Ο πατέρας μου όταν μίλαγε με τη μητέρα μου δεν έλεγε "ο πατέρας μου" ή "η μητέρα μου", έλεγε "ο πεθερός σου" και "η πεθερά σου".
Ο πατέρας μου μυστικά ζήλευε την ΕΣΣΔ για έναν κυρίως λόγο: διάλεγε, λέει, το Κράτος τα παιδιά ανάλογα με τα ταλέντα τους και τα σπούδαζε δωρεάν. Ο πατέρας μου δε σπούδασε γιατί ο πατέρας του, ο παππούς μου, είχε χρήματα να σπουδάσει μόνον ένα παιδί. Η μητέρα μου δε σπούδασε γιατί ο πατέρας της, ο παππούς μου, δεν ήθελε να πάει στην πόλη και να γίνει πουτάνα η κόρη του.
Ο πατέρας μου αντιπαθούσε την ΕΣΣΔ: την αχρωμία και τον ολοκληρωτισμό. Διάβαζε βιβλία για το πώς το ΚΚΣΕ πρόδωσε τον κομμουνισμό και τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού. Μετά βγήκε ο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ για δεύτερη φορά, ο πατέρας μου σταμάτησε να ακούει μουσική, να διαβάζει βιβλία, να βλέπει ταινίες του Μπέργκμαν και του Κουροσάβα που του σύστηνε ο φίλος του ο Μπακογιαννόπουλος, που τον έπαιζε και η τηλεόραση.
Μια μέρα κρυφάκουσα. Είπε στην κουζίνα ο πατέρας μου στον πατέρα του: "αν ο εγγονός σου μεγάλωνε στην Κομμούνα, θα τον σπούδαζε το κράτος". Όχι ο γιος του, παρά ο εγγονός του πατέρα του. Γιατί ο πατέρας μου δεν ήξερε αν θα έχει χρήματα να σπουδάσει τον γιο του. Όταν ήρθε η ώρα, δεν είχε. Αλλά τελικά τον εγγονό του πατέρα του τον σπούδασε το κράτος.
Ο παππούς μου πίστευε στον κομμουνισμό αλλά δεν τα πήγαινε καλά με το ΚΚΕ. Έλεγε κάτι για τον Πλουμπίδη. Τον Δεκέμβρη του 1944 τον θεωρούσε έγκλημα του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, του αντιβασιλέως. Ο παππούς μου όμως κλονίστηκε με τον Γιαρουζέλσκι. Όταν πια έμαθε το 1989 για το έγκλημα στο Κατίν αποκήρυξε τον κομμουνισμό: "χίμαιρα ήταν". Μετά οχτώ χρόνια πέθανε.
Μεταξύ Γιαρουζέλσκι και 1989, ο παππούς μου μου αγόραζε βιβλία Σοβιετικών μεταφρασμένα στα ελληνικά. Ένα λεγόταν "Ένα καταπληκτικό αγόρι", μετάφραση Ζωρζ Σαρρή, η ιστορία του Σέργιου Δοχίεβιτς, που είναι ένα ανδροειδές-ρέπλικα και ζει στον σοβιετικό πρώιμο 21ο αιώνα της υψηλής τεχνολογίας. Ένα άλλο, δε θυμάμαι, κάποιου Ιβάν Ίλιν νομίζω, με έκανε να ενδιαφερθώ πολύ για την επιστήμη. Μέχρι σήμερα.
Εγώ διάβαζα για την ΕΣΣΔ. Η σκυθρωπή αχρωμία και ο ολοκληρωτισμός της με απωθούσαν. Κρυφάκουγα ιστορίες, οι γονείς μου δεν ήθελαν να είμαι αρνητικά προκατειλημμένος ούτε απέναντι στους Αμερικάνους, ούτε απέναντι στους Ρώσους. Ο Ριζοσπάστης ήτανε σαν τον Σωτήρα, σαν τη Φωνή Κυρίου: πίστευε και μη ερεύνα, που έλεγαν οι γριούλες. Κρυφάκουγα ιστορίες ότι οι ρωσίδες παιρνόντουσαν για ένα τζιν κι ένα ζευγάρι νάυλον κάλτσες από τους προνοητικούς και εφοδιασμένους τουρίστες που περιηγούνταν την ΕΣΣΔ με την Ιντουρίστ. Στην Κατερίνη το '82 οι Πολωνοί πούλαγαν οικοσκευές ολόκληρες (ακόμα έχω το μπουφάν κάποιου Πολωνού, τουπίκλην "πολωνέζα": ραμμένο για -10 βαθμούς και κάτω) αν πλήρωνες σε δολάρια. Όταν ήρθε από την Τασκένδη ο θείος ο Γιακούλης το '83, δεύτερος ξάδερφος της μάνας μου, κοίταγε τα ψυγεία στο χωριό με δέος που αρμόζει στον πιθηκάνθρωπο που ατενίζει τον μονόλιθο του 2001.
Αλλά ήτανε, λέει, καλύτερα στην Κομμούνα παρά να είσαι μαύρος στην Αλαμπάμα και τον Μισσισσιπή. Ή από το να είσαι μη κομμουνιστής στην Άλμα Άτα και το Φρούνζε. Άλλωστε σε όλα τα καθεστώτα, ολοκληρωτικά, δημοκρατικά, χουντικά κι αμερικάνικα, μόνον όσοι δεν κάθονται στ' αυγά τους υποφέρουν. Κι εμείς, εμείς που δεν ξέρουμε και ποιοι είμαστε, έτσι κι αλλιώς ούτε Αμερική ούτε Ρωσία θέλαμε: Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία και Σουηδέζες ξανθές κι εύκολες ζητάγαμε.
Το 2013 διαβάζω κείμενα στο φέισμπουκ, σε μπλογκ (δε λέω ποιων) και με τρόπο παλιομοδίτικο αναρωτιέμαι πώς γίνεται τέτοια κείμενα να δημοσιεύονται στα σοσιαλμήντια για να τα δουν πάνω κάτω μια χιλιάδα ζευγάρια μάτια. Πώς γίνεται, αναρωτιέμαι παλιομοδίτικα, να μην τυπώνονται σε εφημερίδες, ώστε να διαβαστούν από χιλιάδες. Μετά θυμάμαι τα σαμιζντάτ, που έβγαιναν στον πολύγραφο και ξύπναγαν συνειδήσεις (οι συνειδήσεις είναι σχεδόν εκ φύσεως ναρκοληπτικές: επιβιώνεις ευκολότερα έτσι).
Με τα σαμιζντάτ των σοσιαλμήντια θα απαλλαγούμε κι εμείς από την δυστοπία που ζούμε, με κάτι κείμενα που διαβάζουν μια χιλιάδα ζευγάρια μάτια -- αλλά το καθένα θα φτιάξει, λέει, κι από ένα συγκρότημα.
Το μόνο που θα με απασχολούσε αν είχα γιο θα ήτανε να του εξηγήσω πώς γίνεται στα 2013 να κυνηγάει τους τσιγγάνους η ωραία Ελλάς και να μαντρώνει στις Αμυγδαλέζες όσους δεν πνίγονται στο Αιγαίο και δεν ανατινάζονται στα ναρκοπέδια του Έβρου. Για όλα τα άλλα, κάτι θα βρω να πω -- όπως μου έλεγε ο παππούς για τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.
Ο πατέρας μου μυστικά ζήλευε την ΕΣΣΔ για έναν κυρίως λόγο: διάλεγε, λέει, το Κράτος τα παιδιά ανάλογα με τα ταλέντα τους και τα σπούδαζε δωρεάν. Ο πατέρας μου δε σπούδασε γιατί ο πατέρας του, ο παππούς μου, είχε χρήματα να σπουδάσει μόνον ένα παιδί. Η μητέρα μου δε σπούδασε γιατί ο πατέρας της, ο παππούς μου, δεν ήθελε να πάει στην πόλη και να γίνει πουτάνα η κόρη του.
Ο πατέρας μου αντιπαθούσε την ΕΣΣΔ: την αχρωμία και τον ολοκληρωτισμό. Διάβαζε βιβλία για το πώς το ΚΚΣΕ πρόδωσε τον κομμουνισμό και τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού. Μετά βγήκε ο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ για δεύτερη φορά, ο πατέρας μου σταμάτησε να ακούει μουσική, να διαβάζει βιβλία, να βλέπει ταινίες του Μπέργκμαν και του Κουροσάβα που του σύστηνε ο φίλος του ο Μπακογιαννόπουλος, που τον έπαιζε και η τηλεόραση.
Μια μέρα κρυφάκουσα. Είπε στην κουζίνα ο πατέρας μου στον πατέρα του: "αν ο εγγονός σου μεγάλωνε στην Κομμούνα, θα τον σπούδαζε το κράτος". Όχι ο γιος του, παρά ο εγγονός του πατέρα του. Γιατί ο πατέρας μου δεν ήξερε αν θα έχει χρήματα να σπουδάσει τον γιο του. Όταν ήρθε η ώρα, δεν είχε. Αλλά τελικά τον εγγονό του πατέρα του τον σπούδασε το κράτος.
Ο παππούς μου πίστευε στον κομμουνισμό αλλά δεν τα πήγαινε καλά με το ΚΚΕ. Έλεγε κάτι για τον Πλουμπίδη. Τον Δεκέμβρη του 1944 τον θεωρούσε έγκλημα του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, του αντιβασιλέως. Ο παππούς μου όμως κλονίστηκε με τον Γιαρουζέλσκι. Όταν πια έμαθε το 1989 για το έγκλημα στο Κατίν αποκήρυξε τον κομμουνισμό: "χίμαιρα ήταν". Μετά οχτώ χρόνια πέθανε.
Μεταξύ Γιαρουζέλσκι και 1989, ο παππούς μου μου αγόραζε βιβλία Σοβιετικών μεταφρασμένα στα ελληνικά. Ένα λεγόταν "Ένα καταπληκτικό αγόρι", μετάφραση Ζωρζ Σαρρή, η ιστορία του Σέργιου Δοχίεβιτς, που είναι ένα ανδροειδές-ρέπλικα και ζει στον σοβιετικό πρώιμο 21ο αιώνα της υψηλής τεχνολογίας. Ένα άλλο, δε θυμάμαι, κάποιου Ιβάν Ίλιν νομίζω, με έκανε να ενδιαφερθώ πολύ για την επιστήμη. Μέχρι σήμερα.
Εγώ διάβαζα για την ΕΣΣΔ. Η σκυθρωπή αχρωμία και ο ολοκληρωτισμός της με απωθούσαν. Κρυφάκουγα ιστορίες, οι γονείς μου δεν ήθελαν να είμαι αρνητικά προκατειλημμένος ούτε απέναντι στους Αμερικάνους, ούτε απέναντι στους Ρώσους. Ο Ριζοσπάστης ήτανε σαν τον Σωτήρα, σαν τη Φωνή Κυρίου: πίστευε και μη ερεύνα, που έλεγαν οι γριούλες. Κρυφάκουγα ιστορίες ότι οι ρωσίδες παιρνόντουσαν για ένα τζιν κι ένα ζευγάρι νάυλον κάλτσες από τους προνοητικούς και εφοδιασμένους τουρίστες που περιηγούνταν την ΕΣΣΔ με την Ιντουρίστ. Στην Κατερίνη το '82 οι Πολωνοί πούλαγαν οικοσκευές ολόκληρες (ακόμα έχω το μπουφάν κάποιου Πολωνού, τουπίκλην "πολωνέζα": ραμμένο για -10 βαθμούς και κάτω) αν πλήρωνες σε δολάρια. Όταν ήρθε από την Τασκένδη ο θείος ο Γιακούλης το '83, δεύτερος ξάδερφος της μάνας μου, κοίταγε τα ψυγεία στο χωριό με δέος που αρμόζει στον πιθηκάνθρωπο που ατενίζει τον μονόλιθο του 2001.
Αλλά ήτανε, λέει, καλύτερα στην Κομμούνα παρά να είσαι μαύρος στην Αλαμπάμα και τον Μισσισσιπή. Ή από το να είσαι μη κομμουνιστής στην Άλμα Άτα και το Φρούνζε. Άλλωστε σε όλα τα καθεστώτα, ολοκληρωτικά, δημοκρατικά, χουντικά κι αμερικάνικα, μόνον όσοι δεν κάθονται στ' αυγά τους υποφέρουν. Κι εμείς, εμείς που δεν ξέρουμε και ποιοι είμαστε, έτσι κι αλλιώς ούτε Αμερική ούτε Ρωσία θέλαμε: Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία και Σουηδέζες ξανθές κι εύκολες ζητάγαμε.
Το 2013 διαβάζω κείμενα στο φέισμπουκ, σε μπλογκ (δε λέω ποιων) και με τρόπο παλιομοδίτικο αναρωτιέμαι πώς γίνεται τέτοια κείμενα να δημοσιεύονται στα σοσιαλμήντια για να τα δουν πάνω κάτω μια χιλιάδα ζευγάρια μάτια. Πώς γίνεται, αναρωτιέμαι παλιομοδίτικα, να μην τυπώνονται σε εφημερίδες, ώστε να διαβαστούν από χιλιάδες. Μετά θυμάμαι τα σαμιζντάτ, που έβγαιναν στον πολύγραφο και ξύπναγαν συνειδήσεις (οι συνειδήσεις είναι σχεδόν εκ φύσεως ναρκοληπτικές: επιβιώνεις ευκολότερα έτσι).
Με τα σαμιζντάτ των σοσιαλμήντια θα απαλλαγούμε κι εμείς από την δυστοπία που ζούμε, με κάτι κείμενα που διαβάζουν μια χιλιάδα ζευγάρια μάτια -- αλλά το καθένα θα φτιάξει, λέει, κι από ένα συγκρότημα.
Το μόνο που θα με απασχολούσε αν είχα γιο θα ήτανε να του εξηγήσω πώς γίνεται στα 2013 να κυνηγάει τους τσιγγάνους η ωραία Ελλάς και να μαντρώνει στις Αμυγδαλέζες όσους δεν πνίγονται στο Αιγαίο και δεν ανατινάζονται στα ναρκοπέδια του Έβρου. Για όλα τα άλλα, κάτι θα βρω να πω -- όπως μου έλεγε ο παππούς για τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.