ελεάνα; Ποιος ξέρει. Ο καφές είναι καλός, τα βουλγάρικα στο νέο πεντάευρο με κάνουνε να σκεφτώ το καινούργιο, αυτό με τις κατασχέσεις πρώτης κατοικίας, ότι έχουμε πόλεμο στην Ελλάδα και ότι πολλοί κάνουνε σαν να μην καταλαβαίνουν. Ότι πρέπει να καταλάβουμε ότι έχουμε πόλεμο (έστω και με τρία χρόνια καθυστέρηση) και να πολεμήσουμε καθαρά και με τιμή, όπως οι Τούρκοι στην Πόλη. Οι Τούρκοι που, στο 'Γεφύρι του Δρίνου' (εκεί μπορεί να είναι και Βόσνιοι, βεβαίως, "Τούρκους" πάντως τους λέει ο νομπελίστας) παραπονιούνται πως ό,τι κερδίζουνε στο πεδίο της μάχης τους το παίρνουνε με συνθήκες οι χριστιανοί. Αποφασίζω να μη γράψω το ποστ: οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται. Αλλά βεβαίως, το σκεπτικό του Πιλάτου, ε; Ας τα πουν οι καλύτεροί μου και καλύτερα.
Κλείνω τα μάτια, καλώ κοντά μου τον πόθο. Έρχεται παραδίπλα. Ανοίγω τα μάτια, βλέπω τον δρόμο μου, πλάτη σε μια οθόνη, αργόσχολοι συμπατριώτες μου δίπλα σχολιάζουνε τα πάντα: αυτό κάνουμε σχολιάζουμε. Δεν πα να γαμηθούμε, λέω. Παίρνω τον καφέ στο χέρι κι επιστρέφω στη δουλειά. Μόλις ξυπνήσει το μυαλό μου, το πνεύμα μου, τα κεντρικά συστήματα της νόησης -- πείτε το όπως θέλετε -- θα φαγωθεί να γράψει για τη Χαναάν. Για να γράψει και μόνο: σχεδόν αυτοσκοπός.
Straosha, ἀνίκατε μάχαν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεγάλο ποστ. Ευγνώμων
ΑπάντησηΔιαγραφήΚ.Κ.Μ.
Μπορεί να είναι έτσι και να είναι και τι ωραία --εγώ θα πω όμως, τι ωραία να είμαι απ' τους ελάχιστους που διαβάζουν πια τα μπλόγκια.
ΑπάντησηΔιαγραφήωραίος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο προηγούμενο ποστ είμαι το ένα (αναπάντητο) σχόλιο. Καλά να πάθω. Πού να ήξερα ότι θα ακολουθήσει η Χαναάν, ώστε να μη ρωτάω μαλακίες; Συνελόντι ειπείν: πάρα πολύ ωραίο κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα δε ρωτήσατε μαλακίες! Ίσα ίσα: κάνατε ένα πολύ διακριτικό και καίριο χώσιμο. Αλλά κι εγώ δεν είμαι κυβερνητικός εκπρόσωπος να απαντάω αν δεν έχω κάτι να πω (ή αν τρώω τάπα). :-)
Διαγραφή