Με αφορμή αυτό το ωραίο κείμενο ξανασκέφτηκα τη μαλακία. Από τη μαλακία πήγα στην éducation sentimentale μου: αναμενόμενο.
Εφηβεία, λοιπόν. Αφού λάβουμε υπόψη ότι "intimate revelations of young men [...] are usually plagiaristic and marred by obvious suppressions".
Στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού μάλλον έβλεπα πολλές αμερικάνικες ταινίες με τηνέιτζερ και με γυμνάσια που έχουνε φοριαμούς στους διαδρόμους και κλειστά γήπεδα μπάσκετ. Συνεπώς, στο ερωτόληπτο μυαλό μου (θα μιλήσουμε για το υπόλοιπο σώμα πιο κάτω), το Γυμνάσιο ήταν ένας κήπος με γλωσσόφιλα, με κορίτσια που μυρίζουν ωραία, ένας παραδεισούλης. Επίσης, το Γυμνάσιο θα ήταν και Σχολείο: ενδιαφέρουσες συζητήσεις, διαφορετικοί καθηγητές για κάθε μάθημα, επιτέλους Φυσική. Η απογοήτευσή μου τις πρώτες μέρες ως μαθητής γυμνασίου ήτανε θεαματική: ήτανε σαν να είχα γυρίσει στην έκτη δημοτικού, με εξαίρεση την έκτοτε ισόβια κολλητή μου, τη Σ. Μόνο στο πανεπιστήμιο θα ξαναπάθαινα τέτοια βροντερή απογοήτευση.
Εγώ πάλι, μάλλον ήμουν από τα ανεπτυγμένα παιδιά. Δεν ξέρω πόσοι άντρες εδώ μέσα νοσταλγείτε την εφηβεία -- εγώ καθόλου. Η φωνή μου έσπασε ήδη στη Β' Γυμνασίου, στην οποία η καταπληκτική καθηγήτρια μουσικής με έβαλε πίσω πίσω στη σχολική χορωδία γιατί "ήδη μεταφωνίστηκες κι ακούγεσαι σα φύλαρχος". Συνέχισε να κατεβαίνει η φωνή μου μέχρι και τη Γ' Λυκείου. Ενδιάμεσα άλλαξαν τα μαλλιά μου, η μύτη μου έγινε αυτό που είναι σήμερα, τα πεταχτά αυτάκια στις παιδικές φωτογραφίες έγιναν απλώς πεταχτά αυτιά. Εκπαιδευμένος από τη σχετική βιβλογραφία, ήξερα τι να περιμένω, όμως δε μου συνέβαινε τίποτα. Όσο μου άρεσε η ιδέα του έρωτα, όσο πάθαινα puppy love με τη Ζάνα και την Έλενα, τόσο δεν είχα ορμές. Ενώ όλοι οι συμμαθητές μου την έπαιζαν επιμελώς και συζήταγαν τα αποτελέσματα των κόπων τους και αγόραζαν τσόντες (ΣτΣ: τότε οι τσόντες ήτανε περιοδικά και τα αγόραζες ή, μάλλον, σου τα αγόραζαν), τόσο εγώ τίποτα: ασέξουαλ. Ήταν η έλλειψη ορμών, ήταν η αναλλοίωτη αιδημοσύνη μου και το "τι θα πει ο περιπτεράς / απέναντι / ο τρέχα γύρευε", οι υπαινικτικές ενοχές κατηχητικού; Ίσως να ήταν και το πόσο μπλιαχ ήταν οι τσόντες τη δεκαετία του '80, σκέτη αηδία: η Μπόνι Τάιλερ να πηδιέται με τον Νικ Ρόουντς σε ντεκόρ μεταξύ Δυναστείας και βίντεο κλιπ του Μπράιαν Φέρρυ. Είχανε κάτι το ενοχλητικά απωθητικό οι τσόντες όταν ήμουν μαθητής, αντίθετα με την αρτιστίκ σπιτικιά πόζα της δεκαετίας του '70, την εξωπραγματική εξωγήινη χορογραφία των εκτοπλασμάτων της δεκαετίας του '90 και την αναρχική πολυποίκιλη ανθρωπίλα της εποχής του ίντερνετ και της πραγματικά σπιτικής τσόντας.
Τέλος πάντων, η ώρα της πρώτης μαλακίας ήρθε στα 17, μετά από μια μάλλον βαρετή τσόντα που είδα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα στο θρυλικό κανάλι του ψησταριά Λεωνίδα, το ΙΤΑ8. Έκτοτε άρχισαν τα βάσανα. Κατ' αρχάς, η μαλακία δε μου άρεσε ποτέ: ναι, ξέρω ότι οι σεξ θέραπιστς λένε ότι δεν είναι υποκατάστατο αλλά ακόμη μία έκφραση της σεξουαλικότητάς μας, μπλα μπλα μπλα, αλλά μαλακίες λένε. Για μένα, τουλάχιστον. Βάσανα, λοιπόν: έλεγα ότι θα κοπεί η μαλακία όταν ξεπαρθενιαστώ. Μπα. Μετά έλεγα ότι θα κοπεί όταν κάνω μόνιμη σχέση. Μπα. Μετά, όταν θα συγκατοικήσω. Ύστερα από τρεις μήνες συγκατοίκησης μου, ζητήθηκε να αραιώσω τους ρυθμούς, οπότε, μοιραία, πάλι στις μαλακίες κατέληξα. Εκεί, ας πούμε, έγινα άντρας: σιδερώνοντας πουκάμισα και συνειδητοποιώντας ότι από τη μαλακία δε θα απαλλαγώ ποτέ, ότι όλοι μαλακιζόμαστε. Όλοι. Ναι, το λέω και κυριολεκτικά εδώ.
Μεταξύ της πρώτης μαλακίας και του πρώτου έρωτα μεσολάβησαν δύο χρόνια. Ακόμα και τώρα τα θυμάμαι όχι σαν δύο χρόνια αλλά σαν καμμιά δεκαριά. Απολύτως μαύρα χρόνια: όλη η σαχλή στρεσσαρισμένη κατάθλα της εφηβείας, όλο το ίμο καρυωτακιλίκι, όλη η πεισιθάνατη καύλα του νέου αντρός με χτύπησαν μαζικά, κατακέφαλα κι αναδρομικά. Κουβάρι ήμουν -- δηλαδή πιο κουβάρι απ' ό,τι συνήθως. Ήμουν απολύτως και κατάβαθα πεπεισμένος εκείνα τα δύο χρόνια ότι θα έμενα εσαεί ανέραστος, μπάκουρος και μόνος (κυρίως αυτό: μόνος). Για πάντα. Αδιαμφισβήτητα. Ήμουν άσχημος. Δεν καταλάβαινα πότε αρέσω σε γυναίκα. Ήμουν ντροπαλός και αμήχανος και πάρα πολύ αντιπαθής και ευδιάκριτος ταυτόχρονα. Τα μαλλιά μου ήταν γελοία. Δεν είχα λεφτά να βγω σ' ένα ραντεβού της προκοπής. Δεν είχα λεφτά για ακτοπλοϊκά εισιτήρια. Ήμουν ακόμα παρθένος και οπωσδήποτε θα γινόμουνα ρεζίλι των σκυλιών με το που θα γδυνόμουν μπροστά σε γυναίκα, θα τα έκανα όλα λάθος. Εννοείται ότι δε θα γύριζε καμμιά να με κοιτάξει. Το ευαγές έργο να με νταντεύει εκείνη τη διετία ανέλαβε ο δύστυχος ο Π., που λιγάκι δεν πίστευε ότι τα πίστευα όλα αυτά και γενικά δεν πίστευε στα αυτιά του. Επιπλέον, ο Π. είχε και τα δικά του, με μία από τη Βενεζουέλα, που ήθελε να μου τα εκμυστηρευτεί: ήδη από τότε και νωρίτερα, μου ανοίγουν την καρδιά τους άνθρωποι κοντινοί -- τότε έλεγα στον Π. "δε θέλω να βγάζουνε τα σώψυχά τους οι γυναίκες με το που θα με δουν, θέλω τα εσώρουχά τους να βγάλουν", αν και plagiaristic τον παλιό εκείνο τον καιρό κάτι τέτοιο ακουγόταν οριακά πρωτότυπο και βεβιασμένα χαριτωμένο.
Την ημέρα μετά την πρώτη μου φορά, που δεν ήταν η καλύτερη (άραγε είναι ποτέ;), την πέρασα σαστισμένος. Περπάταγα στους δρόμους, παραμιλώντας σαν τον αηδιαστικό Μπενίνι, μπουφόνικα: μονολογώντας "τι έγινε, ρε συ;". Είχα πάθει αλλοίωση και μεταμόρφωση, οριστική. Απλούστατα, δε συγκρινόταν το γαμήσι με τη μαλακία. Ήταν δύο εντελώς διαφορετικές αισθήσεις, εμπειρίες, καταστάσεις. Εντελώς. Δεν μπορώ να περιγράψω τη διάσταση μεταξύ των δύο καταστάσεων. Δε γίνεται. Δύο γεωλογικές εποχές αργότερα, αυτή η διάσταση παραμένει: ακόμα και το χειρότερο σεξ είναι καλύτερο από την καλύτερη μαλακία. Παραμένουνε τα βάσανα λοιπόν. Παραμένω ερωτόληπτος, τώρα πια και στο επίπεδο των άκρως αισθητών.
Στα 17; Εκπλήσσομαι που δε σε πήγαν σε γιατρό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί, για να μου την παίξει;
Διαγραφήγιατί η μέση ηλικία είναι 12. Είναι σα να είχες πάει 17 και να μην είχες ψηλώσει. Φυσικά θα ήταν πολύ πιο ανησυχητικό αν έφτανες 18 ή 19.
ΑπάντησηΔιαγραφή