Α
Σκεφτόμουν τις προάλλες ότι η εθνοκάθαρση, όχι απαραιτήτως γενοκτονικoύ χαρακτήρα, εξ αρχής υπήρξε στρατηγική του ελληνικού κράτους: μια επικράτεια χωροθετημένη για να στεγάσει τους απογόνους των Αρχαίων Ελλήνων και τα ερείπιά τους δεν θα μπορούσε να έχει χώρο για νεήλυδες και αλλοφύλους. Κι ενώ οι Τούρκοι στην Επανάσταση έσφαζαν στη Χίο, στα Ψαρά και αλλού προς παραδειγματισμό, η σφαγή της Τριπολιτσάς (Ντροπολιτσάς τότε) έγινε για να "μη μείνει Τούρκος στον Μοριά μηδέ στον κόσμον όλο".
Οι ελληνικές πολιτικές εθνοκάθαρσης συνεχίστηκαν με την προσάρτηση της Θεσσαλίας, βεβαίως, όταν δια της πλαγίας και με το καλό υποδείχθηκε στους Τούρκους ποιο ήτανε το συμφέρον τους: να αφήσουνε τη Λάρισα και τον Κάμπο και να φύγουν.
Όταν αναλάβαμε τη διοίκηση της ζώνης της Σμύρνης, η πολιτική εκφοβισμού των Τούρκων (θυμηθείτε τον Στεργιάδη) έγινε συστηματική με απώτερο σκοπό να ξεκουμπιστούν ούτως ώστε ο εναπομείνας πληθυσμός στη ζώνη να ψήφιζε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα σε ένα πιθανό μελλοντικό δημοψήφισμα -- υπενθυμίζω ότι μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές περιοχές της Ευρώπης (π.χ. η Άνω Σιλεσία) αποφάσισαν με τοπικά δημοψηφίσματα πού θέλουνε να ανήκουν.
Χαρακτήρα εθνοκάθαρσης είχανε βεβαίως και οι δύο ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας, με το πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ (1924) και με το σύμφωνο Μόλωφ-Καφαντάρη (1927). Ανταλλαγές που δεν έγιναν εθελοντικώς, εννοείται.
Και φυσικά, η τελευταία απόπειρα εθνοκάθαρσης με εκφοβισμό και σποραδική βία που θα οδηγούσε στη σταδιακή έξοδο των Τουρκοκυπρίων, ήτανε το περίφημο Σχέδιο Ακρίτας που εκπονήθηκε με όρους deniability από Ελληνοκύπριους ηγέτες γύρω στα 1962. Σημειωτέον ότι μέχρι το 2005 πίστευα πως το Σχέδιο Ακρίτας ήτανε παραμύθι μέχρι που έμαθα πολλά χάρη στην αξιοσημείωτα εξομολογητική διάθεση ενός φίλου, που είναι ανιψιός τομεάρχη της ΕΟΚΑ που παρευρέθηκε στη θρυλική συνάντηση στα βουνά της Πάφου.
Δεν έβαλα καν στην κουβέντα τους Τσάμηδες, τις ενδοβλαχικές διαμάχες με αφορμή τα ρουμάνικα σχολεία και το φασιστικό "Πριγκιπάτο της Πίνδου", τη σταδιακή ισοπέδωση της Αρβανίτικης κουλτούρας και γλώσσας, το διαρκές κυνηγητό των Τσιγγάνων, την ανοχή στην εξόντωση των Εβραίων, το κόλπο περί ιθαγένειας που εγκλώβισε χιλιάδες Σλαβομακεδόνες Έλληνες πολίτες εσαεί εκτός συνόρων. Στο κάτω κάτω, όλες αυτές είναι μεμονωμένες ή επιμέρους περιπτώσεις ανθρώπων που δεν έχουνε καμμία απολύτως σημασία ή που έπεσαν θύματα πρακτόρων κι εγκάθετων ξένων δυνάμεων κτλ κτλ κτλ.
Πάντως από μικρός αναρωτιόμουν γιατί ήτανε τόσο άγριο το μένος των Τούρκων στη Σμύρνη το '22 και στην Κύπρο το '74. Δεν πιστεύω στην εγγενή αβρότητα κανενός στρατού, ό,τι και αν απελευθερώνει ή καταλαμβάνει, είτε σκλαβώνει είτε λυτρώνει· επίσης απεχθάνομαι τη χυδαία ψευδολογία του ευφημιστικού "συνωστισμού", κορρεκτίλας άνευ αξιοπρέπειας και άνευ περιεχομένου.
Αλλά αναρωτιόμουν "γιατί τόση μανία;". Μας λένε για τα στίφη του Κεμάλ, Τσέτες και Κούρδους· μα γιατί μόνο στη Σμύρνη; Μας λεν ότι "μισούσαν την πολυπολιτισμική Σμύρνη"· μα, οι κεμαλικοί; Τι έπρεπε να κάνουνε τότε στην Πόλη; Μας λεν ότι πολεμούσαν τον ελληνικό στρατό ως στρατό κατοχής -- και τότε γιατί να κάψουνε τη Σμύρνη; Η απάντηση δόθηκε σιγά σιγά και με το σταγονόμετρο: μαθαίνοντας τα έργα του ελληνικού στρατού στη ζώνη της Σμύρνης (και όχι σε άλλες περιοχές). Παρόμοιες ιστορίες υπάρχουν από τη δεκαετία Δεκέμβριος 1963- Αύγουστος 1974 στην Κύπρο: για τη ζωή των Τουρκοκυπρίων που ζούσαν αποκλεισμένοι στους θύλακες, για τυχαίους φόνους (μεμονωμένα περιστατικά για τα οποία ευθύνονταν οπλόφοροι και ελεύθεροι σκοπευτές), για τη "δράση ένοπλων ομάδων" Ελληνοκυπρίων κτλ.
Β
Θυμήθηκα προχτές έναν γέροντα που γνώρισα στην Ιερουσαλήμ το 2011. Κάποιοι φίλοι, ένας Ισραηλινός αυστροεβραϊκής καταγωγής κι ένας αγγλοεβραίος που ζει στη Βραζίλία αποφάσισαν να με πάνε στα καλύτερα φαλάφελ της Δυτικής Ιερουσαλήμ. Με πήγανε στο Ben Shalom Falafel (Bar Ilan 15), μια τρούπα. Αφού γανιάσαμε να εξηγήσουμε στον ζοχαδιασμένο φαλαφελτζή ότι δεν είμαι ισραηλινός (γιατί δεν μας μιλάει εβραϊκά το παλληκάρι; ντρέπεται;) πήραμε τα φαγώσιμα τρόπαιά μας και καταλήξαμε σε έναν πεζόδρομο μιας γειτονιάς εκεί δίπλα με χαμηλά σπίτια και ησυχία.
Εκεί που τρώγαμε και έσταζαν τα ταχίνια πάνω στο λιθόστρωτο, εμφανίζεται ένας ψηλός γέροντας που έμοιαζε σαν διασταύρωση Πάνου Θεοδωρίδη και του παππού μου. Εγώ δεν τον πρόσεξα αρχικά γιατί είχα πέσει με τα μούτρα στο φαλάφελ, αλλά μίλησε εβραϊκά με τους άλλους δύο: τους υπέδειξε κάπως αυστηρά να μη λερώνουμε τον τόπο με τα ζουμιά. Μετά μίλησε πορτογαλικά με τον κάτοικο Βραζίλίας και αμέσως μετά με ρώτησε στα ελληνικά από πού είμαι.
Μου έπιασε την κουβέντα, αν και δεν ήθελε να καθήσει, παρά στεκότανε μπροστά μου όρθιος: ήθελε να μάθει αν είχα πρόσφατα πάει στη Σαλονίκη και μετά μου είπε ότι ο πατέρας του φοβήθηκε τόσο πολύ το 1940, που έβαλε όλη την οικογένεια σε βαπόρι ξεπουλώντας τα πάντα και πήγανε στη Βραζιλία σε κάτι θείους, ο ίδιος ήτανε δέκα χρονών τότε. Δεν του άρεσε εκεί. Στο Ισραήλ μετανάστευσε τη δεκαετία του '70. Τώρα πια του έλειπε και το Ρίο και του έλειπε κι η Σαλονίκη. Μετά θυμήθηκε να με ρωτήσει αν είμαι Εβραίος, του είπα πως μάλλον δεν είμαι και γέλασε.
Μου ευχήθηκε ώρα καλή, αν θυμάμαι καλά, χαιρέτησε και τους άλλους και έφυγε. Τελείωσα ήσυχα το φαλάφελ μου, παρότι οι άλλοι δύο ήθελαν να μάθουν πώς μου φάνηκαν τα ελληνικά του, και σκεφτόμουν ότι καλές είναι οι μεγάλες θεωρίες αλλά να μην προσπαθούμε να τις εφαρμόζουμε στις ανθρώπινες ζωές κι ότι δεν υπάρχουνε πρόσφυγες και σφαγμένοι πρώτης και δευτέρας κατηγορίας.