Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Έργα και λόγια, στοχασμοί

Ο παππούς μου, όχι ο Πολίτης, ο άλλος, ήταν ένας σιωπηλός άνθρωπος. Μίλαγε ελάχιστα· όταν αποφάσιζε να μιλήσει έλεγε λίγα. Ζύγιζε πάρα πολύ τις κουβέντες του, κι αυτό αναδεικνυόταν ως φρόνηση, σχεδόν στο ύψος αφανούς και χαμηλόφωνης σοφίας, μέσα στη μικρή κοινωνία όπου ζούσε με τις δυνατότητες που αυτή παρείχε για σαχλαμάρα κι αδολεσχία. Ακόμα και όταν -- σπάνια -- πήγαινε στο καφενείο του Κ, δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό, μίλαγε ελάχιστα.

Από τον παππού αυτόν πήρα τα μαλλιά. Μικρός ήμουν γλωσσοκοπάνα και μυθομανής. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να μη με αποπαίρνουν δημοσία και να μη με χαντακώνουν που έλεγα πολλά και χαζά αλλά κάποτε δεν άντεχαν κι αυτοί: πρέπει να ήμουν εφτά-οχτώ χρονών, όταν μετά από επική ουζοκατάνυξη στο Τηνιακό στην Αλεξάνδρας οι γονείς μου μού εξήγησαν ότι δεν γίνεται να λέω ιστορίες που βγάζω από το κεφάλι μου (τη συγκεκριμένη τη θυμάμαι) μπροστά σε συνάξεις μεγάλων. Η μυθομανία κόπηκε όταν πήγα Α' Γυμνασίου. Δεν ήθελα πια ούτε να λέω χαζές ιστορίες βγαλμένες από το κεφάλι μου, ποτέ δεν το είχα με την πλοκή, ούτε να είμαι πολυλογάς. Προειδοποιούσε ο παππούς ο άλλος, ο Σταμπουλιώτης, ότι οι Εβραίοι της Σαλονίκης, τους οποίους πρόλαβε όσο έζησε εκεί, είχανε το "πόκος παλάβρας" για απόφθεγμα και προτροπή· έμαθα και στο κατηχητικό πως ο Χριστός προειδοποιεί ότι "πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ λαλήσουσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσιν περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως". Τα πράγματα ήταν επιεικώς ζόρικα.

Βεβαίως σαν τον παππού τον σιωπηλό δεν έγινα ποτέ. Αδυνατώντας να σωπαίνω, είπα να το καλλιεργήσω το χάρισμα. Ξεκίνησα να διαβάζω συστηματικά, όσο μπορούσα, και σιγά σιγά να απογαλακτίζομαι από τις εγκυκλοπαίδειες, τις οποίες χαριτολογούσαν οι συγγενείς ότι έτρωγα σελίδα σελίδα, σε εποχές αθώες: πριν τον τυφλό φονιά στο Όνομα του Ρόδου.

Όταν τελικά ήρθε ο έρωτας, συνέβησαν δύο πράγματα. Αφενός μού άρεσε πολύ. Μου άρεσε τόσο πολύ που δεν μπόρεσα ποτέ να τον βάλω απέναντι και να τον ενατενίζω ψυχρά και χρηστικά. Κριτικά, ναι, περιδεής και πανικόβλητος, ναι -- ψυχρά και χρηστικά ποτέ. Αν δεν μπορώ να είμαι τρυφερός, είμαι ευγενικός και τίμιος, αν δεν είναι για πολύ τιμώ και σέβομαι το λίγο, αν είναι βαθύ δεν το ονομάζω, αν είναι ρηχό ίσως θα πω για τον ιριδισμό του (όπως της λιμνοθάλασσας στον Σολωμό). Αποφεύγω να διεκτραγωδώ τις υπεραναλύσεις εντός μου, εκτός αν με πνίγουν, αποφεύγω τις περιγραφές και τις παραινέσεις και τα "έλα να σου πω". Δεν λέω λέξη παραπάνω από όσα έχω επίγνωση ότι αισθάνομαι. Κι εκεί, ιδίως εκεί, πασχίζω να ακριβολογώ. Ασιανός μεν ενίοτε, ακριβολόγος δε πάντοτε. Κομματάκι φλερύ αλλά κοφτερός σαν ατσάλι γιαπωνέζικο που μας έμαθε ο Ταραντίνο.

Κάπου εκεί κατάλαβα ότι δεν δικαιούμαι να λέω τζάμπα λόγια, όμορφα και παχιά, για να γαμήσω. Κάπου εκεί αποφάσισα ότι δεν θα χειριστώ και δεν θα πειθαναγκάσω ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή μπορώ, ίσα ίσα για να με καβαλάν οι όμορφες και να πέφτουνε στο στέρνο μου τα μαλλιά τους. Κάπου εκεί κατάλαβα ότι θα ζοριστώ αλλά θα ευτυχήσω αν λέω μόνον αυτό που έχω κι αν μολογάω μόνον ό,τι είμαι. Αυτά ρυθμίστηκαν νωρίς και έτσι έμειναν, είναι οι δικές μου παραδόσεις και τα όσια και τα ιερά μου, που λέμε.

Και βεβαίως ευτύχησα. Αλλά γιατί τα λέω αυτά;

Επειδή σκεφτόμουν ότι ο παππούς ο σιωπηλός έκανε τον βίο του λόγο. Δεν μίλαγε είτε γιατί δεν μπορούσε, σφηνωμένος καθώς ήταν μεταξύ τουρκικών και καθαρεύουσας και της διαλέκτου των καραγκούνηδων που δεν πολυεκτιμούσε, είτε γιατί εμποδιζόταν, καθώς είχε οικογένεια και παιδιά και στον κάμπο τα πράγματα γίνονταν κάθε τόσο πολύ βάρβαρα, είτε γιατί αυτός ήταν. Λόγος του παππού ήταν ο βίος του, ότι δεν μπήκε στο μπουρδέλο κι ας του πέταξαν μέσα το καπέλο μέσα κι ότι προτίμησε να πάει σπίτι ασκεπής. Λόγος του ήταν ότι σιώπησε και δεν το διαλάλησε στον καφενέ όταν ενδεχομένως πήγε -- όλοι οι άντρες παν αργά ή γρήγορα, έτσι λένε. Λόγος του ήταν το μαντικώς λοξό και πρωτεϊκώς απρόθυμο βλέμμα του όταν τον ρωτάγαμε αν είναι αριστερός ή τι ψηφίζει. Λόγος του ήταν όταν σκυθρώπιασε σαν έμαθε που κάποιο παιδί του δυσαρεστήθηκε με το πώς ρύθμισε τα κληρονομικά.

Εγώ πάλι μιλάω. Δεν ξέρω αν ο βίος μου θα μπορούσε να γίνει λόγος μου, ενδεχομένως όχι. Ο βίος μου στην καλύτερη περίπτωση οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει. Δεν ξέρω καν τι θα έλεγε ο βίος μου. Εντάξει, και ο λόγος μου επίσης σημαίνει: δεν με ξετρελαίνει το εξώφθαλμο και το προφανές, ενώ η συνθηματολογία με κάνει και φαγουρίζομαι τρελά. Όμως πολλές φορές αισθάνομαι ότι ο λόγος μου είναι η αλήθεια, όχι ο βίος μου. Κι εν πάση περιπτώσει, ο λόγος μου σημαίνει όπως θέλω εγώ. Γιατί μιλάω επειδή μπορώ να μιλάω και παραιτούμαι από το παραμύθιασμα και την απάτη επειδή έτσι θέλω. Κι όθεν η ζωή μου είναι ο λόγος μου: όσα "ναι" έχω πει και οπωσδήποτε όσα "σ' αγαπώ" και κάθε παίνεμα και κάθε παράπονο και όλα όσα επιλέγω να φανερώσω μα και κάθε μισοφανερωμένο μυστικό και όλα μα όλα τα παραληρήματα πόθου, οργής, τρυφερότητας, απογοήτευσης και ευγνωμοσύνης.

Κι έτσι μιλάω στον έρωτα σαν φιλαλήθης και σχολαστικός αναλυτικός, κι έτσι μιλάω στη δουλειά και στο κουρμπέτι σαν δειλά ερωτευμένος. Και αυτή είναι η ζωή μου.

GatheRate

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου