Νομίζω ότι υπάρχει μια σοβαρή παρανόηση στο πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση κίνησης και εκφοράς λόγου.
Όταν ο λόγος οδηγεί το σώμα, τότε έχουμε ρητορική. Σίγουρα πάντως δεν πρόκειται για "θέατρο" ή υποκριτική. Μέρος της εκφοράς του λόγου δι' απαγγελίας είναι και πώς περνάει αυτή η εκφορά μέσα από το σώμα του ομιλητή.
Όταν το σώμα που δρα οδηγεί τον λόγο, τότε και μόνον τότε έχουμε υποκριτική. Γι' αυτό και βεβαίως υπάρχει καίρια και καθηλωτική υποκριτική χωρίς ομιλία και χωρίς κείμενο. Γι' αυτό και το θέατρο είναι πιο δύσκολο υποκριτικά από το σινεμά, όπου η κάμερα διαλέγει και αποκλείει: το θέατρο είναι ένα ατελείωτο μονοπλάνο και η μόνη εφικτή εστίαση είναι αυτή που ο ηθοποιός θα επιβάλει με σώμα και φωνή.
Ένα από τα αποτελέσματα της παραπάνω παρανόησης είναι κι ότι πολλοί ηθοποιοί αντιμετωπίζουν την υποκριτική περίπου σαν να κάνουν θεατρικό αναλόγιο, ιδίως αν εκτελούν μονολόγους ή αν πρέπει να περάσει από μέσα τους κάποιο μεγάλο κείμενο. Αυτό είναι καταστροφή: η μίμηση της πράξης καθηλώνεται, στολάρει μάλλον, και ο ηθοποιός μεταμορφώνεται σε ρήτορα.
Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν ο ηθοποιός, όπως υπερβολικά πολλοί Έλληνες ηθοποιοί, δεν μπορεί να ελέγξει τη φωνή του και δεν ξέρει να ακολουθήσει σημεία στίξης, στίχωση, τομές, όρια φράσεων και προτάσεων. Για παράδειγμα, το να λες "Και τότε έρχομαι από. Το δωμάτιο." είναι τουλάχιστον άγαρμπο αν δεν γίνεται επίτηδες, λ.χ. με σκοπό να αποδώσει κάποιο ψυχικό πάθος. Όταν παρακολουθείς τέτοιους ηθοποιούς για παραπάνω από 15-20 λεπτά, η κόπωση είναι αφόρητη: ο θεατής πρέπει να κάτσει να αποκωδικοποιήσει σχεδόν αυτό που ακούει.
Ένα πιο σοβαρό πρόβλημα από το παραπάνω στοιχειώδες, αν και διαδεδομένο (μάστιγα θα το έλεγα), είναι ο σεβασμός του εσωτερικού ρυθμού του κειμένου. Τα κείμενα τείνουν να έχουνε δικό τους ρυθμό, ακόμα και τα μη έμμετρα, ακόμα και όταν δεν είναι κρυπτοέμμετρα όπως ο Δρόμος του Εμπειρίκου. Στα πεζά δεν τον δίνει μόνον η στίξη τον ρυθμό, την οποία ο ηθοποιός και ο ρήτορας πρέπει να ακολουθούν τυφλά ακόμα και αν τους χτυπάει κάπως λ.χ. η κατ' αυτούς κατάχρηση κομμάτων, κώλων και τελειών. Τον ρυθμό τον φτιάχνει π.χ. η θέση των χασμωδιών, ο ρυθμός των λέξεων, πόσο πυκνό είναι το συντακτικό, αλλά και η διάθεση του κειμένου. Για παράδειγμα, ένα κείμενο υπεραναλυτικό στα νοήματά του και ενδοσκοπικό σε διάθεση δεν γίνεται να εκφέρεται όπως ένα κείμενο σκωπτικό και πνευματώδες· η ξηρή αποφθεγματικότητα ακόμα και αν μακρηγορεί απαιτεί άλλο παίξιμο και άλλο τέμπο από κάτι διαλογικότερο ως διάθεση που θέλει να βγει προς τα έξω ως πηγαίο και αυθεντικό.
Έπιπλέον των ως άνω το εμβριθέστερο "σώμα που μιλιέται" από τις ασυνείδητες εγγραφές, οι οποίες άλλωστε ευθύνονται και για την παραγωγή πάσης φύσης κειμένων, όχι;
ΑπάντησηΔιαγραφήp.
Τι είναι το σώμα που μιλιέται; Δεν είναι όλα γλώσσα.
ΔιαγραφήΤι "ευθύνεται" για την παραγωγή "πάσης φύσεως κειμένων" είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί με σαφήνεια. Ας πούμε ότι τα κείμενα είναι "προϊόντα" της ανθρώπινης νόησης, που δεν είναι σκέτο ασυνείδητο.
Λέτε: "..πώς η εκφορά περνάει από το σώμα του ομιλητή" και "το σώμα που δρα οδηγεί το λόγο".
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετατόπισα κατά τι τη θεματική σας γιατί τόσο ο ρήτορας, όσο και ο ηθοποιός εκφέρουν 'λόγο' (είτε αγορεύοντας μετά από συγκεκριμένη προετοιμασία είτε ερμηνεύοντας προηγούμενα συνταγμένο γραπτό κείμενο. Υπάρχει επομένως 'πρόθεση' και βάσιμος ισχυρισμός για νοητικό 'έλεγχο'.
Το σώμα που μιλιέται είναι η εκδοχή του σώματος όταν/που πάσχει επειδή όλα είναι και ασυνείδητο και μ' αυτή την έννοια είναι όλα ασυνείδητο.
Και οι τρεις εκδοχές διακρίνονται ωστόσο για ..ειρμό ακόμα και αν πρόκειται για θέατρο του παράλογου.
p.