Η γενιά μου, είμαι 44, μεγάλωσε εγκλωβισμένη στην αυταπάτη ότι τη ζωή μας τη φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι όπως τη θέλουμε. Εμείς είμαστε οι αφέντες του εαυτού μας, εμείς ορίζουμε τη μοίρα μας. Αν η ζωή δεν μας έρχεται όπως τη θέλουμε, τότε μπορούμε και οφείλουμε να την αλλάξουμε. Η αλλαγή στον κόσμο δεν ήταν υπόθεση συλλογικών προσπαθειών, πέραν των πιο ανώδυνων και αποστασιοποιημένων όπως οι εκλογές, η συλλογή υπογραφών και η αγορά προϊόντων από τους σωστούς εμπόρους και παραγωγούς.
Η αυταπάτη μας είχε συνέπειες. Αν κάποιος ξέφευγε από τη μιζέρια, τη δυστυχία ή τη χλιαρότητα στον βίο του, ήμασταν βέβαιοι ότι το πέτυχε γιατί τον διέκρινε θάρρος ή τόλμη, τρέλα καλή, δεν ήταν μίζερος και συμβατικός. Ενδεχομένως ήτανε μποέμ και ασυμβίβαστος, όχι σαν εμάς τα καλά παιδιά που κοιτάγαμε προσεκτικά πού θα βρίσκεται το επόμενο πάτημα, που δεν κοιμόμασταν σε σταθμούς τρένων όταν ταξιδεύαμε, που δεν τα τινάζαμε όλα στον αέρα για μια τέχνη ή για έναν έρωτα ή για το όνειρό μας.
Δεν ρωτάγαμε βεβαίως αν είχε δίχτυ ασφαλείας ο τολμητίας, ο τρελός, ο αντισυμβατικός. Όχι μόνο δεν ρωτάγαμε, δεν το αναρωτιόμασταν καν. Θα ήταν μικροπρεπές εκ μέρους μας, τρανή απόδειξη ακριβώς του πόσο δειλοί και ξενέρωτοι ήμασταν, ανίκανοι να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και να γίνουμε κύριοι της μοίρας μας κι αφέντες της ψυχής μας.
Φυσικά τα χρόνια πέρασαν και αυτό το μπανάλ σώμα γνώσης που λέγεται πείρα σωρεύτηκε πάνω μας. Είδαμε ότι το τρελιάρικο καλλιτεχνάκι ζούσε από δυο νοίκια, ότι ο υπεργαμιάς είχε καβάντζα να πληρώνει αμβλώσεις αν ο μη γένοιτο, η μις από πάρτυ σε πάρτυ είχε μαμά φραγκάτη, ο Κώστας είχε μηχανή γιατί του την αγόρασαν, η Μίνα τραβιόταν με τον αδιάφορο γι' αυτήν καθηγητή της από πρωτεύουσα σε Πρίνστον γιατί διέθετε τον ναύλο, το χίπικα ζωσμένο παιδί του ατέρμονου ιντερέιλ τράβαγε ντάλαρς σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό, η ατίθαση ζωγράφος που μας υποσχόταν ελευθερία στο διαμέρισμα-στούντιό της ήταν οικονόμος της μαμάς της που έλειπε 5 μήνες τον χρόνο στο νησί ταΐζοντας τουρίστες -- δεν έχει νόημα να συνεχίσει κανείς.
Και ναι, υπήρχε κόσμος που ζούσε στην αλητεία και πενόταν και έτρωγε μυική μάζα για να θρέψει την τέχνη ή το όνειρό του -- αλλά αυτός ο κόσμος βρισκόταν κάπου αλλού και πριν το ίντερνετ το "κάπου αλλού" παρέμενε βολικά αόρατο.
Υπήρχαμε κι εμείς βεβαίως, που λεφτά για ναρκωτικά δεν είχαμε, ούτε καν για αλκοόλ, πολλώ μάλλον για γκράντε καταχρήσεις που θα μας καθιστούσαν κι εμάς επιτέλους μαγικούς και καταραμένους.
Με άλλα λόγια, μάθαμε σιγά σιγά ότι τα "ζήσε τ' όνειρό σου", "be yourself, no matter what they say" και "μην ακούς κανέναν και προχώρα" είτε προϋποθέτουν καβάντζα, είτε απαιτούν να το λέει η περδικούλα σου και να το λέει πολύ.
Τα έγραψες όλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν υπάρχει τίποτα να προσθέσω.
Υποκλίνομαι!
Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια!
Διαγραφή