Βγήκα ραντεβού κάποτε στην Αγγλία, όταν ξεκίνησα το διδακτορικό, ραντεβού με έναν που σπούδαζε στο Ιμπήριαλ. Παντελή τον έλεγαν. Σπούδαζε μηχανικός, τηλεπικοινωνίες, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, τεχνικής φύσεως. Του έκανε εντύπωση πώς ντυνόμουν: σαν Τζέιν Ώστεν, μου είπε, μάλλον το μόνο που ήξερε από αγγλική λογοτεχνία -- κάπως προσπαθούσε να με καλοπιάσει κι αυτός. Captatio benevolentiae. Φλύαρος κάπως. Μου έλεγε κατόπιν ότι του έκανε εντύπωση που δεν έβγαινα έξω. "Γίνεται να ζεις στο Λονδίνο και να μην βγαίνεις;" Εμένα μου προκαλούσε εκνευρισμό η συζήτηση αυτή. Μπορεί να είμαι αλαφροΐσκιωτη ώρες ώρες, που με λέει κι η Μπέτη, αλλά δεν είμαι χαζή. Προσπαθούσε να φανεί ενδιαφέρων και έξυπνος, τα κενά φαίνονταν, οι lacunae. Καθόμασταν σε ένα εστιατόριο στη Χάρλεϋ Στρητ. Πολυτελέστατο. Ήθελε να με εντυπωσιάσει, στο καλύτερο με πήγε. Λευκές πετσέτες. Σερβιτόροι με κοστούμι. Λευκό. Εγώ κοίταγα κάθε τόσο έξω, στον δρόμο. Έβρεχε βεβαίως, είχα σιχαθεί τη βροχή έναν χρόνο, πόσες φορές περπάταγα μέσα στη βροχή από Cartwright Gardens μέχρι το Goldsmiths. Περπάταγε ο κόσμος έξω, έδειχνε ζωντανός κι όλο δραστηριότητα. Ένιωθα να με έχουνε βάλει σε βιτρίνα, σαν κάτι αυτόματες πλαγγόνες στις χριστουγεννιάτικες βιτρίνες στην Όξφορντ Στρητ, που τις στόλιζαν από μέσα Οκτωβρίου. Ένιωθα λίγο να νυστάζω, αυτό το παθαίνω όταν είμαι νευρική, λέει η Μπέτη.
Και τότε που είχαμε κάνει τάχα τα μοντέλα που συμμετέχουν σε επίδειξη μόδας στο σπίτι της χασμουριόμουν πολύ. Ήμασταν η Μπέτη, η ξαδέρφη της, η Μάρα, εκείνη η άλλη η κολλητή της με το πονηρό βλέμμα και εγώ. Είχε έναν μακρύ διάδρομο στο σπίτι της στο Κουκάκι. Μας μέθυσε λοιπόν καλά καλά εκείνη η πονήρω η κολλητή της, βρήκε κάτι βερμούτ και μας τα πότισε. Μετά κάναμε τον διάδρομο πασαρέλα, βαδίζαμε πάνω κάτω. Γελούσαμε. Κάναμε τα μοντέλα, στα διαλείμματα πίναμε βερμούτ. Poilly κάτι, το θυμάμαι. Γαλλικά, τι ωραία που ακούγονται, ποτέ δεν τα κατάφερα με τα αγγλικά, αλλά εκεί έπρεπε να σπουδάσω, αφού ήθελα σώνει και καλά να ασχοληθώ με τα λατινικά. Κάναμε λοιπόν τα μοντέλα στην πασαρέλα πάνω κάτω στον διάδρομο της Μπέτης, εγώ χασμουριόμουν και ένιωθα και μια γλυκειά ζεστασιά παντού απλωμένη, σαν να άκουγα μια ζεστή φωνή, ζαλιζόμουνα κιόλας και από το βερμούτ. Πάνω κάτω τον διάδρομο. Μετά η κολλητή της η πονήρω είπε να κάνουμε τα μοντέλα εσωρούχων. Η ξαδέρφη της πρώτη και καλύτερη πέταξε τα ρούχα. Μετά η Μάρα, κατόπιν η Μπέτη. Ακολούθησε η πονήρω. Τι να κάνω, ξεντύθηκα κι εγώ, και μάλιστα η πονήρω σχολίασε τι ωραίο σώμα που είχα και γιατί το κρύβω κάτω από τις φούστες τις πλισέ και μετά ήρθε κοντά μου, έβαλε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και μου έβγαλε τον σταυρό μου. Ανατρίχιασα ολόκληρη, τι θράσος, να μου αφαιρέσει τον σταυρό. Και ζαλιζόμουν από το ποτό. Κοιτάζοντάς την είδα ότι η Μπέτη σχεδόν δεν είχε τρίχες εκεί κάτω, το διέκρινα γιατί φορούσε ένα εσώρουχο διάφανο σχεδόν. Η πονήρω, πάλι, ένα μαύρο φόραγε, στενό, θα έλεγα σαν να ήταν τι, αλλά δεν είμαι καμμιά πρόστυχη. Αλλά της πονήρως μέχρι και τα στήθη ήτανε πρόστυχα, μεγάλα, βαριά, ανοικονόμητα. Η Μάρα κανονική, με κανονικά εσώρουχα. Το χαζό η ξαδέρφη, ούτε που θυμάμαι, πάντως κοκκαλιάρα ήταν. Αρχίσαμε να πηγαινοερχόμαστε τον διάδρομο μισόγυμνες χαζογελώντας, εγώ πλέον δεν μπορούσα να περπατήσω και με πολλή χάρη. Ενώ καθόμουν σε ένα σκαμπό στη μία άκρη του διαδρόμου προς τα υπνοδωμάτια, μπροστά από το μπάνιο, και έκανα το κοινό, με πήρε λίγο ο ύπνος. Ε να μην τα πολυλογώ, ξύπνησα σχεδόν αμέσως, έτσι νομίζω, ανακατευόμουν και το κεφάλι μου γύριζε. Κατέφυγα στον νιπτήρα. Βγαίνοντας από το μπάνιο είδα την Μπέτη στο κρεβάτι των δικών της, ύπτια, στη στάση του γυναικολόγου, ξέρετε τώρα. Και μετά διέκρινα, είχανε κλείσει τις κουρτίνες, την Μάρα γονατισμένη και το στόμα της ήταν εκεί ανάμεσα στους μηρούς της Μπέτης. Ένιωσα τρομακτική ταραχή. Ίσως να ονειρευόμουν. Και ζαλιζόμουν ξανά. Ευτυχώς δεν με είχανε πάρει είδηση, πήγα να φύγω, και τότε γυρνάω και διαπιστώνω πως με πλησιάζει η άλλη η πονήρω από πίσω, που αυτή τα οργάνωσε όλα από την αρχή, το ξέρω, πήγε μάλιστα να με φιλήσει στο στόμα. Πήρα τα ρούχα μου κατέβηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας και πήρα τον μπαμπά τηλέφωνο να έρθει να με περισυλλέξει. Αυτή η πονήρω και η Μάρα (δεν της φαινόταν αυτηνής, πήγαινε και με αγόρια στη Σχολή) θα με κάναν ανώμαλη για πλάκα, τριβάδα θα γινόμουν.
Καθόμουν λοιπόν εκεί, απέναντι από τον Παντελή στο εστιατόριο, είχα βάλει κραγιόν (της κροάτισσας στο διπλανό δωμάτιο, μάλιστα φοβόμουν μην έχω κολλήσει τίποτε, αλλά είναι καλή κοπέλα, καθολική) και φόραγα σκιά, περίμενα το φαγητό μου. Ο Παντελής μού έλεγε ότι μιλάω σαν βιβλίο, αλλά συνεχώς εκείνος μίλαγε. Μου έλεγε για κάτι που δεν θυμάμαι, οι άντρες νομίζουν ότι τους ακούμε όταν αδολεσχούν ακατάσχετα για να μας αποπλανήσουν. Οι καημένοι! Πάντως τεχνικός ήτανε το κισμέτ μου, αλλά όχι ο Παντελής. Το τυχερό μου το καλό, ο Αυγουστίνος. Τα ορεκτικά που είχαμε παραγγείλει ήτανε νοστιμότατα, πολύ καλό εστιατόριο, αλλά ολίγιστα. Είπαμε, Αγγλία: βροχή, πείνα, αλκοόλ. Πίναμε κρασί, εγώ με μέτρο, μη ζαλιστώ. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ο Παντελής ότι μονοπωλούσε τη συζήτηση και με ρώτησε τι μουσική ακούω. Ενθουσιάστηκα και του είπα για τον έρωτά μου τον Νίκο! Ο Νίκος αυτό, ο Νίκος εκείνο, ο παραγνωρισμένος, ο μεγαλοφυής, ο πρωτοποριακός, ο αισθαντικός και μετριασμένος, αυτός που είχε τα αυτιά του ανοιχτά στα σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Με κοίταγε με απορία. Στο τέλος ψέλλισε, που λένε και οι κακές μεταφράσεις, "ποιος Νίκος;". Προσγειώθηκα κι εγώ, του λέω "ο Μαμαγκάκης". Θε μου, αν είναι δυνατόν! Δεν ήξερε. Δεν είχε τη σμικρότατη ιδέα ποιος είναι ο Μαμαγκάκης! Τίποτα. Επέστρεψα κι εγώ στη σιωπή μου. Κατάλαβα ότι ήταν ανόητος. Έτσι κι αλλιώς δεν θα προσέφερα την παρθενία μου (σας παρακαλώ, μη λέτε, ούτε να το πω δεν μπορώ, το άλλο, με τον τόνο στη λήγουσα: καρηβαρία με πιάνει) στον ξανθό άχαρο από την Έδεσσα, φοιτήτρια ήμουν στο εξωτερικό, φλερτ ήθελα κι εγώ, κόρτε, 25 χρονών κορίτσι, κάτι πιο ρομαντικό... αλλά να μην ξέρει τον Νίκο; Τον Νίκο τον Μαμαγκάκη; Άξεστος.
Μετά ήρθε το φαγητό. Είχα παραγγείλει φιλέτο, το ζήτησα medium, έτσι με είχε συμβουλέψει ο Παντελής. Όταν το έκοψα το φιλέτο με το μαχαίρι και είδα την ωμή ροδαλή σάρκα στο κέντρο, καθώς και μία υποψία αίματος να διηθείται από μέσα του, λιποθύμησα. Μαζεύτηκε όλο το μαγαζί στο κεφάλι μου. Αλλά πάντοτε λιποθυμάω στην όψη του αίματος. Πάντα. Η Μπέτη μάλιστα με είχε ρωτήσει τι κάνω όταν έχω τις μέρες μου, αυτή προφανώς ήτανε τόσο τρελή που καθόταν και κοίταζε την περίοδό της. Αν είναι δυνατόν. Έχω χρόνια να τη δω αλλά είμαι σίγουρη ότι παραμένει τρελή κι ας τριανταπενταρίσαμε. Έχω να τη δω 5-6 χρόνια. Πάντοτε τρελή και, δυστυχώς, αριστερή. Εγώ με αυτά δεν ασχολούμουν ποτέ, κοίταγα τη δουλειά μου, τα διαβάσματά μου, μετά τους Λατίνους πεζογράφους για το διδακτορικό μου: έρχονταν από έναν κόσμο που παράκμαζε αλλά είχαν επίγνωση του ότι παρήκμαζε. Ενώ εμείς απλώς σαπίζουμε, αλλοτριωνόμαστε, εκβαρβαριζόμεθα, αφηνόμαστε στην κακώς νοούμενη ελευθεριότητα, στους πειραματιστές και στους κιναίδους. Όλοι θέλουν να είναι πρωτότυποι.
Όταν γνώρισα τον Αυγουστίνο, κατάλαβα ότι θα ήμασταν μαζί. Ωραίος άντρας, ώριμος. Κομψός, μετρημένος. Λίγο κοντός αλλά κι εγώ δεν είμαι κανα πρώτο μπόι, που λένε. Ο μπαμπάς τον βρήκε "λειψανάβατο" αλλά ο μπαμπάς γίνεται ολοένα λίγο και πιο ανόητος όσο περνάει ο καιρός, περνούν τα χρόνια. Άλλωστε τι θα ήθελε για την κόρη του; Το καλύτερο. Πού να ξέρει ότι σε αυτη τη ραιβή εποχή που ζούμε ο Αυγουστίνος είναι άντρας κανονικός (στον κλάδο μου κίναιδοι παντού, γι' αυτό κατέληξα με πολιτικό μηχανικό). Ο Αυγουστίνος με πολιτικοποίησε. Στα 33 μου έμαθα κι εγώ τι σημαίνει εθνικοσοσιαλισμός και πώς στιγματίστηκε εκ μέρους των καπιταλιστών και των σιωνιστών, που κέρδισαν τον πόλεμο. Νηφάλια, ψύχραιμα, από θεωρητικής απόψεως, όχι όπως τον σερβίρουνε στους πληβείους. Μιλάγαμε ώρες για την αναγκαιότητα της φυλετικής καθαρότητας, πώς κάθε φυλή πρέπει να κατοικεί στα κλίματα για τα οποία είναι προσαρμοσμένη: θυμόμουνα λοιπόν κι εγώ τους δυστυχείς μαύρους να μελανιάζουνε στο βρετανικό ψύχος ή τους όλο εγκαύματα κατακόκκινους υπερβορείους που παραθέριζαν στην Κρήτη (και η Μπέτη τους αποκαλούσε "αχ γλυκύτατους"). Κουβεντιάζαμε για τον πολεμικό ιεραποστολικό ζήλο του Ισλάμ και την αποστεωμένη θεολογία των Εβραίων. Και αγαπάει πολύ τη φύση ο Αυγουστίνος: με έβγαλε από τις πόλεις και τα θέρετρα, με ανέβασε ψηλά, στα ελληνικά βουνά. Ο Αυγουστίνος μου.
Είμαι ευχαριστημένη από τη ζωή μου, λοιπόν. Οπωσδήποτε. Από την άλλη με καταθλίβει η κατάντια της χώρας μου. Αμάθεια και βρωμιά, ξένοι παντού, διαφθορά γενικευμένη. Μας έβαλαν στη μέγγενη οι ξένοι. Και ο λαός, ο κουτός λαός, ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος, εναπέθεσε τις ελπίδες του στους αγύρτες, στους κομμουνιστές. Που είναι οπορτουνισταί. Η εθνική ιδεολογία είναι πια προνόμιο λίγων. Τι να πεις. Είμαστε σαν εκείνους τους τελευταίους Έλληνες που περιγράφει ο Καβάφης. Θα σβήσουμε αλλά θα ξαναζήσει ο ελληνισμός, ίσως στην Αμερική, αλλού.
Θυμάμαι λοιπόν όταν συνήρθα στο εστιατόριο, εκεί στη Χάρλεϋ Στρητ. Ήταν σαν να είχα το αίμα στο στόμα μου, τη σιδηρά του γεύση, και ας μην άγγιξα το κρέας. Ανοίγω τα μάτια μου και τότε θυμάμαι και οπτικώς το αίμα που είχανε την απαίτηση οι Δυτικοί μάγειρες, οι ωμοφάγοι, να καταναλώσω. Μετά κοιτάζω τα πρόσωπα που με κοίταζαν. Συναγμένα κύκλω γύρω μου. Και αισθάνθηκα ότι βρίσκομαι κάπου αλλού, ότι η Ελλάδα που ήξερα είναι μακριά. Ίσως κι ότι ενδεχομένως να μην υπάρχει.