Με μουσική τη βγάζουμε. Στο αυτοκίνητο ακούω το Αρχιπέλαγος του Θεοδωράκη, αλλά μόνο με Μαίρη Λίντα: δεν αντέχω τον Μπιθικώτση να ζορίζεται να τραγουδήσει "θα μαραθούν τα γιούλιααααα". Το Αρχιπέλαγος είναι ένα από τα σπάνια δείγματα χαρούμενου λαϊκού τραγουδιού, με χαρά της ζωής, με καημό που δεν γίνεται κλάψα, με τα σέξι υπονοούμενά του και με τα όλα του: "θα σε ταΐζω χάδια, καρδούλα μου, καβούρια και φιλιά", κι ο νοών νοείτω. Τα περισσότερα τραγούδια εκεί μέσα σκίζουν.
Η πρώτη μου γνωριμία με τη λέξη "Αρχιπέλαγος" ήταν σε ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασα, με χρονολογία 1978. Λέγεται "Σκρουτζ Μακ Ντακ εναντίον FBI". Μου άρεσε πολύ. Εκεί επίσης έμαθα και το "υποβρύχιο τσέπης". Θέλω να πω, δεν είχα τίποτα ελύτικους συνειρμούς, αν και η Μαίρη Λίντα ήταν η αγαπημένη τραγουδίστρια των γονιών μου. Όλα αυτά κάπου ξεχάστηκαν, κάπως αρχειοθετήθηκαν ενώ στοιχεία τους εντοιχίστηκαν σε μάλλον άσχετες κατασκευές. Και επανήρθαν πριν δύο χρόνια, όταν αγοράστηκε το διπλό σιντί.
Αλλά με μουσική τη βγάζουμε. Απόψε πήγα να ακούσα την Ορχήστρα του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών, ναι σαν να ακούω τη στεγνή παστή εκείνη φωνή στο παλιό Τρίτο Πρόγραμμα στα μεσαία κύματα που ανακοίνωνε τα κομμάτια "του, Αγίιου Μαρτίνου, των Αγρώων". Έπαιξαν και το πρώτο κοντσέρτο για πιανοφόρτε / τσέμπαλο (τι διάολο, ας αποφασίσει η Μουσικολογία) του Μπαχ. Ευφορία ανυπολόγιστη, χαρά. Όλα τα χάλια της μέρας έσβησαν. Από τα 16 μου λέω τον Μπετόβεν θεό, αλλά μάλλον πρέπει να πάω μια θρησκεία πιο κάτω... Το πρώτο μέρος του κοντσέρτου έχει κυκλική μορφή, το θέμα επανέρχεται σαν σύνθημα αλλά όχι σαν ρεφραίν, με διαφορετική διάθεση κάθε φορά, διάθεση που διαμορφώνουν όσα προηγήθηκαν, δηλαδή η ίδια η επεξεργασία του θέματος. Το δεύτερο μέρος είναι τόσο στοχαστικό ώστε χλευάζει τη γλώσσα και τις απόπειρές της για βάθος. Το τρίτο είναι σαν ολύμπια ερωτοπραξία που μετά το πέρας της, λιωμένος στην αποκάρωση, δεν θυμάσαι τα καθέκαστα παρά έχεις μόνον την απόγευση της έκστασης.
Και όλα αυτά τι σημαίνουν; Σημαίνουν ότι οι συνθήκες δεν αλλάζουν εύκολα και πάντως δεν ωριμάζουν όπως τα σταφύλια και τα ροδάκινα, για να γίνουν γλυκά και ζουμερά. Αυτός που μπορεί να αλλάξει είσαι εσύ: από κάποιος άλλος, γίνεσαι εσύ ο ίδιος. Κανα-δυο ανθρώπους χρειάζεσαι, σπάνιους αλλά που είναι υπαρκτά πρόσωπα. Και στο εξής είσαι εσύ.
Η φωτογραφία από το αριστούργημα του Βαρδή Μαρινάκη, το 'Μαύρο Λιβάδι' (2009).
Όλα καλώς ειπωμένα για το "Αρχιπέλαγος", αλλά... [δεν αντέχω τον Μπιθικώτση να ζορίζεται να τραγουδήσει "θα μαραθούν τα γιούλιααααα"]! Ε όχι, κυρ-Sraosha μου, δεν ζορίζεται, ερμηνεύει: όπου μαραίνονται τα γιούλια, "μαραίνεται" κι η φωνή, κι όπου ανθίζουν, "ανθίζει", κι είναι και στις δύο περιπτώσεις ανυπέρβλητος. Άλλο "δεν μου πάει η φωνή του" (σεβαστό), άλλο "δεν τραβάει η φωνή του" (αβάσιμο).
ΑπάντησηΔιαγραφήΟλοφάνερα δεν τραβάει η φωνή του να ανέβει στο "τα γιούλια".
Διαγραφή