Με λένε Βαγγέλη. Δουλεύω στην οδό Φίλωνος. Πού ακριβώς στην οδό Φίλωνος και τι δουλειά κάνω δεν σας αφορά, εκτός και αν είστε της Εφορίας. Εγώ για άλλο το λέω: είμαι Πειραιώτης γέννημα-θρέμμα. Άμα μια μέρα δε δω θάλασσα, αρρωσταίνω. Έστω, λιμανίσια θάλασσα. Αλλά να είναι θάλασσα.
Ναι, εντάξει, οκέι, δεν καταλαβαίνετε εσείς που είστε, ξέρω γω, από Αθήνα ή από κάτι αχανή μέρη όπου χάνεσαι και μόνο που τα σκέφτεσαι, κάτι Περιστέρια και τέτοια, σιγά μην καταλάβετε εσείς που μεγαλώσατε σε πόλεις όπου οι δρόμοι δεν βγάζουν πουθενά. Εγώ μικρός πήγαινα στην ξαδέρφη μου στην οδό Ευπλοίας. Ωραίο διαμέρισμα, μεγάλο, με κάτι εξωτικά ξυλόγλυπτα στους τοίχους. Τριάρι. Προικιό κι έτσι. Αλλά δεν ήταν εκεί το κλου. Το μεγαλείο ήταν ότι στο τέλος της οδού Ευπλοίας είχε
πλοία: στο τέρμα του δρόμου έβλεπες θάλασσα με πλοία μέσα. Και από το μπαλκόνι επίσης. Ούτε πλατείες, ούτε χαλάσματα, παρά καράβια. Έφευγαν και έρχονταν άλλα. Κάθε μέρα κι άλλο, σε κάπως διαφορετική θέση. Ποτέ δεν ήταν ακριβώς το ίδιο τοπίο αυτό που έβλεπες στο τέλος της οδού Ευπλοίας.
Εγώ τώρα, ας πούμε, δεν είμαι το λαμπρό αστέρι του σογιού. Ίσως πρόσεχα περισσότερο τα πλοία στο λιμάνι (για να μην πω τις βάρκες στο Πασαλιμάνι και τις γκόμενες στα γκούντυς), παρά στο σχολείο. Τα έπαιρνα τα γράμματα, ήμουνα περίεργος και φιλομαθής έλεγαν, αλλά τεμπέλης. Θα μου πεις, σιγά, σε κάνει το σχολείο αστέρι; Όχι βέβαια: μαλάκα σε κάνει. Αλλά τώρα που πάτησα τα σαράντα σκέφτομαι ότι για να πας μπροστά, ε, πρέπει να είσαι και λίγο μαλάκας. Κι αν δεν είσαι, να γίνεις, ή να κάνεις τον μαλάκα. Στο σχολείο σού τα μαθαίνουν αυτά, άμα προσέχεις, άμα είσαι επιμελής.
Αν ρωτήσεις κόσμο που δουλεύουμε μαζί, θα σου πούνε ότι το σχολείο το έχουνε γραμμένο και θα σου τσαμπουνάνε τα γνωστά, ότι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο είναι το πεζοδρόμιο, τέτοια. Εντάξει, αυτά τα έλεγαν οι παλιοί. Ίσως να είχαν άλλο πεζοδρόμιο τότε, ίσως τότε να ήταν αλλιώς. Εγώ πάλι, που δουλεύω από τα δεκάξι, ξέρω ότι τίποτε δε σου μαθαίνει το πεζοδρόμιο, τίποτε που δεν το ξέρεις. Ούτε και ο στρατός, σιγά: στον στρατό γίνονται άντρες κάτι βουπουδάκια και κάτι Αθηναίοι μόνο, που πρέπει να πάνε φαντάροι για να πιουν τσίπουρο και να πάνε μπουρδελότσαρκα. Ή κάτι τσοπανόπαιδα από τα Κράβαρα και το Κιλκίς, σαν αυτά που είχα στη μονάδα. Τέλος πάντων, δε λέω ότι δε σε κάνει άνθρωπο η δουλειά, μόνον η δουλειά σε κάνει άνθρωπο. Άλλο λέω: ότι δεν είναι σχολείο το πεζοδρόμιο, αυτό λέω. Το ίντερνετ ίσως είναι σχολείο. Αλλά το πεζοδρόμιο; Σιγά. Απέναντι, στα τυριά, δουλεύει ο Μάνος. Ετών 52. Δουλεύει από τα είκοσι. Ε, ό,τι μυαλά είχε στα είκοσι, είμαι σίγουρος ότι αυτά φοράει και τώρα. Μπετόστοκος. Φως των Σπορ, Άλφα, Σκάι, Τάβλι. Τέλος. Αυτά. Μπετά. Και τα καθήκια οι Τούρκοι. Λες κι έχει δει Τούρκο στη ζωή του -- πέρα από κάτι σήριαλ τούρκικα που ξέρω ότι γούσταρε κι έβλεπε κρυφά.
Εγώ έχω δει Τουρκάλα. Δηλαδή έχω πάει με Τουρκάλα. Τη μοναδική φορά που με πήρε μαζί της η ξαδέρφη ταξίδι, να βγει λίγο στο εξωτερικό και ο Βαγγέλης, να δει τον κόσμο. Έτσι είπε. Εισιτήριο και δωμάτιο πληρωμένα. Και μάντεψε πού πήγαμε. Άμστερνταμ! Φούντα και Κόκκινα Φανάρια, άλλο που δεν ήθελα. Όχι ότι είμαι χασικλής και πουτανιάρης, ίσα ίσα. Αλλά αυτά είναι τα αξιοθέατα εκεί. Και κάτι μουσεία. Αλλά τα μουσεία τα βαριέμαι, τι να πάω να δω, πίνακες; Αφού παντού εικόνες βλέπουμε γύρω μας, εικόνες παντού, γιατί να πάω σε μουσείο να δω κι άλλες; Τεσπά, όσο αυτή πήγαινε από δουλειά σε μουσείο και από δείπνα σε ποτά με συνεργάτες (εκδότρια είναι), εγώ κατόπτευα, εξερευνούσα, προσπαθούσα να καταλάβω πώς και τι. Ήταν εύκολο να ψωνίσω φούντα, νόμιμα τότε, ωραία, ένα φιλαράκι μού είχε πει ότι έχω δικαίωμα να στρίψω τσιγάρο πάνω σε καπώ μπατσικού -- μπορούσες τότε, δηλαδή, ήτανε και πριν δέκα χρόνια, τώρα κι εκεί βούρδουλας και παντού, παγκόσμια. Τα Κόκκινα Φανάρια δυσκολεύτηκα να τα καταλάβω κάπως. Ήμουνα και λίγο ζαλισμένος, όσο να 'ναι. Τέλος πάντων, βρήκα άκρη, βόλταρα, ξαναβόλταρα, βόλταρα και τρίτη φορά, χάθηκα, βρέθηκα, στάθηκα μπροστά στη βιτρίνα με ένα κορίτσι κάπως κοντό, πολύ μελαχρινό (ωραίο μαλλί, φίλε, έλαμπε, μακρύ) και με βυζάκια σαν από πίνακα. Όταν είπα Γκρηκ, μου είπε Αρμένιαν. Ναι, καλά: λες και δεν ξέρουμε ότι είναι γεμάτη Τούρκους η Ολλανδία. Μπήκα μέσα.
Όμως, ρε γαμώτο, σίγουρα έχετε σχηματίσει λάθος εικόνα για μένα. Δεν είμαι κανένας γεννημένος στην κατοχή και στα πέτρινα χρόνια, είπαμε, γεννηθείς τις 24 Ιουλίου 1974 είμαι. Ναι, πάντα με κοροϊδεύουν. Αλλά τέλος πάντων, δε ζούσαμε ούτε πίσω από τον ήλιο, ούτε σε καμμιά στάνη. Πήγα στην Τουρκάλα για την εμπειρία, γυάλιζε κι ολόκληρη, ήταν αλειμμένη κάποιο μπέιμπι όιλ, κάτι. Αλλά δεν είμαι από αυτούς. Και μόνιμη σχέση είχα, θα παντρευόμασταν αν δεν ήτανε ψωνάρα ο πατέρας της, και με θέλαν τα κορίτσια και τώρα μια χαρά. Μετράω. Όχι μόνο στο ερωτικό, παράπονα δεν έχω ακούσει, αλλά γενικά: δεν είμαι αλκοόλας, δεν καπνίζω, δεν ξέρω από τζόγο. Δεν είμαι από αυτούς που έφυγαν από τη μαμά τους στα 25 και στα 30... μόλις πάτησα στα πόδια μου, έφυγα, έπιασα μια γκαρσονιέρα στα Μανιάτικα, ήτανε σαν δώμα πιο πολύ, μετά το δυάρι μου στην Ανάσταση: το αρχηγείο. Αλλά προσκυνάω τη Γυναίκα. "Μουνάκια" με ανεβάζουν στη δουλειά, "θύμα" με κατεβάζουν. "Βρε καλώς τον εραστή" -- τέτοια. Δίνω δικαιώματα; Όχι. Ποτέ όμως. Μιλάω ποτέ γι' αυτά; Ούτε. Με έχουνε δει με μία γυναίκα έστω; Ποτέ. Τουλάχιστον όχι στη δουλειά. Μόνο στην πλατεία Αλεξάνδρας με είχανε τρακάρει δυο παιδιά από τη δουλειά. Με τη Λίτσα, τη γυναίκα της ζωής μου. Τέλος πάντων. Δράματα μεγάλα, ιστορία ο πόνος.
Η αλήθεια είναι ότι εγώ τη ζωή τη μετράω με, πώς να το πω, με τις ερωτικές πράξεις. Ήθελα να το πω ευγενικά, δε μου αρέσουν κουβέντες τύπου 'με τα γαμήσια'. Τέλος πάντων, εγώ νομίζω πως έτσι μετριέται η ζωή του ανθρώπου, του άντρα και της γυναίκας. Πόσες φορές. Μάλιστα, όταν στα 17 με ξεπαρθένιασε η φίλη της μάνας μου (Λίτσα τη λέγανε κι εκείνη, πώς μύριζε έτσι! σα φυσικό σαπούνι ήταν ο ιδρώτας της, αυγουστιάτικα), είπα να γράφω σε ένα ημερολόγιο κάθε φορά που θα το έκανα. Και το τήρησα, αμέ. Για χρόνια. Μόνο που κάποια στιγμή, είτε συνεχώς έγραφα τα ίδια και τα ίδια, είτε δεν ήξερα πώς να γράψω τα πιο σημαντικά, τα πιο αλλιώτικα. Σταμάτησα εκεί στα εικοσπέντε, έσκισα και το τετράδιο, μην πέσει σε τίποτε μάτια περίεργα.
Αλλά σοβαρά το εννοώ ότι μετράω τη ζωή με ερωτικές πράξεις. Πιχί ο θείος ο Κώστας είναι μαθουσάλας -- πρέπει να το έχει κάνει χιλιάδες φορές, κι ας είναι δεν είναι 65. Ο Πασχάλης, το φιλαράκι μου, αν και συνομήλικος και παντρεμένος, αυτός είναι παιδί -- του το δίνει η γυναίκα του μια φορά το τρίμηνο; το δίμηνο; θα σας γελάσω. Και πριν παντρευτεί, να τον είχε λυπηθεί καμμία; Η θεία, η χήρα από τα 32, μάλλον βρέφος -- αν και ποτέ δεν ξέρεις. Και η ξαδέρφη; Η ξαδέρφη της οδού Ευπλοίας; Που πήγαμε στο Άμστερνταμ; Εδώ το πράμα γίνεται ζόρικο. Πολύ ζόρικο.
Η ξαδέρφη είναι ανεξιχνίαστη. Μυστήριο. Χουντάνιτ. Είναι λίγο μεγαλύτερη από εμένα, ανήκει σε αυτή τη γενιά που γεννήθηκε το '67 -- γαμώ τα άτομα αυτοί που γεννήθηκαν το '67, δεν ξέρω γιατί. Είναι πολύ συντηρητική. Είναι εκδότρια: βγάζει έντυπα, καταλόγους, τουριστικούς οδηγούς -- μέχρι και μενού για μπεργκεράδικα. Κυκλοφορεί πάντα με φούστα και πουκάμισο, πάντα. Τα μαλλιά της πάντα πιασμένα και πάντα φοράει κάτι σκουλαρίκια σαν πέρλες ψεύτικες. Πάντα. Σε γιορτές, σε δουλειές, στο Άμστερνταμ που πήγαμε, ακόμα και στο σπίτι μέσα. Κάνει δουλειές κυρίως με παπάδες και κάτι σωματεία: βγάζει το τάδε βιβλίο του μοναστηριού εκεί, τον οδηγό του προσκυνήματος του Αγίου Απαυτού, την ιστορία της Προύσας, του Πόντου, της Κάτω Πλατανιάς. Κάποτε είχε πάρει και δουλειές από το κράτος, κάτι ενημερωτικά έντυπα πληρωμένα με ΕΣΠΑ και τέτοια. Κι όλοι την αγαπάνε στο σόι την ξαδέρφη: όταν σκοτώθηκε ο αδερφός της (α ρε ξάδερφε...) και η νύφη της, ανέλαβε αυτή και το ορφανό και τη μάνα της (τη χήρα από τα 32 της, που λέγαμε). Όλοι στο τριάρι στην Ευπλοίας. Έβαψε μόνη το παιδικό δωμάτιο. Καλύτερα και από μάνα. Η θεια μου ακόμα περιφέρεται στα σόγια (ξέρετε, ελληνική οικογένεια, τι να λέμε) και παραπονιέται ότι κάθεται και τη γηροκομεί αντί να βρει καναν άντρα, έστω κάπως ώριμο, να παντρευτεί κι αυτή, μπας και προλάβει να κάνει κανα παιδί δικό της, να μη μείνει στο ράφι (είπαμε: ελληνική οικογένεια). Άλλωστε το ορφανό, ο ανιψιός της, είναι 19 πια και φοιτητής στην Κομοτηνή από πέρσι. Και βεβαίως έπαιξαν προξενιά, λένε. Αποτυχημένα. Κι ας παρακάλαγαν οι άντρες. Δεν ξέρω. Εγώ ζω μόνος και κάπως στον κόσμο μου.
Δεν ξέρω να πω αν είναι ωραία γυναίκα. Ωραία είναι δηλαδή. Αλλά συντηρητική. Αναρωτιέμαι για την ηλικία της, εννοώ όπως μετράω εγώ, "με ερωτικές πράξεις". Μιας; Δέκα; Μήπως είναι παρθένα; Πολύ μαζεμένη ρε παιδί μου, πάντα. Θα έλεγα πως είναι κανονική γεροντοκόρη, έχω γνωρίσει πολλές τέτοιες: αφοσιωμένη στη γερόντισσα μάνα, στο ορφανό του αδερφού, παπάδες, σόι, δουλειά, τραπεζώματα, η γυναίκα που είναι άντρας κι αφεντικό κι έτσι. Αλλά υπάρχει μια λεπτομέρεια, ρε συ. Από τότε που την ξέρω, φοράει κάθε μέρα κάλτσες. Κάθε μέρα. Ό,τι άλλο κι αν φοράει. Χειμώνα (οπότε, ναι, εντάξει, αφού δε φοράει παντελόνια) αλλά και καλοκαίρι, κάτι αραιά υφασμένα δίχτυα με μάτι μεγάλο, κάτι λουλουδέ ανάλαφρα. Πάντα. Πάντα. Κι αναρωτιέμαι: όσο ωραία πόδια κι αν έχει μια γυναίκα -- κι έχει ένα πόδι άλλο πράγμα η ξαδέρφη, να το πω -- γιατί να φοράει το καλοκαίρι κάλτσες; Αν δεν υπάρχει άντρας; Αν δεν παίζει σαγήνη κι έτσι; Αλλά δεν είναι τέτοια ρε γαμώτο, όλα πάνω της ντεκαυλέ και σεμνά είναι. Μόνον αυτές οι κάλτσες παραφωνία.
Κάποια στιγμή τη ρώτησα. Απ' έξω απ' έξω, έτσι αδιάφορα τάχα μου, στο σπίτι της μάνας μου ένα Πάσχα μετά τα κατσίκια και κάτι τσίπουρα. Αυτή βράχος. Αυστηρή. Με κοίταξε κάπως. Δηλαδή καθόλου κάπως, στα ίσια και κοφτά: "τι είναι αυτά που ρωτάς ρε ξάδερφε". Αλλά μετά; Το μετά μετράει. "Τι είναι αυτά που ρωτάς αφού είμαι παρθένα ετών 47" ή "Τι είναι αυτά που ρωτάς μια κυρία" ή "Τι είναι αυτά που ρωτάς και τι νομίζεις πως τρέχει στις φλέβες μου"; Δεν κατάλαβα. Θα ρώταγα τον θείο μας τον Κώστα, τον μαθουσάλα του σεξ, αδερφό των μανάδων μας (το καταλάβατε αυτό φαντάζομαι) να μου πει τη γνώμη του και πώς το κόβει αυτός το θέμα, αλλά είναι γκομενάκιας και βρωμόστομος και θα αρχίσει να λέει διάφορα για μουνάρες, μιλφάρες και τέτοια -- και δε θέλω. Γιατί, είπαμε, εγώ τέτοιος δεν είμαι.
Ρε λες, να είναι ελεύθερη και υπεραιωνόβια η ξαδέρφη; Ή μήπως είναι κανα μωράκι; Γίνεται να μην μπορεί να ξεχωρίσεις τον άνθρωπο; Γίνεται να μην αφήνει πάνω του ίχνος η ζωή; Όσο κλειδωμένος και να είναι, όσο θεωρητική όψη κι αν έχει. Σχεδόν μεγαλώσαμε μαζί και δεν ξέρω αν μέσα στο κεφάλι της έχει μυστικά ή μόνον αξόδευτο χαβέσι.