Ωραία είναι η ωριμότητα. Καθόλου δεν μου λείπει η εποχή της ανωριμότητας. Καθόλου δεν μου λείπουν οι μάταιες μεταμέλειες, τα ανεδαφικά άγχη, οι θηριώδεις ανασφάλειες, οι ενοχές της πλάκας. Δεν θα ήθελα να γυρίσω στην εποχή που νόμιζα ότι ήμουν όπως όλοι οι άλλοι, ή μάλλον ότι θα έπρεπε να είμαι όπως όλοι οι άλλοι – όπως νόμιζα ότι είναι όλοι οι άλλοι, αλλά έλα που δεν ήμουν με 100% επιτυχία ακριβώς όπως οι άλλοι, έλα που θεωρούσα τον εαυτό μου άθλιο και καραγκιόζη και μοναδικά χαζό – έναν καημένο που οι άλλοι παραφυλάνε να τον κοροϊδέψουν.
Ούτε νοσταλγώ τον καιρό της θλίψης και της υπερανάλυσης. Νωρίς κατάλαβα ότι πρώτα πρέπει να ζεις και να σφάλλεις και να τρίβεσαι για να μπορείς μετά να σκέφτεσαι, να αναπολείς και να ονειρεύεσαι. Το έλεγε κι εκείνο το περιοδικό, άλλωστε: πρώτα ζούμε, μετά γράφουμε. Όμως αδυνατούσα να πάρω στα σοβαρά τον εαυτό μου. Δηλαδή και τώρα δεν τον παίρνω γενικώς στα σοβαρά, απλώς ξέρω ότι είναι καλός ο εαυτός για τρεις-τέσσερις δουλίτσες. Και δεν τον μέμφομαι πια, ούτε τον περιφρονώ.
Ποιος θα ήθελε να ανταλλάξει τη χαρά της κάθε μέρας με την υπερανάλυση του ελαχίστου; Όταν υπεραναλύεις το λίγο, χάνεις τη δυνατότητα να ξεχωρίσεις τη μία εκείνη λεπτομέρεια που μετράει, την οριακή περίπτωση, το κατιτίς (που λέγανε παλιά).
Η ανωριμότητα έχει ένα αβαντάζ: τη χαρά τη ανακάλυψης, την έκπληξη του καινούργιου, αυτό που μερικοί αποκαλούνε «μάθηση». Και λίγες χαρές είναι σαν κι αυτή. Γι’ αυτό και τόσο κόσμος νοσταλγεί τα παιδικά χρόνια και το χάος της εφηβείας. Όμως η έκπληξη και η ανακάλυψη μπορούν να παραμείνουν, η χαρά τους μπορεί να ανθίσει οποτεδήποτε: καλλιέργεια χρειάζεται, καλλιέργεια της αμφιβολίας και της απορίας. Να είσαι σε εγρήγορση και να μη θεωρείς τίποτε δεδομένο: νάφε και μέμνασο απιστείν.
Ούτε νοσταλγώ τον καιρό της θλίψης και της υπερανάλυσης. Νωρίς κατάλαβα ότι πρώτα πρέπει να ζεις και να σφάλλεις και να τρίβεσαι για να μπορείς μετά να σκέφτεσαι, να αναπολείς και να ονειρεύεσαι. Το έλεγε κι εκείνο το περιοδικό, άλλωστε: πρώτα ζούμε, μετά γράφουμε. Όμως αδυνατούσα να πάρω στα σοβαρά τον εαυτό μου. Δηλαδή και τώρα δεν τον παίρνω γενικώς στα σοβαρά, απλώς ξέρω ότι είναι καλός ο εαυτός για τρεις-τέσσερις δουλίτσες. Και δεν τον μέμφομαι πια, ούτε τον περιφρονώ.
Ποιος θα ήθελε να ανταλλάξει τη χαρά της κάθε μέρας με την υπερανάλυση του ελαχίστου; Όταν υπεραναλύεις το λίγο, χάνεις τη δυνατότητα να ξεχωρίσεις τη μία εκείνη λεπτομέρεια που μετράει, την οριακή περίπτωση, το κατιτίς (που λέγανε παλιά).
Η ανωριμότητα έχει ένα αβαντάζ: τη χαρά τη ανακάλυψης, την έκπληξη του καινούργιου, αυτό που μερικοί αποκαλούνε «μάθηση». Και λίγες χαρές είναι σαν κι αυτή. Γι’ αυτό και τόσο κόσμος νοσταλγεί τα παιδικά χρόνια και το χάος της εφηβείας. Όμως η έκπληξη και η ανακάλυψη μπορούν να παραμείνουν, η χαρά τους μπορεί να ανθίσει οποτεδήποτε: καλλιέργεια χρειάζεται, καλλιέργεια της αμφιβολίας και της απορίας. Να είσαι σε εγρήγορση και να μη θεωρείς τίποτε δεδομένο: νάφε και μέμνασο απιστείν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου